Συγκρίνοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές στις εκλογικές διαδικασίες Ελλάδας και Τουρκίας, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει αρκετές. Στα κοινά, μπορεί κανείς με ασφάλεια να εικάσει ότι η εναλλακτική πρόταση της αντιπολίτευσης, τόσο σε Αθήνα όσο και σε Αγκυρα, δεν κατάφερε να αντικαταστήσει την αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας, που εξέπεμψαν οι δύο ηγέτες.
Από την μία το άγχος της ακυβερνησίας και από την άλλη η πολυφωνία στον συνασπισμό των έξι κομμάτων, ώθησαν μαζικά τους ψηφοφόρους και στις δύο χώρες «στον διάβολο που γνωρίζουν, παρά στον άγνωστο άγγελο».
Τα ελληνοτουρκικά, επίσης, δεν απασχόλησαν με ένταση την εσωτερική, εκλογική ατζέντα των δύο χωρών, ειδικά μετά την αλλαγή της ρητορικής εκ μέρους της Άγκυρας.
Την ίδια στιγμή, χωρίς να έχει αλλάξει η ουσία της εξωτερικής – αναθεωρητικής και διεκδικητικής, πολιτικής της Τουρκίας, η δημόσια ρητορική των γειτόνων παραμένει σε γενικές γραμμές μακριά από την ένταση, που κυριαρχούσε πριν τους σεισμούς.
Πλαίσιο ευκαιρίας
Η διαφαινόμενη επανεκλογή των Μητσοτάκη και Ερντογάν, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση των εκλογών στην Κύπρο, δημιουργούν ένα ευρύτερο πλαίσιο ευκαιρίας.
Φαίνεται ότι θα έχουμε και τους τρεις παίχτες της περιοχής, δηλαδή την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία με ανανεωμένη πολιτική εντολή, ευρεία λαϊκή νομιμοποίηση και κυρίως ισχυρή κοινοβουλευτική υποστήριξη. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μία από τις προϋποθέσεις θετικής διαπραγμάτευσης, αυτή των απαλλαγμένων από προεκλογικές σκοπιμότητες και τακτικές, ανοικτών συνομιλιών.
Χωρίς αμφιβολία, αποτελεί κυρίως πρόκληση της Τουρκίας να αξιοποιήσει την ευκαιρία αυτή, συνεχίζοντας την προσπάθεια της προσέγγισης με την Ελλάδα και ευρύτερα με τη Δύση, συνειδητοποιώντας ότι μέσα από μια τέτοια διαδικασία μόνο κερδισμένη τελικά μπορεί να εξέλθει.
Η εγκατάλειψη παράλογων θέσεων, όπως της αμφισβήτησης ελληνικής κυριαρχίας και η κατανόηση ότι οι νέο οθωμανικές διεκδικήσεις, μόνο αδιέξοδα δημιουργούν, μπορούν να αποτελέσουν την αρχή μίας ρεαλιστικής διαπραγμάτευσης. Μακάρι να αξιοποιηθεί από την γείτονα, η ευκαιρία αυτή.
Η Αγκυρα μπορεί να γίνει μέρος της λύσης
Μια ουσιαστική προσέγγιση της Τουρκίας με την Ελλάδα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσα από την ουσιαστική αναγνώριση του διεθνούς δικαίου, θα διευκολύνει την Άγκυρα να αντιμετωπίσει τις μεγάλες οικονομικές της προκλήσεις και συνάμα να συμμετάσχει και η ίδια στα ενεργειακά σχέδια της Μεσογείου.
Από μέρος του προβλήματος, η Τουρκία μπορεί να γίνει μέρος της λύσης, αν αναγνωρίσει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, αποτινάξει τις παράλογες αμφισβητήσεις του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου και αντιληφθεί ότι η διχοτόμηση της Κύπρου δεν μπορεί να αποτελέσει μία αποδεκτή λύση για την διεθνή κοινότητα.
Φαντάζει ουτοπικό, αλλά ο διαφορετικός δρόμος, μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει την Τουρκία σε τεράστια αδιέξοδα.
Η τακτική της Αθήνας
Στο μεσοδιάστημα, η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει να ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ, στα όρια που επιτρέπει η οικονομία και να συνεχίσει την σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Η Ελλάδα έχει καταφέρει να χτίσει ευρύτερες συμμαχίες με τη Δύση, ειδικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες οφείλει να ενισχύσει, προκειμένου να αναχαιτίσει προληπτικά τον τουρκικό αναθεωρητισμό, χωρίς όμως να ετεροπροσδιορίζεται.
Για πάρα πολλές δεκαετίες οι σχέσεις της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με άλλα μέρη της Δύσης προσδιοριζόταν απολύτως από τις σχέσεις με την Τουρκία. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει σήμερα, αφού έχει εγκαταλειφθεί η για πάρα πολλά χρόνια ισορροπία εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών στην πώληση όπλων προς Αθήνα και Άγκυρα.
Από το 7-10, σήμερα είμαστε στο 10-0, αφού η Ελλάδα προχωράει, για παράδειγμα, στην αγορά αεροσκαφών F-35, με την όποια καθυστέρηση να μην οφείλεται στην αμερικανική πλευρά, αλλά στον δικό μας προγραμματισμό και τις οικονομικές δυνατότητες της οικονομίας.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!