Οι Ελληνικές τράπεζες στέκονται πλέον στα πόδια τους μετά από πολύ καιρό. Η κερδοφορία τους αναμένεται να φτάσει τα 3,5 δις ευρώ το 2022 και να παραμείνει ψηλά κατά τα επόμενα χρόνια. Η προοπτική αυτή εξυπηρετεί το δικό τους συμφέρον, αλλά και το συμφέρον της οικονομίας μας. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το τραπεζικό σύστημα αποτελεί έναν εξαιρετικά αναγκαίο και κρίσιμο μηχανισμό για την αποτελεσματική λειτουργία οποιαδήποτε οικονομίας.
Για να καταλάβουμε τη σημασία του, ας κάνουμε την υπόθεση ότι βρισκόμαστε σε μια οικονομία χωρίς τράπεζες. Στην περίπτωση αυτή, επιχειρηματίες μπορούν να γίνουν μόνο όσοι διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια, δηλαδή ένας μικρός αριθμός ιδιωτών. Ακόμη χειρότερα, μια επιχείρηση που θα δημιουργηθεί με αυτό τον τρόπο, θα μπορεί να αναπτυχθεί μέχρι το μέγεθος εκείνο που επιτρέπουν τα οικονομικά του επιχειρηματία και μετά θα περιέλθει αναγκαστικά σε φάση στασιμότητας.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι (κατά μέσο όρο) μόλις το 40% των συνολικών κεφαλαίων που χρησιμοποιούν οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν καταβληθεί από τους ιδιοκτήτες τους. Τα υπόλοιπα είναι τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις, που και αυτές εξυπηρετούνται σε μεγάλο βαθμό από τις τράπεζες (επιταγές, γραμμάτια, μεταφορές κεφαλαίων κλπ). Επομένως, αν έλειπαν οι τράπεζες, η οικονομική δραστηριότητα θα περιοριζόταν δραματικά, συρικνώνοντας αντίστοιχα την απασχόληση, τα εισοδήματα, την κατανάλωση και τελικά η ευημερία της κοινωνίας.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι θα πρέπει να δίνουμε στις τράπεζες «γην και ύδωρ». Η κρισιμότητα του ρόλου τους δεν πρέπει να εξαργυρώνεται με αχρείαστες επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, βέβαια, όταν λειτουργεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός.
Όμως, το πράγμα αλλάζει σε καθεστώς τραπεζικού ολιγοπωλίου. Εκεί είναι που χρειάζεται η παρέμβαση των εποπτικών αρχών για να επανέλθει η κατάσταση σε ισορροπία. Κάτι τέτοιο φαίνεται να επιχειρείται σήμερα, που η Κυβέρνηση ζητά να μειωθούν οι τραπεζικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στις συναλλαγές, για να πάρουν μια ανάσα νοικοκυριά και επιχειρήσεις που δοκιμάζονται από το 2009 μέχρι σήμερα από αλλεπάλληλες κρίσεις.
Αυτό που ζητά η Κυβέρνηση, έχει οικονομική και ηθική βάση.
Πρώτον, γιατί η τραπεζική αγορά στην Ελλάδα είναι ολιγοπωλιακή (4 συστημικές τράπεζες).
Δεύτερον, γιατί οι Έλληνες φορολογούμενοι, που καλούνται να σηκώσουν τα βάρη των τραπεζικών επιβαρύνσεων, έχουν ήδη επιβαρυνθεί με πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να κρατήσουν ζωντανές τις τράπεζες.
Υπάρχει βέβαια και ένα κρίσιμο ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί: «Μήπως η επιβάρυνση της Ελληνικής κοινωνίας με τραπεζικούς τόκους και προμήθειες «κινείται» ήδη σε λογικά επίπεδα; Μήπως είναι υπερβολική η απαίτηση της Κυβέρνησης για μικρότερες επιβαρύνσεις;».
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας δούμε τα σχετικά μεγέθη:
Την τελευταία τριετία (2019-2021), τα ετήσια έσοδα των Ελληνικών τραπεζών από τόκους και προμήθειες ήταν περίπου 7 δις ευρώ, δηλαδή 4% του ΑΕΠ. Ας σκεφτούμε ότι οι 34 αλυσίδες supermarkets που λειτουργούν στην Ελλάδα και αναμφίβολα προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, είχαν το 2021 μικτά κέρδη 540 εκ ευρώ (μόλις το 0,3% του ΑΕΠ) και καθαρά κέρδη 200 εκ ευρώ το 2021 (με τζίρο 10 δις).
Τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα, αλλα σίγουρα δείχνουν οτι οι τραπεζικές υπηρεσίες είναι «καλοπληρωμένες». Να προσθέσουμε ακόμη, ότι τα supermarkets βάζουν πλάτη στη σημερινή δύσκολη συγκυρία, προσφέροντας τα γνωστά «καλάθια» σε μειωμένες τιμές.
Μέχρι τώρα, βέβαια, οι τράπεζες είχαν μεγάλες ζημίες, που οφείλονταν σχεδόν αποκλειστικά στα κόκκινα δάνεια που «γέννησε» η οικονομική κρίση. Γι αυτό, κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι αναγκαίο να βγούν στην κερδοφορία τα επόμενα χρόνια. Δεν ξεχνάμε άλλωστε ότι ο αναβαλλόμενος φόρος (πάνω από 15 δις ευρώ) που υπολογίζεται στα εποπτικά τους κεφάλαια, θα αποκτήσει υπόσταση μόνο μέσα από μια πολυετή κερδοφορία.
«Με το μαλακό» όμως. Γιατί, τα Ελληνικά νοικοκυριά και οι Ελληνικές επιχειρήσεις δοκιμάζονται από την ενεργειακή κρίση και έχουν μπροστά τους την επερχόμενη επιβράδυνση της οικονομίας μας. Από αυτούς προέρχονται τα κέρδη των 3,5 δις ευρώ περίπου που θα έχουν οι τράπεζες το 2022, από αυτούς θα έλθουν και τα εκτιμώμενα μεγάλα κέρδη του 2023.
Οι αντοχές τους όμως εξαντλούνται. Χρειάζονται και αυτοί «ένα χέρι βοήθειας» τώρα. Ιδιαίτερα οι ευάλωτοι, που επιβαρύνονται με «αφύσικα» επιτόκια (πάνω από15% ), όταν «δεν βγαίνει ο μήνας» και αναγκάζονται να χρησιμοποιούν την πιστωτική κάρτα τους. Το οφείλουν οι τράπεζες στην Ελληνική κοινωνία, η οποία φορτώθηκε τα περίπου 60 δις ευρώ που στοίχησε η διάσωση τους.
Είναι η ώρα να βοηθήσουν κι αυτές. Τώρα που μπορούν και στο μέτρο που μπορούν...
Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής Πανεπιστημίου Πειραιώς
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!