Σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2024 επιταχύνθηκε σε 2,6% σε ετήσια βάση (+0,9% σε τριμηνιαία βάση). Ως αποτέλεσμα, ο ρυθμός ανάπτυξης για το σύνολο του 2024 έφθασε το 2,3%, υπεραποδίδοντας για έναν ακόμη χρόνο έναντι της Ευρωζώνης (0,9%).
Από την πλευρά της ζήτησης, το μεγαλύτερο τμήμα της ανάπτυξης προήλθε από την αύξηση των αποθεμάτων, που συνεισέφεραν 3,2 ποσοστιαίες μονάδες (επιταχύνθηκαν κατά 302,6%). Ενδεικτικά, αν τα αποθέματα είχαν μηδενική μεταβολή, η πραγματική μεταβολή του ΑΕΠ θα ήταν αρνητική. Παραμένει άγνωστο σε ποιο βαθμό αυτή η τεράστια αύξηση των αποθεμάτων αφορά πραγματικά αποθέματα, ημιτελή επενδυτικά αγαθά (που θα μεταγραφούν στις επενδύσεις σε κάποια αργότερη εκτίμηση του ΑΕΠ) ή απλώς την αδυναμία ταυτοποίησης μεταξύ των δύο στατιστικών προσεγγίσεων με τις οποίες εκτιμάται το ΑΕΠ (ως παραγωγή και ως ζήτηση). Σε κάθε περίπτωση, το μέγεθος της μεταβολής των αποθεμάτων σε διαδοχικά τρίμηνα είναι ασυνήθιστα μεγάλο σε ευρωπαϊκή σύγκριση.
Δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά ήταν αυτή της ιδιωτικής κατανάλωσης (αύξηση 2,1% ή 1,4 π.μ. συνεισφορά). Αντίθετα, οι επενδύσεις παγίων είχαν μία ήπια αύξηση κατά 4,5%, παρά την επιτάχυνση στο 9,4% στο τέταρτο τρίμηνο, επίδοση που υπολείπεται του στόχου του Προϋπολογισμού του 2025. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των επενδύσεων παγίων στο ΑΕΠ παρέμεινε περίπου στάσιμο (15,3% από 15,2% το 2023).
Ο εξωτερικός τομέας εν συνόλω είχε αρνητική συνεισφορά, καθόσον οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν με χαμηλότερο ρυθμό έναντι των εισαγωγών (1% έναντι 5,5% αντίστοιχα). Μάλιστα, και αυτή η αύξηση των εξαγωγών προήλθε αποκλειστικά από τις υπηρεσίες, καθόσον οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 1,7%. Οι εισαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται ταχύτερα από το ΑΕΠ.
Σε όρους παραγωγής, οι συγκεντρωτικοί κλάδοι της βιομηχανίας (ενέργεια + μεταποίηση) και του εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης, καταλυμάτων και εστίασης είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στην αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2024, ακολουθούμενοι από άλλους κλάδους υπηρεσιών και από τον κλάδο των κατασκευών. Οι μόνοι συγκεντρωτικοί κλάδοι στους οποίους καταγράφηκε μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2024 ήταν αυτοί της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας και της δημόσιας διοίκησης και άμυνας, υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, εκπαίδευσης, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αποπληθωριστής του ΑΕΠ εκτιμάται στο 3,15% περίπου. Οι μισθοί κατέγραψαν μία πραγματική αύξηση κατά 4,1% (7,4% σε ονομαστικούς όρους), ενώ το λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων μειώθηκε οριακά κατά 0,15% σε πραγματικούς όρους. Το ποσοστό ανεργίας το 2024 μειώθηκε στο 10,1% του εργατικού δυναμικού, από 11,1% το 2023 και 12,4% το 2022, προσεγγίζοντας σχεδόν τα επίπεδα του 2009. Οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 42.000, ενώ οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 82.000, άρα αυξήθηκε το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό (το οποίο όμως βαίνει φθίνον). Σε κλαδικό επίπεδο, η αύξηση της απασχόλησης συμβαδίζει με την αύξηση της προστιθέμενης αξίας κάθε κλάδου.
Συνολικά, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2024 ήταν αρκετά ικανοποιητικός εφόσον συγκριθεί με την πολύ χαμηλή ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την ισχυρή αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η οποία αντανακλά, μεταξύ άλλων, τις επιδράσεις των πόρων του ΤΑΑ, της πιστωτικής επέκτασης και της αύξησης της απασχόλησης και των μισθών.
Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω προσπάθεια ώστε η ανάπτυξη να αποκτήσει χαρακτηριστικά διατηρησιμότητας, ήτοι να προέρχεται περισσότερο από αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με την κατανάλωση και να συνοδεύεται από εξάλειψη της εξωτερικής ανισορροπίας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό, δεδομένου ότι τόσο η κατανάλωση, όσο και τα επενδυτικά προγράμματα έχουν μεγάλο ποσοστό εισαγόμενων εισροών, θα απαιτήσει ταχύτερη αύξηση στις εξαγωγές και υποκατάσταση εισαγωγών, το οποίο με τη σειρά του απαιτεί εκτεταμένες επενδύσεις, με έμφαση στη μεταποίηση και τις τεχνολογικά προηγμένες δραστηριότητες, που εξακολουθούν να αφορούν ένα συγκριτικά μικρότερο κομμάτι του ελληνικού ΑΕΠ.