Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor's (S&P) έδωσε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά ομόλογα, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό τους σε ΒΒΒ- από ΒΒ+ με σταθερό outlook.
Είναι ο δεύτερος από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, τους οποίους λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που προχώρησε στην κίνηση αυτή, καθώς είχε προηγηθεί στις 8 Σεπτεμβρίου ο καναδικός οίκος DBRS.
Βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και ισχυρή ανάπτυξη
Στην ανακοίνωσή του, ο S&P κάνει λόγο για βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας χάρη στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ σημειώνει ότι από την κρίση χρέους της περιόδου 2009-2015 έγινε σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών της Ελλάδας.
«Αναμένουμε ότι οι πρόσθετες διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τους μεγάλους πόρους από την ΕΕ, θα στηρίξουν μία ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την περίοδο 2023-2026 και θα εμπεδώσουν τη συνεχιζόμενη μείωση του δημόσιου χρέους», σημειώνει ο οίκος.
Ειδικότερα, ο οίκος προβλέπει ανάπτυξη 2,5% φέτος και 2,4% το 2024, η οποία θα ενισχυθεί στο 2,7% το 2025 και το 2,8% το 2026.
Γιατί είναι σταθερές οι προοπτικές
Οι σταθερές προοπτικές, σύμφωνα με τον S&P αντανακλούν την ισορροπία μεταξύ των κινδύνων στο εξωτερικό περιβάλλον που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανοικτή ελληνική οικονομία με τις προσδοκίες του οίκου ότι οι στόχοι για μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα θα συνεχίσουν να καθοδηγούν τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Το καλό και το δυσμενές σενάριο
«Θα μπορούσαμε να υποβαθμίσουμε το αξιόχρεο αν η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας και εξωτερικές ανισορροπίες, όπως αυτές από το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλγών, επιδεινωθούν σημαντικά περισσότερο απ’ ό,τι αναμένουμε», αναφέρει ο οίκος.
Αντίθετα, προσθέτει «θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε το αξιόχρεο αν ο λόγος του καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ υποχωρήσει περαιτέρω σε επίπεδα συμβατά με αυτά άλλων χωρών με αντίστοιχο επίπεδο αξιολόγησης. Πιστεύουμε ότι αυτό θα προέκυπτε από έναν συνδυασμί συνεχόμενων ισχυρών πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό για με παρατεταμένη περίοδο και διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομία και την πλήρη ανάπτυξη των διαθέσιμων στην Ελλάδα πόρων του Next Generation EU (Ταμείου Ανάκαμψης).
Πρωτογενές πλεόνασμα 1,2% του ΑΕΠ φέτος και 2,3% την επόμενη τριετία
Η σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, σημειώνει ο S&P, έθεσε τη δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας σε μία ισχυρά βελτιωμένη τροχιά. Ενισχυμένη από την πολύ ταχεία οικονομική ανάκαμψη, η ελληνική κυβέρνηση ήταν σε θέση να υπεραποδίδει σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους παρά τη σταδιακή αύξηση των κοινωνικών μεταβιβάσεων.
«Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, ξεπερνώντας τον στόχο της για 0,7% παρά το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος που συνδέεται με τις πρόσφατες πλημμύρες και πυρκαγιές. Προβλέπουμε μέσο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,3% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-2026.
Κατά τη γνώμη μας, οι πολιτικές πιέσεις πιθανόν να περιπλέουν την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρεί μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα μεσο-μακροπρόθεσμα και αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο στη μείωση του χρέους στα τελευταία χρόνια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων μας και μετά».
Εντολή για συνέχεια το μήνυμα των εκλογών
Για τις βουλευτικές εκλογές, ο S&P αναφέρει ότι έδωσαν αυτοδυναμία στην κυβέρνηση της ΝΔ και ότι η ξεκάθαρη εντολή και η αποφυγή ενός δυνητικά ασταθούς συνασπισμού επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίζει να χτίζει πάνω στις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
«Το αποτέλεσμα των εκλογών φαίνεται σε γενικές γραμμές να είναι μία εντολή για συνέχεια στις πολιτικές και αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει τη μεταρρυθμιστική ατζέντα της, που περιλαμβάνει την περαιτέρω αντιμετώπιση του ακόμη μεγάλου δημόσιου χρέους (π.χ., με το κλείσιμο περαιτέρω του κενού ΦΠΑ), την κατοχύρωση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα συστήματα απονομής δικαιοσύνης και υγειονομικής περίθαλψης, μεταξύ άλλων προσπαθειών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας».
