Διαβάζοντας μια έκθεση για την Ιταλική Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών διαπίστωσα ότι αυτή στηρίζεται, όπως οι ίδιοι οι Ιταλοί τονίζουν στην αριστεία των ιταλικών προϊόντων και στην ανώτερη ποιότητα της προσφοράς της. Εκείνης που αναγνωρίζεται από την «προθυμία του καταναλωτή σε όλο τον κόσμο να πληρώνει μια πολύ υψηλότερη τιμή για τα ιταλικά προϊόντα σε σχέση με τους ανταγωνιστές».
Για τη διατήρηση της θέσης της χώρας τους στο παγκόσμιο στερέωμα των τροφίμων και για να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις και σε ανταγωνιστικές πιέσεις που δέχονται από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, οι Ιταλοί θέτουν ως στόχο την διατήρηση με κάθε τρόπο αυτής της αριστείας και την επένδυση σε μια συνεχή βελτίωση της προσφοράς τους. Σκοπεύουν επίσης να επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην εξέλιξη των νέων αναγκών των καταναλωτών.
Μήπως όλα αυτά μας δείχνουν το δρόμο;
Η Ιταλία είναι στον τομέα των τροφίμων μια χώρα ανταγωνίστρια, πελάτης, αλλά και πρότυπο για την Ελλάδα, καθώς είναι γειτονική, έχει παρόμοια εδαφολογικά χαρακτηριστικά, παρόμοια μικροκλίματα και παρόμοιες καλλιέργειες, παρόμοια διατροφή (μεσογειακή-παραδοσιακή) και ανήκει στην ΕΕ, άρα υπακούμε σε κοινές αγροτικές πολιτικές και συμμετέχουμε σε κοινές δράσεις.
Διαφορές με την Ιταλία
Η Ιταλία αναμφίβολα είναι πιο μπροστά από εμάς στην παραγωγή και στις εξαγωγές τροφίμων. Ωστόσο, η διαφορά μας δεν είναι τόσο μεγάλη όση νομίζουμε. Το 2020 η Ιταλία εξήγαγε 43 δισ. ευρώ τροφίμων και ποτών και η Ελλάδα 6 δισ. ευρώ. Αν, όμως, τα πολλαπλασιάσουμε επί έξι, καθώς η Ιταλία έχει εξαπλάσιο πληθυσμό από εμάς, φθάνουμε σε μια αναλογία 36 δισ. ευρώ. Αρκετή διαφορά, άλλα όχι και να μας πιάνει δέος. Αυτή τη στιγμή, όμως, η Ελλάδα είναι σε μια φάση ανάπτυξης των εξαγωγών της και ενδεχομένως να πλησιάσουμε κι άλλο τη γειτονική μας χώρα.
Η Ιταλική βιομηχανία πέρα από την αριστεία βασίζει το success story της στο μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνει ο Ιταλός καταναλωτής για τα ποιοτικά τρόφιμα και στη διάθεσή του να πληρώσει γι’ αυτά (δεν ψάχνει, δηλαδή, για το πιο φτηνό), η οποία δίνει τη δυνατότητα στις εταιρίες να επενδύσουν για την ποιότητα. Η οποία στη συνέχεια αναγνωρίζεται και στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα ωριμάζει ενώ μια ευκαιρία ανοίγεται
Στη χώρα μας τώρα ωριμάζει μια τέτοια νοοτροπία ποιότητας, παρά την οικονομική κρίση και την αντίστοιχη του Covid-19. Επίσης, τον τελευταίο καιρό βλέπουμε μια προσφορά εξαιρετικών προϊόντων, τόσο από την ελληνική βιομηχανία τροφίμων, όσο και από τους μικρούς παραγωγούς. Επιπλέον, μια ευκαιρία ανοίγεται από την παγκόσμια στροφή προς υγιεινά τρόφιμα και προς εξειδικευμένη διατροφή, πεδίο στο οποίο η Ελλάδα μπορεί να ανταγωνιστεί ισάξια την Ιταλία, ανεξάρτητα από τη μέχρι τώρα υστέρησή της. Είναι ένα παιχνίδι που θα αρχίσει από το μηδέν.
