Η Ρωσία, μετά από τρεις δεκαετίες επούλωσης των πληγών της από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και απόλυτης κυριαρχίας της Δύσης, είναι πλέον αποφασισμένη να διεκδικήσει την αναβάθμιση της δικής της γεωπολιτικής επιρροής τόσο σε μέρος της Ευρώπης, όσο και στην Κεντρική Ασία. Από το 1997, 14 χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ και η Ρωσία επιθυμεί να αντιστρέψει πλέον την ιστορική εξέλιξη και να γυρίσει σταδιακά στο πρότερο καθεστώς. Για την ώρα η ρωσική αυτή φιλοδοξία δείχνει ανέφικτη, παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι αδύναμη να υιοθετήσει μία κοινή πολιτική αναχαίτισης των επιδιώξεων της Μόσχας. Οι Αμερικανοί είναι απογοητευμένοι από τη στάση πολλών ευρωπαϊκών χωρών και δεν είναι τυχαίο ότι για την αντιμετώπιση της κινεζικής γιγαντωσης, οι ΗΠΑ κινητοποίησαν τους Βρετανούς και τους Αυστραλούς, παρακάμπτοντας τους αργοκίνητους και διαιρεμένους ευρωπαίους, δημιουργώντας την AUKUS.
Αναμένοντας τους βαρβάρους, αυτήν την Τετάρτη ή κάποια άλλη Τετάρτη, η τρέχουσα κατάσταση θυμίζει έντονα την κρίση των πυραύλων το 1962, στην Κούβα. Οι ΗΠΑ και η τότε Σοβιετική Ένωση έφτασαν στο χείλος της πυρηνικής σύγκρουσης, για να επικρατήσει στο τέλος η ειρηνική διευθέτηση της κρίσης. Σε αντίθεση με τότε, πολλά μέλη του ΝΑΤΟ, ειδικά προερχόμενα από την κεντρική ευρώπη, δεν επιδεικνύουν την ίδια διάθεση περιορισμού του ρωσικού γεωπολιτικού αποτυπώματος, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα ήθελε η Ουάσινγκτον. Η Γερμανία, για παράδειγμα, οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, είναι εγκλωβισμένη στην εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και αδύναμη να αντιδράσει έναντι της ρωσικής προσπάθειας γεωπολιτικής επέκτασης στην Ανατολική Ευρώπη. Η Μόσχα αντιλαμβάνεται την κατάσταση και την αξιοποιεί προκειμένου να επιβάλλει τις επιλογές της στην γερμανική εξωτερική πολιτική. Και φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό τα καταφέρνει…
Παρά την ισχυρή ηχώ από τα τύμπανα πολέμου, όμως, μία εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν θα πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτη. Η ενεργειακή και οικονομική αλληλεξάρτηση Ρωσίας και Ευρώπης δύναται τελικά να επιδράσει καταλυτικά για την αποφυγή της καθολικής σύγκρουσης των δύο μερών.
Αν όμως τελικά επικρατήσει ο παραλογισμός του πολέμου, η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλες ενεργειακές και οικονομικές προκλήσεις, αφού οικονομικά ανεκτή ενεργειακή εναλλακτική του ρωσικού φυσικού αερίου για την ώρα δεν υπάρχει. Οι διάφορες προτάσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής των ΗΠΑ για μεταφορά υγροποιημένου αερίου είναι επισφαλείς. Μία ολική σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας, που θα διακόψει την ενεργειακή ροή από τη Μόσχα, θα παγώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, θα έχει σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στη Ρωσική οικονομία και θα καταστήσει τη Ρωσία αφερέγγυο προμηθευτή ενέργειας. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ουκρανία αποτελεί τον τέταρτο μεγαλύτερο προμηθευτή τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής πολύ πιθανά θα εκτιναχθεί στα ύψη. Όσο για τον Nordstream 2, πιθανόν να μην γεμίσει με ρωσικό φυσικό αέριο στο ορατό μέλλον.
Πέρα από τις παραπάνω δυσκολίες, στην Ελλάδα θα αντιμετωπίσουμε και δυνητικούς κινδύνους και στην τουριστική αγορά, από πιθανές ευρωπαϊκές κυρώσεις. Το τελευταίο που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι η ανάσχεση της ανάπτυξης, από το ντόμινο ενός ευρωπαϊκού πολέμου. Ας ελπίσουμε όμως ότι όλα αυτά θα παραμείνουν υποθέσεις και στο τέλος θα αναφωνήσουμε τελικά «και τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους…»
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!