Μείωση του χρέους
Ο S&P εκτιμά ότι το καθαρό χρέος της κυβέρνησης θα μειωθεί περίπου στο 146% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους, κάτι που θα αποτελούσε μία σημαντική βελτίωση από το υψηλό επίπεδο του 189% του ΑΕΠ το 2020. Αυτό σε κάποιο βαθμό αντανακλά και το «μέρισμα από τον πληθωρισμό», αλλά επίσης οφείλεται στην ταχεία ανάπτυξη μετά την πανδημία και την ισχυρή δημοσιονομική προσαρμογή.
«Αν και το χρέος παραμένει μεγάλο, το προφίλ του είναι από τα πιο ευνοϊκά όλων των χωρών που αξιολογούμε» καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκειά του ήταν 19,7 χρόνια στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησής του αντιστοιχούν στο σχετικά συγκρατημένο ποσοστό του 5,7% των εκτιμώμενων εσόδων της γενικής κυβέρνησης», σημειώνει.
Οι εξωγενείς κίνδυνοι
Όπως όλες οι μικρές ανοικτές οικονομίες, «η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στις αλλαγές των ανέμων στην παγκόσμια οικονομία, περιλαμβανομένων των κινδύνων από μία πιθανή οικονομική επιβράδυνση που θα επηρέαζε τους σημαντικούς εξωστρεφείς τομείς του τουρισμού ή της ναυτιλίας, ή από μία νέα ξαφνική εκτίναξη των τιμών ενέργειας. Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστοληπτικών δεικτών της Ελλάδας. Οι αξιολογήσεις μας εξακολουθούν να περιορίζονται από το υψηλό δημόσιο χρέος και την αδύναμη εξωτερική θέση».
Ο οίκος δεν θεωρεί ότι τα κλιματικά φαινόμενα, όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες που έπληξαν την Ελλάδα φέτος, θα επηρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, λόγω της περιορισμένης τοπικά και χρονικά φύσης τους.
Αξιόπιστο το σχέδιο αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες
Για την περίοδο 2024-2026 προβλέπει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,6%. Αναφορικά με τις τράπεζες σημειώνει ότι «δεδομένης της πολύ ισχυρής επίδοσης» του το 2023, μαζί με τις ευρύτερα ξεκάθαρες βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού τους, «θεωρούμε τα σχέδια» για την πώληση των μεριδίων του ΤΧΣ σε αυτές έως το 2025 «ως γενικά αξιόπιστες».
Στο ραντάρ θεσμικών επενδυτών
H Ελλάδα έχει εξασφαλίσει ήδη με την αναβάθμιση από τον DBRS την ένταξη των ομολόγων της στα προγράμματα αγορών τίτλων από την ΕΚΤ (QE), χωρίς να χρειάζεται κατ’ εξαίρεση έγκριση, αλλά με την αναβάθμιση από τον S&P ανοίγει ο δρόμος για να μπουν τα ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκια διεθνών θεσμικών επενδυτών, όπως μεγάλων συνταξιοδοτικών ταμείων και αμοιβαίων κεφαλαίων.
Αυτοί οι θεσμικοί επενδυτές αγοράζουν ομόλογα που έχουν επενδυτική διαβάθμιση από δύο από τους τρεις μεγάλους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης - δηλαδή από τον S&P, τον Fitch και τον Moody’s. Επομένως, με μία αναβάθμιση και από τον Fitch την 1η Δεκεμβρίου, η οποία είναι πολύ πιθανή, δεδομένου ότι σήμερα αξιολογεί την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου θα αποκτήσουν μία πολύ ευρύτερη από τη σημερινή βάση μακροχρόνιων και επενδυτών.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!