Την περασμένη Τετάρτη, 20 Ιανουαρίου έλαβε χώρα η ορκωμοσία του 46ου Προέδρου των ΗΠΑ, Joe Biden ύστερα από μία πολύ ιδιαίτερη εκλογική αναμέτρηση, εκείνη της 6ης Νοεμβρίου. Μια μάχη για το Λευκό Οίκο, πολύ διαφορετική από όλες τις προηγούμενες, για τους εξής λόγους: η ύπαρξη της πανδημίας του κορονοϊού, οι φυλετικές διαμάχες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Κίνημα ‘’οι ζωές των μαύρων έχουν αξία’’ - black lives matter) και το κυριότερο, η διαρκής και έντονη αμφισβήτηση του αποτελέσματός της από τον απερχόμενο πρόεδρο που οδήγησε εν πολλοίς στα δυσάρεστα για όλο τον πολιτισμένο κόσμο γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου και την εισβολή στο Καπιτώλιο.
Παρά ταύτα, η δημοκρατία άντεξε και η λογική επέστρεψε σε ότι αφορά την άσκηση πολιτικής, ύστερα από μια τετραετία πλούσια σε ανατροπές, εξελίξεις και παρασκήνιο. Με τη νέα διοίκηση, οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να κάνουν την επιστροφή τους στα διεθνή δρώμενα, προκειμένου να προασπίσουν αρχικά τα συμφέροντά τους και στη συνέχεια, να οδηγήσουν τον πλανήτη στη μέγιστη δυνατή ομαλότητα, σε όλα τα επίπεδα.
Ξεκινώντας με τον στενότερο εταίρο τους για 70 περίπου χρόνια, την Ευρώπη, η νέα διοίκηση θα επιδιώξει να αναπτύξει ξανά τη συνεργασία στον τομέα της οικονομίας και του εμπορίου, μετά το πλήγμα που επέφεραν οι πολλάκις επιβληθέντες δασμοί από την κυβέρνηση Trump στην οικονομία της ΕΕ.
Θα καταβληθούν προσπάθειες για την επίτευξη μιας συναφούς εμπορικής συμφωνίας, προκειμένου να επωφεληθούν από το θετικό αντίκτυπο που παραδοσιακά έχει το διεθνές εμπόριο, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τόσο μεγάλης κλίμακας συναλλαγές. Στον άκρως σημαντικό τομέα της ασφάλειας, δεν αναμένεται να δούμε θεαματικές αλλαγές προς το καλύτερο, δίχως αυτό να σημάνει και παντελή απουσία από την ήπειρο (λ.χ. πιθανή αποχώρηση Αμερικανών στρατιωτών από τη Γερμανία).
Ως προς το κομμάτι αυτό, υπάρχουν γαλλικοί φόβοι πως η ΕΕ θα μπορούσε να παρεκκλίνει από την προσπάθεια για την αναζήτηση αυτονομίας στον αμυντικό τομέα, παραμένοντας στη σκιά των ΗΠΑ, με ότι αυτό σημαίνει για το όραμα του Προέδρου Macron. Η Γερμανία από την άλλη, προσβλέπει στην ενίσχυση των ευρωατλαντικών δεσμών τόσο στην άμυνα, όσο και στη χαμηλή πολιτική, εν αναμονή και των εκλογών τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Σε ό,τι αφορά την Κίνα, ίσως το μεγαλύτερο ανταγωνιστή της Αμερικής, υπάρχουν ελπίδες πως οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων θα βαδίσουν σε πιο στέρεες βάσεις και θα αποκτήσουν μεγαλύτερη προβλεψιμότητα. Ήδη το ΥΠΕΞ της Κίνας καλωσόρισε την εκλογή του νέου προέδρου, κάνοντας λόγο για μια νέα αρχή αναφορικά με τη μεταξύ τους προσέγγιση.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε πως η εμπορική διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα με αφετηρία της το 2018 άφησε το αποτύπωμά της στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, ενώ δε θα πρέπει να λησμονήσουμε και τις βολές που δέχθηκε η κινεζική εταιρία κινητής τηλεφωνίας Huawei, σχετικά με το δίκτυο 5G και τη σχέση της με την κυβέρνηση του Πεκίνου. Παράλληλα, η σφοδρότατη κριτική για τη διαχείριση της πανδημίας και τις απαρχές της δε θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη, με τον Donald Trump να χαρακτηρίζει τον κορoνοϊό ως «ιό της Κίνας» (Chinavirus).
