Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη και οδηγεί στην αποτελεσματική χρήση των παραγωγικών πόρων. Γι αυτό άλλωστε περιορίζει το κόστος παραγωγής και εξασφαλίζει χαμηλότερες τιμές.
Όμως, δεν θα πρέπει να δούμε τον ανταγωνισμό ως αυτοσκοπό και να επιτρέψουμε να μετατραπεί η οικονομία σε ένα πεδίο αλληλοεξόντωσης των επιχειρήσεων, όπου οι ισχυρότερες θα «βγάζουν απο τη μέση» τις ασθενέστερες.
Γιατί, πέρα από το κόστος και τις τιμές, υπάρχουν πολλά ακόμη κρίσιμα θέματα που έχουν σημαντική βαρύτητα για την κοινωνία. Όπως για παράδειγμα η απασχόληση, η επιθυμητή γεωγραφική διασπορά της οικονομικής δραστηριότητας, η δημιουργία εγχώριας προστιθέμενης αξίας, η συμβολή στη δημογραφική ισορροπία κλπ.
Όταν λοιπόν οι επιχειρήσεις που εξυπηρετούν τους πιο πάνω στόχους δεν διαθέτουν τις απαραίτητες δυνάμεις για να αντέξουν τον ανταγωνισμό, θα πρέπει να ενισχύονται για να επιβιώσουν, πολύ απλά γιατί τις χρειαζόμαστε.
Κλασικό παράδειγμα, οι μικρομεσαίες Ελληνικές επιχειρήσεις, που προσφέρουν το 84% των θέσεων εργασίας και παράγουν το 57% της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Δημιουργία ολιγοπωλίων
Υπάρχουν βέβαια προγράμματα που εξυπηρετούν αυτό το στόχο, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Παρ όλα αυτά, όσο περνά ο καιρός και η τεχνολογία εξελίσσεται με εκθετική ταχύτητα, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν «το πάνω χέρι».
Γιατί, διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη κεφαλαιακή βάση (ίδια κεφάλαια, τραπεζική χρηματοδότηση, άντληση κεφαλαίων απο το χρηματιστήριο) και γι αυτό μπορούν να επενδύσουν στη νέα τεχνολογία, απογειώνοντας την ανταγωνιστικότητα τους.
Μπορούν ακόμη να επεκταθούν σε νέα προϊόντα, να απορροφήσουν άλλες επιχειρήσεις, να ανοίξουν νέες αγορές, να εξοικονομήσουν πόρους λόγω οικονομιών κλίμακας κλπ.
Με τέτοιους αντιπάλους, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αφανίζονται σιγά-σιγά ή απορροφώνται από αυτούς, δίνοντας τους την ευκαιρία να επεκτείνονται διαρκώς.
Μέσα απο αυτή τη διαδικασία, η οικονομία μετασχηματίζεται σιγά-σιγά, με τις μεγάλες επιχειρήσεις να κυριαρχούν, δημιουργώντας ολιγοπώλια (και σε αρκετές περιπτώσεις καρτέλ) σε κάθε κλάδο.
Οδηγούμαστε δηλαδή σε μια αντιφατική κατάσταση, όπου ο ελεύθερος ανταγωνισμός περιορίζεται και μάλιστα σημαντικά, από τα επιχειρηματικά σχήματα που αυτός «γέννησε».
Σε προηγούμενο άρθρο μου (https://www.imerisia.gr/opinions/104534_asfalistra-trapezikes-promitheies-kai-sto-bathos-ta-oligopolia) είχα επισημάνει τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παρενέργειες της επικράτισης των ολιγοπωλίων.
Θα επαναλάβω εδώ ότι στις ολιγοπωλιακές αγορές, οι επιχειρήσεις καταλήγουν να λειτουργούν αναποτελεσματικά (γιατί ο ανταγωνισμός υπολειτουργεί), διογκώνοντας το κόστος παραγωγής και τις τιμές, συμπιέζοντας την αμοιβή της εργασίας και αυξάνοντας τα επιχειρηματικά κέρδη.
