H ανάκαμψη θα συνεχιστεί δυναμικά και στο γ’ τρίμηνο, αναφέρει στην Έκθεση του για το β΄ τρίμηνο του 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή επισημαίνοντας τις αβεβαιότητες για την Ελλάδα από τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη. «Η σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στα προ-πανδημίας επίπεδα δεν θα πρέπει να λειτουργήσει καθησυχαστικά, όπως προειδοποιεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, καθώς στηρίζεται σε έκτακτους παράγοντες που δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα». Όπως αναφέρει, οι σημαντικότερες αβεβαιότητες της οικονομίας είναι μεσοπρόθεσμες και αφορούν τα έτη από το 2022 και μετά.
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων και η αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θα καθορίσουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία και ειδικότερα η δημοσιονομική πολιτική. Η στάση της ΕΚΤ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πληθωρισμού, όπως αναφέραμε παραπάνω. Σημειώνεται ότι το PEPP έχει ημερομηνία λήξης, τον Μάρτιο του 2022, και μένει να διευκρινιστούν τα επόμενα βήματα. Το Σύμφωνο Σταθερότητας – που βρίσκεται σε αναστολή μέχρι το τέλος του 2022 – αποτελεί ήδη αντικείμενο συζήτησης. «Όπως υποστηρίξαμε στη γνώμη που καταθέσαμε σχετικά με την αναθεώρησή του, οι κανόνες πρέπει να κινηθούν προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και της μεγαλύτερης ευελιξίας ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει κάθε κράτος-μέλος.
Επιμένουμε, ωστόσο, ότι ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, η χώρα πρέπει να σχεδιάσει τη διαδικασία επαναφοράς στη δημοσιονομική ισορροπία προκειμένου να απορροφήσει μεσοπρόθεσμα τους κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία, χωρίς να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας» αναφέρεται στην Έκθεση. Για το λόγο αυτό, απαιτείται η γρήγορη απορρόφηση και αποδοτική αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Τομείς όπου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι ανωτέρω πόροι περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της δημόσιας υγείας (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας), τις επενδύσεις βελτίωσης του περιβάλλοντος και καταπολέμησης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής (‘πράσινες’ επενδύσεις), τις επενδύσεις σε εφαρμογές ψηφιακού μετασχηματισμού, τις επενδύσεις στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, και σε επενδύσεις ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Μικρή η απόκλιση στο έλλειμμα
Τα δημόσια οικονομικά δείχνουν διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος στο πρώτο 7μηνο του έτους, από τα 7,5 δισ. περίπου πέρυσι σε πάνω από 10,5 δισ. φέτος, αντανακλώντας την επιβάρυνση των έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Η εξέλιξη μέχρι το τέλος του έτους είναι αβέβαιη καθώς, από τη μια πλευρά, λήγουν σταδιακά τα έκτακτα μέτρα ενώ, από την άλλη, προστίθενται οι νέες παρεμβάσεις, ύψους περίπου 1,1 δισ. ευρώ, που δεν περιλαμβάνονταν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Με τα σημερινά δεδομένα, πάντως, δεν αναμένεται σημαντική απόκλιση από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου (πρωτογενές έλλειμμα 12,3 δισ. ευρώ ή 7,2% του ΑΕΠ).
Σημειώνεται ακόμα ότι ενδεχόμενη απόκλιση του ελλείμματος σε ονομαστικούς όρους, πιθανότατα θα αντισταθμιστεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου οικονομικής μεγέθυνσης.
Η βιωσιμότητα του χρέους
Στις καλές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων συμβάλλει, αναμφίβολα, και η διατήρηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, η οποία επιβεβαιώνεται και στα διάφορα σενάρια που έχει εξετάσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείου (ΔΝΤ).
Η Ελλάδα, εξάλλου, αναμένεται να εξυπηρετήσει κανονικά τις δανειακές υποχρεώσεις προς το ΔΝΤ, ενώ πρόσθετες διασφαλίσεις παρέχονται από το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας (cash buffer), το οποίο επαρκεί για να καλύψει τις εκκρεμείς πιστώσεις ακόμη και σε ένα δυσμενές σενάριο.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η πανδημία αναμένεται να μειώσει μόνιμα το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις στη διατήρηση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ενώ ένας εφικτός συνδυασμός πολιτικών και επιτοκίων θα μπορούσε να επιτύχει μια βιώσιμη δυναμική του χρέους ακόμη και μακροπρόθεσμα, η αβεβαιότητα είναι πολύ μεγάλη για να καταλήξει το Ταμείο σε μια σταθερή εκτίμηση.
Η αβεβαιότητα αυτή πηγάζει από το κατά πόσον:
- η δυναμική των μεταρρυθμίσεων θα είναι επαρκής για να καλύψει το επενδυτικό κενό και να ξεπεραστούν τα δυσμενή δημογραφικά προβλήματα
- οι δημοσιονομικοί κανόνες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα ισχύσουν στο μέλλον θα είναι εφικτοί και συμβατοί με την ανάπτυξη
- σε ποιο βαθμό τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων θα παραμείνουν χαμηλά, καθώς το επίσημο χρέος θα αντικατασταθεί με χρηματοδότηση από την αγορά κατά τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες.
Το εξωτερικό χρέος και η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση είναι επίσης, σε υψηλά επίπεδα και αναμένεται να μειωθούν μόνο σταδιακά μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποφευχθούν μακροοικονομικοί κλυδωνισμοί και αποκλίνουσες πολιτικές.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!