Η διοίκηση Biden επιδεικνύει μεγάλο ενδιαφέρον για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε παγκόσμια κλίμακα, κάτι που δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την Κίνα, καθώς επικρίνεται για την στάση της έναντι της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει στο τραπέζι το ζήτημα της Ταιβάν και οι κυρώσεις προς 28 φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου και του πρώην ΥΠΕΞ Mike Pompeo. Παρά τις εντάσεις σε διμερές επίπεδο, οι 2 πλευρές θα έρθουν πιο κοντά σε ότι αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, μετά και την επιστροφή των Αμερικανών στη συμφωνία του Παρισιού του 2015 και της υγειονομικής, με έμφαση στην ανάσχεση των αρνητικών της συνεπειών (μία από τις προτεραιότητες και στο εσωτερικό).
Όσον αφορά την προσέγγιση με τη Ρωσία, τα πράγματα δεν είναι και ιδιαίτερα ευχάριστα για τον Vladimir Putin, που χάνει έναν σημαντικό διάυλο ευκολότερης επικοινωνίας μετά την αποχώρηση του Trump από το Λευκό Οικό και καλείται να αντιμετωπίσει μια διαφορετική κατάσταση συγκριτικά με την αντίστοιχη της παρελθούσης τετραετίας.
Στα σημεία τριβής των 2 πλευρών συγκαταλέγονται οι κυβερνοεπιθέσεις που εξαπολύθηκαν από τη Ρωσία, η σύλληψη του ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι μετά την επιστροφή του στη χώρα, σε συνδυασμό με την απόπειρα δηλητηρίασης που προηγήθηκε και οι κυρώσεις για την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, καθώς και η ανάμειξη της Μόσχας στις εκλογές του 2016.
Παρά ταύτα, υφίστανται και θεματικά πεδία σύγκλισης, όπως η πλήρης επαναφορά και τήρηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ίραν του 2015, ο περιορισμός των στρατηγικών όπλων (μέσω της επέκτασης της συναφούς συνθήκης - ‘’START’’) ή ακόμα και η κλιματική κρίση. Εν ολίγοις, ο διμερής ανταγωνισμός δε θα εκλείψει εύκολα, από την στιγμή που υπάρχουν πολλά ανοιχτά θέματα, ωστόσο και εδώ οι ΗΠΑ με τη Ρωσία μπορούν και πρέπει να αναζητήσουν μια φόρμουλα συνεννόησης.
Στη Μέση Ανατολή, το γεγονός που αναμφίβολα κλέβει την παράσταση τη χρονιά που πέρασε ήταν οι συμφωνίες ομαλοποίησης των σχέσεων του Ισραήλ με 5 διαφορετικές χώρες, που συνιστούν μια πολύ σημαντική επιτυχία της απελθούσης κυβέρνησης. Τα μετριοπαθή αραβικά βασίλεια του Κόλπου και το Ισραήλ εξέφρασαν την πλήρη ικανοποίησή τους για τη διαρκή αμερικανική πίεση προς το Ιράν, άμεσο κίνδυνο για τα εθνικά τους συμφέροντα, αναμένοντας ανάλογη στάση και από το νέο πρόεδρο. Για τον Biden, βασικές προτεραιότητες συνιστούν η συμφωνία του 2015 με το Ιράν και μια αναζωογόνηση του διαλόγου μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, στη βάση της λύσης των 2 κρατών.
Στο ίδιο μήκος κύματος εντάσσεται και μία πιθανή αύξηση στο μέλλον των κονδυλίων που προορίζονται για τους πρόσφυγες της Παλαιστίνης μέσα από την αρμόδια υπηρεσία του ΟΗΕ, η επαναλειτουργία της αντιπροσωπείας της ΟΑΠ στην Ουάσινγκτον και η παροχή στήριξης προς την πλευρά των Παλαιστινίων. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του νέου Υπουργού Εξωτερικών Anthony Blinken, σύμφωνα με τις οποίες θα καταβληθεί προσπάθεια για τη δημιουργία κράτους εντός των νόμιμων ορίων, με σεβασμό και στην εδαφική ακεραιότητα του Ισραήλ.
Συμπερασματικά, αναφέρθηκαν ανωτέρω ορισμένα από τα κυριότερα σημεία που θα απασχολήσουν τις ΗΠΑ για τα επόμενα (και όχι μόνο) 4 χρόνια, υπό το δίδυμο Biden – Harris. Η Ελλάδα από την πλευρά της, οφείλει μέσα από τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης να αναδιατάξει την οικονομία της, να συνεχίσει την ανάπτυξη ισχυρού δικτύου συμμαχιών στην εξωτερική της πολιτική και να ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα, ώστε να επωφεληθεί το δυνατόν περισσότερο από πρόσωπα σε εξέχουσες θέσεις, όπως ο Bob Menendez που θα προεδρεύσει της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, αλλά και από το άριστο επίπεδο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Ενα όμως είναι το κυριότερο: η αξίωση και η λήψη εμπράκτων ανταλλαγμάτων από την υπερδύναμη, ώστε να μην αποτελεί ετεροβαρής η προσέγγιση και να αποκτήσουμε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ από δω και στο εξής. Καιρός γαρ εγγύς.