To τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι προβλέψεις από τράπεζες και διεθνείς οίκους για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά 4-5% φέτος και περίπου 9% ή και περισσότερο σωρευτικά στη διετία 2021-2022. Οι προβλέψεις αυτές απηχούν τις εκτιμήσεις διεθνών οικονομικών οργανισμών – όπως της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ – ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα επανέλθει πριν από το τέλος του 2022 στα προ του κορονοϊού επίπεδά του. Λίγο πιο αισιόδοξες είναι οι βασικές προβλέψεις της κυβέρνησης στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, με τον ρυθμό ανάπτυξης να προσεγγίζει το 10% στη διετία (3,6% φέτος και 6,2% το 2022) και να παραμένει σε αρκετά υψηλά επίπεδα και τα επόμενα χρόνια (στο 4,4% του ΑΕΠ το 2023, στο 4,1% του ΑΕΠ το 2024 και στο 3,3% το 2025). Στην πρόσφατη έκθεσή της, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ανάπτυξη 4,2% για φέτος και 5,3% για το επόμενο έτος.
Αν και τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία θα αρχίσουν να υλοποιούνται μετά την αναμενόμενη εκταμίευση της προκαταβολής των 4 δισ. ευρώ μέσα στον Ιούλιο, θεωρούνται σε όλες τις εκθέσεις ως ο βασικός καταλύτης της ανάπτυξης, οι αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας είναι ακόμη πολύ μεγάλες, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσοπρόθεσμα.
Οι βραχυπρόθεσμες αβεβαιότητες
Βραχυπρόθεσμα, η μετάλλαξη του κορονοϊού ‘Δέλτα’ απειλεί τη φετινή τουριστική περίοδο – με τους τουριστικούς παράγοντες να θεωρούν ότι δεν θα επιτευχθεί ο στόχος για έσοδα στο επίπεδο του 50% του 2019 – ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο νέων περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα από το Φθινόπωρο, κάτι που δεν έχει ληφθεί υπόψη στα παραπάνω σενάρια. Στον κίνδυνο αυτό αναφέρθηκε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Αδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στη Βουλή.
Η προσαρμογή του χρέους
Μεσοπρόθεσμα, οι αβεβαιότητες απορρέουν από τη νέα μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους στην περίοδο της πανδημίας, το οποίο έχει ξεπεράσει πλέον το 200% του ΑΕΠ, και από την πορεία υλοποίησης του σχεδίου ανάκαμψης έως το 2026. Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα προβλέπει ότι από το 2023 - οπότε αναμένεται να τεθούν ξανά σε ισχύ οι δημοσιονομικοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης – θα υπάρξουν και πάλι πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα ξεκινήσουν από το 2% του ΑΕΠ για να φτάσουν στο 3,6% το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρει στην έκθεσή της ότι η αύξηση του χρέους λόγω της πανδημίας εξαλείφει κάθε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή για μείωσή τους κάτω από το 2% του ΑΕΠ.
Η ελπίδα είναι ότι η συζήτηση για την αλλαγή των κανόνων για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία θα ξεκινήσει επίσημα στα τέλη του 2021 ή το 2022, θα δώσει μεγαλύτερη χρονική άνεση στις χώρες για τη μείωση του χρέους τους, ώστε να μην αποτελέσει αυτή τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, ότι θα δώσει τη δυνατότητα για μία «ήπια προσαρμογή», όπως την αποκαλεί ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης, σε πρόσφατο πολύ σημαντικό βιβλίο του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την μεταπολίτευση και τις προοπτικές της μετά την κρίση του κορονοϊού.
Στο βιβλίο του με τίτλο: «Πριν και μετά το ευρώ», που εκδόθηκε από τον οίκο Gutenberg, ο κ. Αλογοσκούφης σημειώνει ότι το ερώτημα που θα τεθεί όταν φτάσει η ώρα, είναι ο βαθμός στον οποίο η προσαρμογή θα είναι «ήπια» και o βαθμός στον οποίο θα είναι «προσαρμογή». Αν και από πολλές πλευρές έχει τονισθεί η ανάγκη αλλαγής των κανόνων για το χρέος - μεταξύ άλλων και από τον επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, που θεωρεί ξεπερασμένο το όριο του 60% που προβλεπόταν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ - η έκβαση της σχετικής συζήτησης δεν μπορεί να προεξοφληθεί, καθώς μάλιστα τόσο ο εν δυνάμει καγκελάριος της Γερμανίας, Αρμιν Λάσετ, όσο και ο σημερινός υπουργός Οικονομικών της χώρας, Ολαφ Σολτς, έχουν ταχθεί υπέρ της επαναφοράς των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων.
Οσον αφορά στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης, οι ελπίδες που στηρίζονται σε αυτό είναι δικαιολογημένες, καθώς αυτό δεν βασίζεται μόνο στην αύξηση της ζήτησης αλλά και στην ενίσχυση της προσφοράς μέσα από μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, ιδιαίτερα για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Από την άλλη πλευρά, οι επιφυλάξεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης για τον ρυθμό υλοποίησής του σχετίζονται με την εμπειρία από την αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων στο παρελθόν.
Οι μεταρρυθμίσεις
Στον βαθμό που η κυβέρνηση προωθεί μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα μπορούν να ενισχυθούν και αυτό είναι κάτι που συνεκτιμούν οι διεθνείς οίκοι στις εκθέσεις τους.
Στο βιβλίο του, ο κ. Αλογοσκούφης τονίζει ότι, προκειμένου να κατορθώσει η ελληνική οικονομία να ολοκληρώσει στο εγγύς μέλλον το πέρασμα από την κρίση της πανδημίας στην ανάκαμψη δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι μία βραχυπρόθεσμη οικονομική βοήθεια , ούτε απλώς σε μία πολιτική “ήπιας προσαρμογής” αναφορικά με το δημόσιο χρέος. Θα πρέπει, παράλληλα, να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα συνδυάζουν τον στόχο της μονιμότερης ανάκαμψης της παραγωγής και της απασχόλησης με αυτόν της διατήρησης της εξωτερικής ισορροπίας, δηλαδή της ισορροπίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Οι μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, θα πρέπει να γίνουν σε έξι τομείς, στους οποίους υπάρχουν οι μεγάλες διαρθρωτικές αδυναμίες, σύμφωνα και με την παγκόσμια έκθεση ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ: Στη λειτουργία των αγαθών και υπηρεσιών, στην αγορά εργασίας, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στη λειτουργία του Δημοσίου, στο φορολογικό και προνοιακό σύστημα και στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Από στοιχεία που παραθέτει στο βιβλίο του ο πρώην υπουργός προκύπτει ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας - με βάση το μοναδιαίο κόστος εργασίας - παραμένει μειωμένη κατά 20% σε σχέση με το 1992, κάτι που κάνει ακόμη πιο επιτακτικές τις μεταρρυθμίσεις.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!