Μακριά από χαμηλή ποιότητα για χαμηλή τιμή
Για να μπορέσουμε να ανακάμψουμε, όμως, και να φτάσουμε σε υψηλότερα επίπεδα εξαγωγών τροφίμων που θέλουμε και μπορούμε, πρέπει, από εδώ και στο εξής, να προσηλωθούμε κι εμείς απόλυτα στην αριστεία και στην βελτίωση της προσφοράς μας σε τρόφιμα, στις αγορές του κόσμου. Αν οι Ιταλοί, όπως διαβάζουμε στη μελέτη λένε: «να εγκαταλείψουμε χαμηλή τιμή για προϊόντα που κατασκευάζονται με χαμηλό κόστος, και να επικεντρωθούμε σε ένα μοντέλο που στοχεύει στην αύξηση όχι μόνο των όγκων παραγωγής, αλλά και της αξίας που αναγνωρίζεται από τις αγορές», πόσο μάλλον εμείς πρέπει να στραφούμε προς αυτή την κατεύθυνση.
Μεγέθυνση των επιχειρήσεων
Εξίσου σημαντική είναι η επέκταση των μικρών και μεσαίων εταιρειών προς τις αξίες των μεσαίων εταιρειών για να επιτύχουν τα επίπεδα παραγωγής που απαιτούνται από την τελική αγορά και για να εκμεταλλευτούν καλύτερα τις ευκαιρίες για επέκταση στο εξωτερικό. Είναι δεδομένο γι’ αυτές, ότι η διεθνοποίηση είναι μια επιλογή για ανάπτυξη η οποία θα αναδείξει ακόμη περισσότερες ευκαιρίες τα επόμενα χρόνια.
Αριστεία παντού
Ένας τρόπος για να πετύχουμε όλα αυτά είναι και η αριστεία στο προσωπικό και στα στελέχη των επιχειρήσεων τροφίμων, καθώς χρειαζόμαστε απόλυτο επαγγελματισμό σε όλα τα επίπεδα και πολλές και εξειδικευμένες δεξιότητες. Και τα στελέχη αυτά πρέπει να αμείβονται κατάλληλα. Μολονότι η κρίση υπάρχει και αντιμετωπίζουμε παραπάνω δυσχέρειες λόγω του κορονοϊού, είναι λάθος να απασχολούμε προσωπικό και ιδιαίτερα άριστους επιστήμονες -που υπάρχουν πολλοί στη χώρα μας- μόνο με την αμοιβή του βασικού μισθού. Δεν μπορούμε με αυτό τον τρόπο να φτάσουμε σε αριστεία προϊόντων και προσφοράς.
Δυστυχώς, όμως, η κρίση φαίνεται να έχει κάποιο αρνητικό αντίκτυπο. Βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις να συμπιέζει τη δυναμική του κλάδου σε όλα τα επίπεδα
Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να στοχεύσουμε μόνο στην επιβίωσή μας αυτή τη στιγμή, αλλά να δούμε και το μέλλον και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Επίσης, με τις καλές αμοιβές, και ιδιαίτερα των δικών μας ανθρώπων, πρέπει να συμβάλουμε στη δημιουργία εισοδήματος για τους εργαζόμενους στη χώρα, διότι αυτό θα μας επιστρέψει ως κατανάλωση και θα μας δώσει δύναμη να επενδύσουμε ακόμη περισσότερο στην ποιότητα. Μπαίνουμε, δηλαδή, σε έναν ενάρετο κύκλο έναντι ενός φαύλου που περιλαμβάνει: χαμηλούς μισθούς - χαμηλή ποιότητα - χαμηλές τιμές - πτώση τζίρων - πτώση επενδύσεων κ.ο.κ.
Συνοπτικά, το μέλλον της πολύ βασικής για τη χώρα μας βιομηχανίας τροφίμων και ποτών, φαίνεται ευοίωνο αλλά είναι στο χέρι μας.
* πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της PROVIL ΑΕ
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!