Εδώ και έναν χρόνο, ουσιαστικά από την έναρξη της πανδημίας, ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) υποστηρίζει ότι το μεγάλο πρόβλημα που αναδείχθηκε από την πανδημία λόγω του COVID-19 είναι η επιλογή των κατάλληλων αναπτυξιακών προτεραιοτήτων για τη χώρα, που θα τη θωρακίσουν και θα την καταστήσουν λιγότερο ευάλωτη από μελλοντικές διεθνείς οικονομικές κρίσεις όπως αυτή της πανδημίας και προηγουμένως η χρηματοπιστωτική.
Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η μεταποιητική δραστηριότητα να πρέπει να τεθεί σε προτεραιότητα ενίσχυσης, ούτως ώστε η χώρα μας να συντονισθεί με την παγκόσμια εμπειρία, η οποία μας οδηγεί αναντίρρητα σε ανάπτυξη της παραγωγικής μας βάσης, ούτως ώστε η Ελλάδα να βιώνει ηπιότερες αρνητικές επιπτώσεις από τις σημερινές, εφόσον ξανασυμβεί παρόμοιας έκτασης κρίση. Άλλωστε, η παγκόσμια εμπειρία μας λέει ότι χώρες με παραγωγική βάση που εισέφερε τουλάχιστον 15% στον σχηματισμό ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, βιώσαν ηπιότερα αρχικά τη χρηματοπιστωτική και ακολούθως την κρίση λόγω του COVID-19.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΒΕ, για την αποτροπή του κινδύνου (περαιτέρω) συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας, και για την επαναφορά της στο επίκεντρο των αναπτυξιακών πολιτικών την «επόμενη μέρα», θα πρέπει να ισχύσουν συγκεκριμένοι άξονες πολιτικής.
Κατά τον ΣΒΕ αυτοί είναι:
- Η επαναβιομηχάνιση της χώρας, με κίνητρα ανάπτυξης δράσεων διεθνοποίησης και παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων από τις υφιστάμενες υγιείς μεταποιητικές επιχειρήσεις.
- Η άνοδος των επενδύσεων, και ειδικά των παραγωγικών επενδύσεων, πρέπει να γίνει πράξη με κίνητρα και ευελιξία στο περιβάλλον υλοποίησης.
- Η δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
- Η παροχή κινήτρων κάθε είδους, για την ανάπτυξη δράσεων καινοτομίας, μεταφοράς και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών.
- Η ιδιαίτερη προσοχή στην υιοθέτηση του μοντέλου της πράσινης ανάπτυξης και πράσινης οικονομίας, που ως χώρα και ως επιχειρήσεις έχουμε τη δυνατότητα να εισάγουμε στον στρατηγικό μας σχεδιασμό.
Προφανώς, οι επόμενοι μήνες θα είναι πολύ κρίσιμοι σε σχέση ακριβώς με την προετοιμασία της χώρας μας σε δυο επίπεδα: αφενός να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα ή τη «νέα κανονικότητα» που θα διαμορφωθεί μετά τη λήξη της πανδημίας και αφετέρου στις δράσεις προσαρμογής που θα πρέπει να υλοποιηθούν για μην χάσουμε γι’ ακόμη μια φορά το τραίνο της παγκόσμιας ανάπτυξης. Απλώς πρέπει να σκεφθούμε ότι η «νέα πραγματικότητα» μας συμπεριλαμβάνει όλους: κυβέρνηση, επιχειρήσεις, τράπεζες και νοικοκυριά, με την έννοια ότι όλοι αυτοί είμαστε συμμέτοχοι και συνυπεύθυνοι για το καλό ή το κακό σενάριο της επόμενης ημέρας.
Προς αυτή την κατεύθυνση και με έναν μέσον όρο περίπου 3,2 δις € τα οποία θα διοχετευθούν στην Ελληνική οικονομία μέσω του «Ταμείου Ανάκαμψης» από το 2021 έως και το 2025, είναι βέβαιο ότι η χώρα μας μπορεί να ελπίζει στην «επαναβιομηχάνιση» μέσω της υλοποίησης παραγωγικών επενδύσεων.
Αυτό σημαίνει ότι το 2021 προσδοκούμε να είναι έτος αρχικά κάλυψης των απωλειών από δυο σχεδόν χρόνια μεγάλης κρίσης και ακολούθως έτος μικρής ανάκαμψης.
Επίσης, θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει αντιληπτό απ’ όλους ότι η οικονομία μας δεν αντέχει για πολύ. Τα περιθώρια δεν είναι απεριόριστα. Γι’ αυτό πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι η χώρα μας θα πρέπει να εργασθεί στην προοπτική παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και υψηλής ζήτησης.
Όμως η συγκεκριμένη στόχευση δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν δεν προσαρμόσουμε έγκαιρα το πλέγμα των πολιτικών μας για την ουσιαστική υποστήριξη της εγχώριας μεταποίησης. Η Κυβέρνηση έλαβε μια σπουδαία απόφαση τον Αύγουστο του 2020, κατανοώντας έγκαιρα το πρόβλημα, και γι’ αυτό δημιούργησε την «Κυβερνητική Επιτροπή Βιομηχανίας», με βασική αποστολή τη διαμόρφωση συνεκτικής εθνικής στρατηγικής της βιομηχανίας. Η ενεργοποίηση του πολύ σπουδαίου αυτού «εργαλείου» διαμόρφωσης της κατάλληλης βιομηχανικής πολιτικής για την πατρίδα μας αποτελεί μονόδρομο, το οποίο έχει πραγματικά τη δυνατότητα να εισφέρει τα μέγιστα στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των κατάλληλων δράσεων που θα πρέπει να υλοποιηθούν για την προσαρμογή της μεταποίησης και της βιομηχανίας στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ένα ακόμη ενθαρρυντικό γεγονός για την «επόμενη μέρα» είναι το ότι η Κυβέρνηση εργάζεται εντατικά για την αναμόρφωση του αναπτυξιακού νόμου, με σκοπό τη δημιουργία φιλικότερου περιβάλλοντος για τις επενδύσεις. Για να υλοποιηθούν επενδύσεις από τη βιομηχανία είναι αναγκαία η παροχή υψηλών ποσοστών επιχορήγησης, μιας και θεωρούμε αυτονόητη την κατά προτεραιότητα ύπαρξη άμεσων ενισχύσεων, και δευτερευόντως την παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων και απαλλαγών. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, προτείνουμε να διευρυνθεί κατά το δυνατόν ο κατάλογος των καθεστώτων ενίσχυσης και να συμπεριληφθούν οπωσδήποτε παλαιά βιομηχανικά συγκροτήματα και εγκαταστάσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν από νέους επενδυτές.
Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, το νέο ΕΣΠΑ και το «Ταμείο Ανάκαμψης» μπορούν πραγματικά να συμβάλλουν καταλυτικά στην αναμόρφωση του παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας μας και να οδηγήσουν στο εδώ και πολλά χρόνια βασικό ζητούμενο της περιφερειακής πολιτικής: στη μείωση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, ούτως ώστε να διαφυλαχθεί αρραγής ο κοινωνικός ιστός στην Ελληνική περιφέρεια.
Είμαστε σίγουροι ότι η Κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός θα κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την ανάληψη και υλοποίηση της σπουδαίας των απαραίτητων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών για την εξασφάλιση βιώσιμων ρυθμών ανάπτυξης μετά την πανδημία.