Οι δασμοί που επιβάλλει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δημιουργούν ένα παγκόσμιο σκηνικό αβεβαιότητας με πολύ ευρύτερες επιπτώσεις από εκείνες της πανδημίας, δηλώνει στην Ημερησία, στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο Τάσος Γιαννίτσης.
Ο πρώην υπουργός και πανεπιστημιακός σημειώνει ότι δεν πρόκειται απλώς για έναν εμπορικό πόλεμο, αλλά για μια βαθιά γεωπολιτική μετατόπιση που πλήττει το οικονομικό οικοδόμημα των τελευταίων δεκαετιών και δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις για την Ευρώπη και ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα.
Ολόκληρη η συνέντευξη:
Το θέμα των ημερών είναι ο εμπορικός πόλεμος που έχει ξεκινήσει ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Εκτιμάτε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ριζική ανατροπή του οικονομικού οικοδομήματος που είχε διαμορφωθεί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις ΗΠΑ να προωθούν μέχρι τώρα την παγκοσμιοποίηση;
Ναι, και το επισημάνατε εύστοχα. Δεν πρόκειται απλώς για έναν εμπορικό πόλεμο. Έχουμε να κάνουμε με κάτι που ξεφεύγει από τα στενά όρια της οικονομίας και εντάσσεται σε μια ευρύτερη γεωπολιτική λογική. Ο Τραμπ δηλώνει ότι θέλει να «κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη». Αυτό μεταφράζεται σε επιδίωξη ισχύος και οικονομικής κυριαρχίας, παραμερίζοντας συμφωνίες και θεσμούς που είχαν χτιστεί μεταπολεμικά.
Οι χώρες που πλήττονται από τις πολιτικές δασμών θα δουν τις εξαγωγές τους να μειώνονται, με αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή και το εθνικό τους εισόδημα. Αυτό, τουλάχιστον για κάποια χρόνια, θα οδηγήσει σε αλλαγές στην εσωτερική κατανομή του εισοδήματος, με αύξηση της ανεργίας και πτώση των εισοδημάτων, με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις.
Για την Ελλάδα, οι επιπτώσεις από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ είναι ακόμα αβέβαιες. Και αυτό γιατί ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος, μπορεί ανά πάσα στιγμή να φέρει νέα μέτρα στο τραπέζι. Αυτή η γενικευμένη αβεβαιότητα, ακόμα κι αν δεν συνδέεται άμεσα με τους δασμούς, επηρεάζει βαθιά το παγκόσμιο κλίμα και τις οικονομίες.
Άρα θεωρείτε ότι η σημερινή συνθήκη είναι πιο αβέβαιη ακόμη και από την εποχή της πανδημίας;
Αναμφίβολα. Στην πανδημία γνωρίζαμε με τι είχαμε να κάνουμε και κάθε χώρα προσάρμοσε τα μέτρα της. Ήταν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Σήμερα, έχουμε περάσει σε μια νέα εποχή, στην οποία πολλαπλά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα συνυπάρχουν σε κατάσταση αβεβαιότητας. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η προοπτική τους.
Η μεταπολεμική ισορροπία —σε επίπεδο οικονομικών και στρατιωτικών συμμαχιών— πλήττεται. Δεν καταρρέει απαραιτήτως, αλλά υφίσταται σημαντικές πιέσεις. Και πρέπει να σκεφτούμε τι επιπτώσεις θα έχουν όλα αυτά στην Ευρώπη και, κατ’ επέκταση, στην Ελλάδα. Οι έμμεσες επιπτώσεις ενδέχεται να είναι πιο σοβαρές από τις άμεσες.
Οι έμμεσες επιπτώσεις θα είναι ισχυρές και για την Ελλάδα;
Αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο σοβαρές θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις για τις ευρωπαϊκές χώρες. Όταν διαμορφώνεται ένα τέτοιο περιβάλλον ιδιότυπης διαπραγμάτευσης, κανείς δεν γνωρίζει ποιος θα υποχωρήσει, πόσο θα υποχωρήσει και με ποια ανταλλάγματα. Αυτό που φαίνεται είναι ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη. Αντίθετα, δείχνουν να βρίσκονται σε μια φάση γεωπολιτικής αμηχανίας.
Η πολιτική Τραμπ απομακρύνει τις ΗΠΑ από βασικούς εταίρους και επιχειρεί να πλήξει την Κίνα. Εκτός από την πολιτική του Τραμπ άλλωστε, ζούμε σε μια εποχή σημαντικών προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή, η ανάδειξη νέων παγκόσμιων παικτών (Κίνα, Κορέα κ.ά.), οι ενεργειακές κρίσεις, οι πολεμικές συγκρούσεις (Ουκρανία, Μέση Ανατολή), η γήρανση των πληθυσμών... Όλα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά.
Το ερώτημα για εμάς είναι: τι προτεραιότητες πρέπει να θέσουμε; Τι αλλαγές πρέπει να προχωρήσουμε; Οι δασμοί είναι μια όψη, αλλά όχι η πιο σημαντική. Οι συστημικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής είναι πολύ μεγαλύτερες.
Η Ευρώπη εξασθενεί. Η αβεβαιότητα, το ασταθές κλίμα και η οικονομική αποδυνάμωση της Ευρώπης, τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, είναι υπαρκτοί κίνδυνοι. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα πληγούν. Ήδη βλέπουμε προβλήματα σε Γαλλία και Γερμανία — τους βασικούς πυλώνες της ΕΕ.
Αν αυτές οι χώρες —που πρωτοστάτησαν στη χρηματοδοτική στήριξη της Ελλάδας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων εργαλείων— δεν μπορέσουν να συνεχίσουν να στηρίζουν τις πιο αδύναμες χώρες, τότε τίθεται ζήτημα.
Για την Ελλάδα, αυτό είναι ζήτημα μείζονος σημασίας.