Οταν στον προηγούμενο αιώνα ακουγόταν η λέξη μεταρρύθμιση στα εργασιακά, οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι έρχεται ακόμα μια θεσμοθέτηση στήριξης της εργασιακής αξιοπρέπειας. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής, αλλά και της πανδημικής κρίσης, τα πράγματα φαίνεται ότι λαμβάνουν διαφορετικές αποκλίσεις.
Στο σχέδιο νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση υπάρχουν (λόγω ευρωπαϊκών οδηγιών) θετικές πλευρές που δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει, όπως η εξομοίωση του μισθού των τεχνικών με τους υπαλλήλους, και η για πρώτη φορά άδεια επτά ημερών πατρότητας. Η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα ωστόσο διαμαρτύρονται ότι καταργείται το οκτάωρο. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται -λέγοντας βέβαια τη μισή μόνο αλήθεια- ότι αυτή η ρύθμιση είχε προ-ψηφιστεί. Η μισή αλήθεια, όταν λέγεται έτσι, αποδείχτηκε ότι είναι μαύρη προπαγάνδα. Πράγματι, η διάταξη αυτή είχε ψηφιστεί, ωστόσο προϋπέθετε ότι η ισχύς της είναι προϊόν συναπόφασης με την εργοδοσία, στο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων, όπου υπήρχαν.
Σήμερα το σχέδιο νόμου που συζητείται στη Βουλή, προβλέπει κάτι εντελώς διαφορετικό που πραγματικά κατεδαφίζει την αξία του οκτάωρου. Θεσπίζει για πρώτη φορά τη διευθέτηση υπέρβασης του 8ώρου με συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αλλά στο πλαίσιο ατομικής σύμβασης. Αυτό λέγεται πλήρης ανατροπή του 8ώρου, η οποία αφήνει εκτεθειμένο στις απαιτήσεις της εργοδοσίας τον κάθε εργαζόμενο ατομικώς. Είναι άλλο να σε υπερασπίζεται μία συλλογική σύμβαση κύριοι της κυβέρνησης και είναι εντελώς άλλο να διευθετείται το ωράριο με διαπραγμάτευση ανάμεσα στον πανίσχυρο εργοδότη και στον αδύναμο και χωρίς άλλες επιλογές, λόγω της ανεργίας, εργαζόμενο.
Η κυβέρνηση, για ακόμα μία φορά, πριν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της πανδημίας, πριν καν μπούμε στη λεγόμενη κανονικότητα, επιλέγει να επιχειρήσει την υποτιθέμενη εργασιακή μεταρρύθμιση. Κάποιος τρίτος που θα ήθελε να υποστηρίξει ότι η φερόμενη μεταρρύθμιση εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες, θα ήταν υποχρεωμένος να τονίσει ότι σε αυτές τις χώρες η ανεργία δεν είναι στο 21 και 22%, αλλά κάτω από 5%. Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος μπορεί να αντισταθεί στον εργοδότη, γιατί έχει την ευχέρεια να βρει αλλού δουλειά. Εδώ, στην Ελλάδα, μπορεί κανείς να υποστηρίξει κάτι τέτοιο;
Επίσης. Οι 120 ώρες υπερωρίας γίνονται 150, χωρίς να υπολογίζονται οι ώρες υπερεργασίας. Η αμοιβή της υπερωρίας όμως από το 80% πάει στο 60%. Το αντεπιχείρημα της κάρτας. Η κυβέρνηση προβάλλει την καθιέρωση της κάρτας, που είχε ψηφιστεί το 2011 και δεν εφαρμόστηκε ποτέ, χωρίς να έχει πείσει μέχρι τώρα, για τους τρόπους με τους οποίους η υλοποίηση του μέτρου θα διασφαλίζει τον εργαζόμενο από εργοδοτικές αυθαιρεσίες. Λέει απλώς ότι θα αναβαθμίσει τον ΣΕΠΕ σε Ανεξάρτητη Αρχή. Είναι ένα ζήτημα που με βάση την υπάρχουσα εμπειρία πρέπει να αναλυθεί σε βάθος, για να διασφαλιστεί μια αξιόπιστη ελεγκτική, εποπτεία της εργασίας. Η κάρτα όμως, πρέπει να πούμε ότι, θα επιφέρει ένα σημαντικό κόστος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση οφείλει να δεσμευτεί στο νόμο ότι αν δεν επιδοτήσει την εφαρμογή της, τουλάχιστον θα μειώσει σε κάποιο βαθμό τα φορολογικά βάρη των εν λόγω επιχειρήσεων.
Διαβάζοντας το σχέδιο νόμου θα περίμενα από την κυβέρνηση να προβλέψει συγκεκριμένες διατάξεις για τις εργασιακές ανατροπές που φέρνει η εισβολή των έξυπνων ρομπότ και της τεχνητής νοημοσύνης στις παραγωγικές σχέσεις. Η τηλεργασία, η τηλε-εκπαίδευση, το ηλεκτρονικό εμπόριο, αποτελούν ήδη νέες μορφές παραγωγικών σχέσεων. Οι γνωρίζοντες διαμηνύουν ότι θα χρειαστεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των νέων αυτών μορφών εργασίας. Επίσης προβάλλει η ανάγκη οι εργαζόμενοι, ανά διαστήματα, να επανακαταρτίζονται ως προς τις δεξιότητες και τις γνώσεις τους, για να διατηρούν τις θέσεις εργασίας τους. Εδώ κρίσιμο ζήτημα είναι το ποιος θα αναλάβει το κόστος της επανακατάρτισης.
Όλα αυτά συντείνουν στην άποψη ότι απειλείται ο εργασιακός πολιτισμός και υπονομεύεται η εργασιακή ειρήνη.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!