Ο νέος πτωχευτικός νόμος που ισχύει από σήμερα σηματοδοτεί το τέλος μίας μεγάλης περιόδου προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς.
Μίας περιόδου που διήρκεσε πάνω από 12 χρόνια, καθώς άρχισε στα τέλη του 2008, λίγο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, για να συνεχιστεί με τον νόμο Κατσέλη του 2010 που «σφράγισε» την περίοδο αυτή και το διάδοχο σχήμα του που ήταν ο νόμος Σταθάκη του 2018.
Ο νόμος Κατσέλη ψηφίστηκε από τη Βουλή λίγους μήνες μετά το πρώτο μνημόνιο και έδινε στα νοικοκυριά, που ήταν σε οικονομική αδυναμία αποπληρωμής των δανείων τους, τη δυνατότητα να προσφύγουν στα δικαστήρια για να ζητήσουν τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου του χρέους τους.
Την περασμένη δεκαετία, πάνω από 200.000 δανειολήπτες εντάχθηκαν στον νόμο Κατσέλη, μεταξύ των οποίων εκτιμάται ότι ήταν και πολλοί στρατηγικοί κακοπληρωτές, που είχαν τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους ή να προχωρήσουν σε ρύθμισή τους με τις τράπεζες.
Η αποφυγή των κοινωνικών εντάσεων, που θα δημιουργούσαν οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας φτωχών νοικοκυριών στα χρόνια της κρίσης, ήταν ο λόγος που ο νόμος Κατσέλη διατηρήθηκε για το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης 10ετίας. Αυτό, όμως, επιτεύχθηκε με δυσανάλογα μεγάλο κόστος για τη οικονομία.
Πιστωτική ασφυξία από τα "κόκκινα" δάνεια
Οι τράπεζες είδαν τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνειά τους να ξεπερνούν το 40%, καθώς δεν προωθήθηκαν, άλλες λύσεις για την αντιμετώπισή του προβλήματος αυτού. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθεί η πιστωτική ασφυξία στην οικονομία και τα επιτόκια που δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να είναι πολύ υψηλότερα από ό,τι στην Ευρωζώνη.
Η απόρριψη της bad bank από την τρόικα ή άλλων λύσεων για τα κόκκινα δάνεια ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της περιόδου των μνημονίων που ταλανίζουν σήμερα την οικονομία. Μόλις την τελευταία διετία άρχισε μία συστηματική προσπάθεια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πωλήσεις τους σε εξειδικευμένες εταιρείες, με τιτλοποιήσεις μέσω του προγράμματος «Ηρακλής» και με πιο γενναιότερες ρυθμίσεις από τις τράπεζες.
Παρά τη μείωση της ψαλίδας λόγω των μέτρων της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας, τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι στην Ελλάδα υψηλότερα περίπου 1,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης για τα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια. Πρόσφατα μόλις, η Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι για να μειωθεί και άλλο η ψαλίδα θα πρέπει να απελευθερωθούν οι πλειστηριασμοί και να μειωθούν περαιτέρω τα κόκκινα δάνεια.
Ο νέος νόμος θα κριθεί στην πράξη
Ο νέος πτωχευτικός νόμος παίρνει από τις τράπεζες το βάρος της προστασίας των δανειοληπτών και το μεταφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό, προβλέποντας μεταβατικά την επιδότηση των δόσεων στεγαστικών δανείων σε νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα με το ποσό των 70 έως 210 ευρώ έως τη σύσταση του φορέα που θα αγοράζει τα ακίνητα και θα τα νοικιάζει στα ευάλωτα νοικοκυριά. Στην ίδια λογική κινούνται και τα προγράμματα «Γέφυρα» για την επιδότηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων.
Η εφαρμογή του νόμου, ωστόσο, θα δείξει αν οι επιδοτήσεις αυτές σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις των ίδιων των τραπεζών θα είναι αρκετές για να αποφευχθούν κοινωνικές εντάσεις. Σε περίπτωση που υπάρξουν προβλήματα, η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει γρήγορα σε διορθωτικές κινήσεις.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!