Η διεθνής, αλλά και η ελληνική εμπειρία, επιβεβαιώνουν με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η πολιτική ηγεσία κάθε χώρας καθρεφτίζει την κοινωνική της πραγματικότητα. Η ανάδειξη ολοένα και περισσότερων λαϊκιστών ηγετών στον πλανήτη, αποδεικνύει ότι οι πολίτες, απογοητευμένοι από μεγαλεπίβολα οράματα που διαψεύστηκαν, έλκονται περισσότερο από εύκολες και βολικές λύσεις που ακούγονται ευχάριστα, έστω κι αν είναι ανέφικτες. Ο πήχης των προσδοκιών πέφτει και κριτήριο της επιλογής είναι κυρίως το «εναντίον». Το μικρότερο κακό θριαμβεύει στην κάλπη.
Ωστόσο, η φράση «οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν» αποδίδει τη μισή μόνο αλήθεια και σε καμιά περίπτωση δεν προσφέρει άλλοθι ούτε και απαλλάσσει τις πολιτικές ηγεσίες από τις ευθύνες τους. Αντίθετα, ο καθορισμός των στόχων και η χάραξη της πολιτικής κατεύθυνσης έχουν καθοριστική επίδραση στην πορεία μιας χώρας, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους. Αρκεί να σκεφτούμε την διακυβέρνηση του Κάμερον, στη Μ. Βρετανία, που έστρωσε το δρόμο στον λαϊκισμό και το Brexit ή, στα δικά μας, την καταστροφική πενταετία του Κώστα Καραμανλή που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στα μνημόνια και τις οδυνηρές για τη χώρα πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αυταπάτες που ακολούθησαν.
Το πολιτικό σύστημα αποτέλεσε την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής μεταπολιτευτικής διαδρομής. Η σταθεροποίηση της Δημοκρατίας και η αναγκαία επούλωση των εμφυλιοπολεμικών πληγών που ξανάνοιξε η χούντα συνοδεύτηκαν από την εδραίωση ενός διπλού πελατειακού κράτους, περιβεβλημένου συχνά και με «ιδεολογικό» μανδύα. Άμεση συνέπεια ήταν η οικοδόμηση ενός δυσκίνητου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα που οδήγησε στη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και την εξαφάνιση κάθε έννοιας αξιολόγησης και αξιοκρατίας. Οι πολιτικές ηγεσίες, πλην φωτεινών εξαιρέσεων, αρνήθηκαν να αναλάβουν το πολιτικό κόστος του εκσυγχρονισμού της χώρας, προτιμώντας να χαϊδεύουν αυτιά. Πεδίο δόξης λαμπρό για τον διακομματικό λαϊκισμό που δεν άφησε την ευκαιρία αναξιοποίητη.
Η υγειονομική κρίση του ‘20 ανέδειξε όλες σχεδόν τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Μετά από την πρώτη περίοδο αιφνιδιασμού και αναγκαστικής συναίνεσης μπροστά στον φόβο για τον άγνωστο εχθρό, τα αντανακλαστικά των πολιτικών δυνάμεων λειτούργησαν παραδοσιακά. Η προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία εξελίχτηκε σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, ακόμα και σε καθαρά επιστημονικά θέματα. Η ανεύθυνη συζήτηση που ξεκίνησε με αφορμή το εμβόλιο είναι ενδεικτική των κινδύνων που απειλούν να απαξιώσουν το πρωτοφανές αυτό σωτήριο επίτευγμα της επιστήμης.
Η μάχη κατά της πανδημίας θα κερδηθεί, αργά ή γρήγορα, αφήνοντας πίσω της βαρύ το τίμημα της νίκης. Ωστόσο, η μάχη κατά του επικίνδυνου και ακραίου λαϊκισμού θα συνεχιστεί αμείωτη, σε όλα τα επίπεδα. Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της κοινής λογικής. Το διακύβευμα της σύγκρουσης με τους λαϊκιστές αφορά την υπεράσπιση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η μετά-κορονοϊού εποχή δεν μπορεί να σημάνει την επιστροφή στην κανονικότητα του παρελθόντος αλλά τη μετάβαση στη νέα κανονικότητα μιας σύγχρονης χώρας στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!