Λαϊκή δυσφορία και άνοδος των πολιτικών άκρων
Η διατήρηση της κατάστασης αυτής σε μακροπρόθεσμη βάση, οδηγεί ένα μέρος του πληθυσμού σε φτωχοποίηση, δημιουργώντας λαϊκή δυσφορία, που με τη σειρά της ευνοεί την άνοδο των λαϊκιστών και γενικότερα των κομμάτων που βρίσκονται στα όρια του δημοκρατικού τόξου και δημιουργεί κινδύνους για τη Δημοκρατία.
Παράλληλα, η ανάγκη επιβίωσης βάζει σε δεύτερη μοίρα την κοινωνική ηθική, την αλληλεγγύη, το δίκαιο κλπ.
Σήμερα βρισκόμαστε στο κλείσιμο του πιο πάνω κύκλου, που ξεκίνησε με την παγκοσμιοποίηση της «οικονομίας της ελεύθερης αγοράς» και ήδη έχει φτάσει στην επικράτιση των ολιγοπωλίων.
Γι αυτό βλέπουμε ανατροπές οι οποίες είναι φαινομενικά ανεξήγητες, όπως η ραγδαία άνοδος των πολιτικών άκρων στην Ευρώπη, όπου η ακροδεξιά είναι στην εξουσία σε Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Κροατία, Φινλανδία,Τσεχία και απλώνεται επικίνδυνα σε Γαλλία, Γερμανία (το AfD διπλασίασε τη δύναμη του στις πρόσφατες εκλογές), Ολλανδία, Ελβετία, Πολωνία, Ισπανία και Σουηδία.
Ας μην ξεχνάμε, ακόμη, τον Τραμπ που δίνει την εντύπωση ότι βλέπει τις χώρες (και κυρίως τις ΗΠΑ) ως επιχειρήσεις και τους ανθρώπους ως «αμελητέες ποσότητες» (βλ. π.χ. τις προτάσεις του για τη Γάζα).
Η ανάπτυξη αφορά όλο και πιο λίγους
Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο της αυτοακυρωμένης «ελεύθερης αγοράς», το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξάνεται με 3-4% ετησίως και έχει ήδη ξεπεράσει τα 100 τρις $, δίνοντας μια εικόνα διαρκούς ανάπτυξης.
Αναμφίβολα, η παγκόσμια οικονομία μεγενθύνεται και αναπτύσσεται. Όμως, με το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας να περιθωριοποιείται και εκατοντάδες εκατομμύρια συνανθρώπων μας να ζούν κάτω από το όριο της φτώχειας, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: «ποιον αφορά αυτή η ανάπτυξη»;
Η απάντηση είναι απλή: Αφορά όλο και πιο λίγους. Το γεγονός ότι 2.781 δισεκατομμυριούχοι έχουν πλούτο 14,2 τρις $ και οι ετήσιες αποδόσεις τους ξεπερνούν το εισόδημα 400-500 εκατομμυρίων ανθρώπων του «τρίτου κόσμου», τα λέει όλα.
Με τόν πλούτο που διαθέτουν, μπορούν εύκολα να εξαγοράσουν μέσα μαζικής ενημέρωσης, «κοινωνικές πλατφόρμες» κλπ, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη προς την επιθυμητή (για αυτούς) κατεύθυνση και πληγώνοντας ακόμη πιο πολύ τη δημοκρατία.
Ήδη ο Μασκ το έκανε με το Twitter, που το έθεσε στη διάθεση του Τραμπ. Συνεχίζει τώρα, κάνοντας «εξαγωγή» του υπερσυντηρητικού και αντιδημοκρατικού «μοντέλου Τραμπ», στην Ευρώπη, προπαγανδίζοντας υπερ των ακροδεξιών κομμάτων.
Σε ενα τέτοιο πλαίσιο, το έλλειμμα δημοκρατίας θα συνεχίσει να μεγαλώνει, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τα ανθρώπινα δικαιώματα και διαιωνίζοντας την ανισότητα και τη φτώχεια των πολλών.
Αλήθεια, πόσο επιθυμητή μπορεί να είναι μια τέτοια μορφή ανάπτυξης που επιτρέπει στους λίγους να αποκομίζουν τόσο πολλά και στους πολλούς τόσο λίγα;
Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής