Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας μπορεί να βοήθησαν στην προστασία τους από τις παρενέργειες του κορονοϊού, αλλά ο κίνδυνος φτώχειας παραμονεύει για την επόμενη ημέρα της σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα. Σύμφωνα με την έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, ο κίνδυνος φτώχειας παραμένει υψηλότερος κατά 1,3 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τον εκτιμώμενο για το 2020 προ Covid.
Η μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της φτώχειας και της ανισότητας θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και το βάθος της ύφεσης, που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη ημέρα κυρίως για τους πιο ευάλωτους του πληθυσμού. Ιδιαίτερη σημασία, όπως υποστηρίζει η έκθεση, στο μέλλον θα έχει και η πολιτική για τη στήριξη των ανέργων, όταν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας αρχίσουν να αποσύρονται. Εκτός από το φτωχότερο δεκατημόριο, για το οποίο καταγράφεται μια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 2,7%, καθώς, πέρα από τη μεγάλη αναπλήρωση εισοδήματος για τους εργαζομένους μέσω της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση ανέργων που επωφελήθηκαν από τις παρατάσεις των επιδομάτων ανεργίας και τις ενισχύσεις του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Για τα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται προοδευτικά με το εισόδημα, καθώς η αποζημίωση ειδικού σκοπού αναπληρώνει μικρότερο μέρος του εισοδήματος. Κατά μέσο όρο, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται κατά 3,3% (έναντι μείωσης κατά 6,3% άνευ μέτρων). Πάντως, σύμφωνα με την έκθεση, η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι μια αργή και βαθμιαία διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύεται η ανάγκη σταδιακής και προσεκτικής αναπροσαρμογής των μέτρων στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων παράλληλα με την πανδημία, ώστε να συνεχιστεί η στήριξη της απασχόλησης και να αποτραπούν δυσμενείς επιδράσεις στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και εν τέλει στη δυναμική της ανάπτυξης.
Κίνδυνοι από την τηλεργασία
Η έκθεση της ΤτΕ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την τηλεργασία, σημειώνοντας ότι στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον εργασιακό χώρο ως αποτέλεσμα της πανδημίας Covid-19, η τηλεργασία παγκοσμίως φαίνεται ότι θα επικρατήσει ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επιστρέψει σταδιακά σε μια νέα κανονικότητα. Ωστόσο επισημαίνει ότι η εξ αποστάσεως εργασία ενέχει κινδύνους για τους εργαζομένους, όπως επαγγελματική και κοινωνική απομόνωση, απουσία εναλλαγής παραστάσεων, περισσότερες ώρες εργασίας και δυσκολία «αποσύνδεσης», μειωμένη ομαδική εργασία, λιγότερες ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη, μετάθεση λειτουργικού κόστους της επιχείρησης στον εργαζόμενο, μικρότερη δυνατότητα χρήσης εργασιακών δικαιωμάτων, όπως είναι οι υπερωρίες και η γονική άδεια.
Αλλά και για τις επιχειρήσεις η τηλεργασία ενέχει κινδύνους, όπως δυσκολία καλλιέργειας εταιρικής κουλτούρας, αύξηση του κόστους τεχνολογικής υποδομής, θέματα ασφάλειας πληροφοριών και υγιεινής των εργαζομένων, δυσκολίες ελέγχου και συντονισμού των εργαζομένων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκθεση διατυπώνει μια σειρά προτάσεων, μεταξύ των οποίων ότι η τηλεργασία πρέπει να διατηρήσει τον οικειοθελή χαρακτήρα της, ενώ θα έχει πιο θετικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα εάν όλοι οι φορείς είναι επαρκώς προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι για αυτό τον τύπο εργασίας. Επίσης, οι εργαζόμενοι δεν αρκεί απλώς να διαθέτουν θεμελιώδεις δεξιότητες (hard skills), αλλά χρειάζονται και συμπληρωματικές κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες και αξίες (soft skills).
«Για να αποφευχθεί ένα χάσμα τηλεργασίας, με στόχο την προώθηση των ίσων ευκαιριών και την καταπολέμηση του μη αποκλεισμού από την εργασία, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της προσπάθειας για την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων και γνώσεων των εργαζομένων, καθώς και η παροχή εκτεταμένων ευκαιριών κατάρτισης (upskilling και reskilling)», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές Δημοσίου
Παράλληλα, πρόκληση παραμένει και η εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης προς τους προμηθευτές της. Το απόθεμά τους διαμορφώθηκε σε περίπου 1,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, έναντι περίπου 2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΑΤΛΑΣ, το ποσό που αντιστοιχεί στις εκκρεμείς αιτήσεις οριστικής κύριας σύνταξης στο τέλος Νοεμβρίου του 2020 αυξήθηκε σε 594 εκατ. ευρώ (έναντι 576 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2019), εκ των οποίων τα 575 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε ληξιπρόθεσμες αιτήσεις. Επιπλέον, η πρόοδος όσον αφορά την εκκαθάριση των υποχρεώσεων της γενικής κυβέρνησης θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της ρευστότητας της ιδιωτικής οικονομίας.
Η συσσώρευση απλήρωτων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Ως μέτρο αντιμετώπισης έχει συχνά παρασχεθεί η δυνατότητα ρύθμισης οφειλών με ευνοϊκούς όρους. Η πρακτική αυτή, παρά το γεγονός ότι, όταν επαναλαμβάνεται, υπονομεύει τη φορολογική συμμόρφωση, στην παρούσα πρωτοφανή συγκυρία θεωρείται αναγκαία, καθώς το πρόβλημα διογκώθηκε εξαιτίας μιας εξωγενούς απειλής που διατάραξε την ομαλή λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρόσφατες κυβερνητικές αποφάσεις για τη διευθέτηση των οφειλών αποτιμώνται θετικά.
Eξελίξεις στην αγορά ακινήτων
Στάση αναμονής κρατάει η αγορά ακινήτων, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι επενδυτικές κινήσεις, τόσο προς επαγγελματικές όσο και προς οικιστικές χρήσεις, εκμεταλλευόμενες τις τρέχουσες αποδόσεις και στοχεύοντας στην αποκόμιση υπεραξιών μετά την επάνοδο στην κανονικότητας.
Σύμφωνα με τους δείκτες τιμών διαμερισμάτων που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος, οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά κατοικιών αποτυπώνονται στη σταδιακή αποκλιμάκωση των ρυθμών αύξησης των τιμών, σε σχέση με τους αντίστοιχους ρυθμούς του προηγούμενου έτους, καθώς και στις έντονες διαφοροποιήσεις σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο οι τιμές παραμένουν σε τροχιά ανόδου. Οι υψηλότεροι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές διαμερισμάτων καταγράφηκαν στην Αθήνα (7,4%) και στη Θεσσαλονίκη (4,6%).
Ηπιότερος ήταν ο ρυθμός αύξησης στις λοιπές ημιαστικές και αγροτικές περιοχές (1,8%), ενώ οριακή αύξηση (0,1%) σημειώθηκε στις άλλες μεγάλες πόλεις. Στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2020, τα μισθώματα των γραφείων και των καταστημάτων κατέγραψαν μείωση 1,6% και 1,0% αντίστοιχα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, ενώ υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ διαφορετικών θέσεων.
Στη διάρκεια του ενδεκαμήνου του 2020 ο αριθμός των νέων οικοδομικών αδειών για επαγγελματικά ακίνητα μειώθηκε κατά 11,7% ως προς τον αριθμό και κατά 3,8% ως προς τον όγκο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Αυξήσεις ωστόσο καταγράφηκαν στον αριθμό και στον όγκο νέων αδειών για τα γραφεία (11,8% και 36,8% αντίστοιχα), που ενσωματώνουν, μεταξύ άλλων, τις μεγάλες επενδύσεις σε ανακατασκευή εμβληματικών ακινήτων στην Αττική από επενδυτικά χαρτοφυλάκια και εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!