Να λοιπόν που το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα μας απασχολεί και πάλι, στέλνοντας πολύ ανησυχητικά μηνύματα.
Τα πρώτα σήματα μαύρου καπνού ήλθαν από τη μικρομεσαία Silicon Valley Bank, που απέτυχε να διαχειρισθεί σωστά τη ρευστότητα της και γι αυτό αναγκάσθηκε να πουλήσει ομολογίες από το χαρτοφυλάκιο της (21 δις $), με τιμές κάτω του κόστους. Η ζημία δεν ήταν μεγάλη για τα δεδομένα της τράπεζας (περίπου 2 δις $), αλλά «κούμπωσε» με κάποιες συγκυρίες και δημιούργησε κλίμα πανικού στους καταθέτες, που έσπευσαν κατά κύματα να «σηκώσουν» τα λεφτά τους.
Αυτή η μαζική ανάληψη καταθέσεων (bank run) δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί από καμία τράπεζα, όσο υγιής και να είναι. Γιατί, οι καταθέσεις δεν μένουν στο ταμείο της τράπεζας. Χορηγούνται με μορφή δανείων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, για να φέρουν έσοδα. Όταν λοιπόν καλείται η τράπεζα να τις επιστρέψει «σε χρόνο μηδέν», απλά δεν μπορεί να το κάνει. Σε φυσιολογικές συνθήκες, τα συγκυριακά ελλείμματα ρευστότητας καλύπτονται με διατραπεζικό δανεισμό. Όμως, σε συνθήκες bank run, τα χρηματικά διαθέσιμα είναι πολύτιμα και δύσκολα τα δανείζει όποιος τα έχει.
Στην κατάρρευση της Silicon Valley Bank, οι μαζικές αναλήψεις ήταν απλώς η «τελευταία πράξη του δράματος». Δεν θα φτάναμε ως εκεί αν δεν είχε προηγηθεί η υποτίμηση των ομολόγων, που προέκυψε από τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων. Ας το κρατήσουμε αυτό και να πάμε τώρα στην Credit Suisse.
H περίπτωση της Credit Suisse
Αυτή η ιστορική τράπεζα είχε σημαντικά προβλήματα τα τελευταία 10 χρόνια, αλλά εξακολουθεί να έχει την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια, να παραμένει υγιής και μάλιστα να βρίσκεται σε μια φάση αναδιοργάνωσης, που θα της επιτρέψει να γίνει ισχυρότερη. Γιατί, λοιπόν, έφτασε στο χείλος του γκρεμού; Η απάντηση είναι και εδώ απλή: Δεν διέθετε την απαιτούμενη ρευστότητα για να αναπληρώσει τη διαρκή μείωση των καταθέσεων της, που κορυφώθηκε το 2022 (μείωση κατά 120 δις ευρώ).
Σε φυσιολογικές συνθήκες, η Credit Suisse θα μπορούσε να αποκτήσει τα διαθέσιμα που χρειαζόταν πουλώντας ομόλογα. Τώρα, όμως, τα ομόλογα της είναι υποτιμημένα λόγω της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων και οι ζημίες που θα έγραφε θα ήταν τεράστιες και θα προκαλούσαν πανικό, κάνοντας το πρόβλημα ακόμη μεγαλύτερο.
Είναι λοιπόν και σε αυτή την περίπτωση η υποτίμηση των ομολόγων που προκάλεσε το πρόβλημα και δημιούργησε τριγμούς στο χρηματοοικονομικό σύστημα της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Αν σκεφτούμε ότι στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των συνταξιοδοτικών ταμείων, των αμοιβαίων κεφαλαίων κλπ βρίσκονται σήμερα ομόλογα δεκάδων τρισεκατομμυρίων δολαρίων, καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ήδη θεατές στην ανάδυση ενός συστημικού κινδύνου μεγάλης ισχύος.
Η επόμενη ημέρα
Τι να περιμένουμε άραγε στη συνέχεια; Η απάντηση είναι σχεδόν αυτονόητη: Όλα εξαρτώνται από την πορεία του πληθωρισμού. Αυτός αποτελεί την αφετηρία των μεγάλων προβλημάτων. Για την καταπολέμησή του αυξάνονται τα επιτόκια και υποτιμώνται τα ομόλογα.
Αν λοιπόν ο πληθωρισμός αρχίσει να υποχωρεί σταθερά μέσα στο 2023, θα επιτρέψει να ανακοπεί η ανοδική πορεία των επιτοκίων και να αρχίσει σιγά-σιγά η αντιστροφή της, οδηγώντας τα χαρτοφυλάκια ομολόγων σε σταδιακή ανάκτηση των απωλειών τους.
Αντίθετα, αν διατηρηθεί ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα δοκιμάσει τις αντοχές του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος, σπάζοντας τους αδύναμους κρίκους του.
Επομένως, οι κρίσιμες παράμετροι για την παγκόσμια οικονομία είναι σήμερα αυτές που διαμορφώνουν τον πληθωρισμό και οι οποίες πλέον περιλαμβάνουν (πέρα από τις οικονομικές μεταβλητές) την ευρισκόμενη σε εξέλιξη αναδιάταξη της αγοράς ενέργειας, τη διαφοροποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας (που έχει ήδη ξεκινήσει) και την αναδιάρθρωση των γεωπολιτικών ισορροπιών (με σημείο αναφοράς τον πόλεμο στην Ουκρανία).
Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!