H κοινωνικά σπουδαία αυτή απόφαση, δημοσιεύεται ως αντιστάθμισμα σε μία συγκυρία, που για πρώτη φορά ο Ελληνας νομοθέτης μέσω της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 4745/2020, ο περίφημος νόμος για την επίσπευση των δικών του Ν. Κατσέλη μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, υιοθέτησε τη χρωματισμένη έννοια, περί στρατηγικών κακοπληρωτών, ώστε να διαχωρίσει τον καλόπιστο οφειλέτη από αυτούς που περιήλθαν υπαιτίως σε αδυναμία πληρωμών.
Έρχεται επίσης σε μία συγκυρία, που από την 1η Ιουνίου, ξεκινάει η εφαρμογή του Νέου Πτωχευτικού Νόμου, ο οποίος συνεπάγεται την απώλεια κάθε προστασίας πρώτης κατοικίας, αλλά και την πτώχευση, για πρώτη φορά και φυσικών προσώπων.
Πρέπει δε να επισημάνω ότι το Φεβρουάριο του 2020, σε εισήγηση στην Εθνική Σχολή Δικαστών, από αρχαιότερο Ειρηνοδίκη σε νεοεισαγόμενους ειρηνοδίκες, τονίσθηκε πως το Δικαστήριο πρέπει να απέχει από τη λογική της εύνοιας προς τον «αδύναμο» οφειλέτη και της «τιμώρησης» των πιστωτικών ιδρυμάτων, για την επιθετική πολιτική τους και την αλόγιστη χορήγηση δανείων και πιστώσεων ο επιχειρηματικός κίνδυνος που φαίνεται να ανέλαβαν τα πιστωτικά ιδρύματα έχει ήδη μετακυλισθεί στο Ελληνικό Δημόσιο, ήτοι στο σύνολο των φορολογουμένων πολιτών.
H απόφαση λοιπόν αυτή του Δ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, αλλάζει το αφήγημα, πάνω στο όποιο δομήθηκε μια σειρά απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων για αιτήματα υπερχρεωμένων νοικοκυριών για υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη, οι οποίες αποδέχτηκαν την τυποποιημένη άποψη των τραπεζών ότι ο δανειολήπτης δημιούργησε υπερβολικά χρέη με δική του υπαιτιότητα και γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορέσει να τα αποπληρώσει.
Με τη συγκεκριμένη πολύ σημαντική απόφαση (πρώτη επί αιτήσεως αναιρέσεως από πλευράς δανειολήπτη, είχαν προηγηθεί όμοιες παραδοχές στην υπ’ αριθμ. 515/2018, επί αιτήσεως αναιρέσεως από πλευράς πιστωτικού ιδρύματος) σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο, από το Δ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου (αριθμός 59/2021), γίνεται δεκτό ότι για να χαρακτηριστεί «δόλιος» ένας δανειολήπτης, ότι δηλαδή περιήλθε από υπαιτιότητα και δόλο σε αδυναμία πληρωμών, θα πρέπει αφενός τούτο να προτείνεται, αφετέρου να αποδεικνύεται από τον πιστωτή.
Πιο συγκεκριμένα η ενιστάμενη Τράπεζα, για να εξεταστεί στη βασιμότητά της η ένσταση του δόλου, θα πρέπει να αναφέρει:
α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει,
β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε,
γ) τα εισοδήματά του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων,
δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει,
ε) τα έξοδα διαβιώσεώς του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Εφετείο εξέτασε την ένσταση του δόλου ουσιαστικά αυτεπαγγέλτως, δίχως να έχει προταθεί κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με παράθεση των ανωτέρω αναφερόμενων στοιχείων, με αποτέλεσμα ο Άρειος Πάγος να κρίνει ότι η εφετειακή απόφαση τυγχάνει αναιρετέα «διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010. Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δικ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.»
Εξάλλου με την ίδια απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, απεφάνθη ότι οποιαδήποτε μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου, δεν συνιστά από μόνη της, αποχρώσα ένδειξη δολίας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμών διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα «με βάση το ότι κάθε μεταβίβαση-αποξένωση περιουσιακού στοιχείου από την περιουσία του οφειλέτη δεν αποτελεί και απόδειξη και μάλιστα κατά αμάχητο τεκμήριο, δολιότητας αυτού, όπως έχει αναπτυχθεί και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ειδικά αν έχει δηλωθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη και αφορά σε περιουσιακά στοιχεία που ενδεχομένως δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις εκποιήσεως και δεν θα εκποιούνταν, εξαιτίας ελλείψεως αγοραστικού ενδιαφέροντος ή εξαιτίας της μικρής τους αξίας, δεν διασαφηνίζεται ο τρόπος συνδέσεως της προθέσεως (δόλου) του αναιρεσείοντος, ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προέβη στη μεταβίβαση ενός οικοπέδου αντί τιμήματος 16.000,00 ευρώ, με την πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας του να εξυπηρετεί-εξοφλεί τα χρέη του. Ειδικότερα, αν και έγινε ανέλεγκτα δεκτό ότι ο αναιρεσείων είναι κύριος, εκτός των άλλων, τριών, σημαντικής αξίας ακινήτων, δεν διαλαμβάνεται κατά πόσο θα ήταν διαφορετική η κατάσταση των οφειλών του έναντι των πιστωτριών του-αναιρεσιβλήτων, αν δεν είχε προβεί στην ως άνω μεταβίβαση και πώς αυτή, ενόψει του, κατά τις παραδοχές της, ύψους του εισπραχθέντος τιμήματος (16.000,00 ευρώ), επηρέασε, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα εξυπηρετήσεως των χρεών του, πράγμα που ο οφειλέτης αναιρεσείων επεδίωξε ή προέβλεψε ως δυνατό, καθώς μάλιστα δεν γίνεται μνεία αν το μεταβιβασθέν ήταν προσοδοφόρο ή όχι».
Αναμφίβολα πρόκειται για μία, τεράστιας κοινωνικής σημασίας, απόφαση, που θα επηρεάσει πληθώρα, εν εξελίξει, δικών, αλλά συνιστά και ισχυρότατο νομολογιακό προηγούμενο, από το Ανώτατο Δικαστικό επίπεδο, για χιλιάδες περιπτώσεις δανειοληπτών, που η αίτησή τους απορρίφθηκε σε 1ο ή 2ο βαθμό, επειδή τα δικαστήρια της ουσίας, έκαναν δεκτές τις ενστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, που προτάθηκαν όλως αορίστως. Και στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ήτοι σε ποσοστό άνω του 90%, οι ενστάσεις από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων, έχουν προταθεί, δίχως να παρατίθενται τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα στοιχεία από την πλευρά τους».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!