Όπως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης όχι μόνο διατηρείται, αλλά αυξάνεται κατά 500 δισεκατομμύρια ευρώ και φτάνει πλέον στα 1,85 τρισ. ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Η παρέμβαση της ΕΚΤ αφορά αγορές κρατικών, αλλά και εταιρικών ομολόγων. Η χρονική διάρκεια του προγράμματος επεκτείνεται κατά εννέα μήνες, δηλαδή μέχρι τον Μάρτιο του 2022, ενώ δεν αποκλείεται νέα παράταση. Παράλληλα, η ΕΚΤ συνεχίζει την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες του ευρω-συστήματος μέσω ευνοϊκής δανειοδότησης (PELTROs) και χαλαρώνει περαιτέρω τις προϋποθέσεις αποπληρωμής για δάνεια που έχουν ήδη χορηγηθεί.
Το ύψος των επιτοκίων παραμένει αμετάβλητο. Τα τελευταία πέντε χρόνια το βασικό επιτόκιο είναι μηδενικό, ενώ οι εμπορικές τράπεζες καλούνται να πληρώσουν (αρνητικό επιτόκιο 0,5%) για να φυλάξουν τα χρήματά τους στην ΕΚΤ. Στη συνέχεια βέβαια μετακυλίουν το κόστος στους πελάτες τους. Η σημερινή ανακοίνωση στη Φρανκφούρτη ήταν μάλλον αναμενόμενη, καθώς προ ημερών η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε δηλώσει ότι «η ΕΚΤ ήταν εδώ στο πρώτο κύμα της πανδημίας και θα συνεχίσει να είναι εδώ και στο δεύτερο κύμα». Θεωρητικά ο στόχος της Τράπεζας, όπως άλλωστε προβλέπει το καταστατικό της, είναι η διατήρηση του πληθωρισμού σε σταθερά επίπεδα γύρω στο +2% ετησίως. Ο στόχος δεν εκπληρώνεται τα τελευταία χρόνια, ενώ τον Νοέμβριο ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 0,3%. Από τον Μάρτιο του 2015 η Φρανκφούρτη- υπό τον προκάτοχο της Λαγκάρντ, Μάριο Ντράγκι- παρεμβαίνει στην αγορά ομολόγων και έχει ήδη επενδύσει περίπου τρία τρισεκατομμύρια ευρώ σε μία προσπάθεια να αναχαιτίσει την ύφεση και να αποκαταστήσει την απαραίτητη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle.
Εγκώμια, αλλά και κριτική
«Δεν αποτελεί έκπληξη η απόφαση της ΕΚΤ» λέει ο Χόλγκερ Σμίντινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg, ο οποίος επισημαίνει ότι η Φρανκφούρτη «ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες και στηρίζει την προσπάθεια για οικονομική ανάπτυξη. Μόλις κοπάσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας εκτιμάται ότι αυτή η στήριξη σε όρους νομισματικής πολιτικής θα αναθερμάνει την οικονομία και αυτό θα συμβεί το αργότερο από τον Απρίλιο του 2021». Ο Φρίτσι Κέλερ-Γκέιμπ, επικεφαλής οικονομολόγος στην κρατική αναπτυξιακή τράπεζα KfW, επισημαίνει ότι οι αγορές «περίμεναν τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ με την ίδια προσδοκία που περιμένουν τα Χριστούγεννα», ενώ ο συνάδελφός του στην VP Bank, Τόμας Γκίτσελ, υπενθυμίζει ότι «η διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη τους καλοκαιρινούς μήνες τελικά δεν είχε μεγάλη διάρκεια» και κατά συνέπεια η ΕΚΤ «έπρεπε να παρέμβει, προκειμένου να συνεισφέρει το δικό της μερίδιο στην καταπολέμηση της κρίσης».
Δεν λείπουν όμως και οι επικριτές. Ο Αλεξάντερ Κρούγκερ, επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου Lampe, υποστηρίζει ότι «η Covid-19 και ο δομικά χαμηλός πληθωρισμός δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με μέτρα νομισματικής πολιτικής. Απλώς η ΕΚΤ αξιοποίησε τη συγκυρία, ώστε να συνεχίσει την κεκαλυμμένη κρατική χρηματοδότηση και να εξασφαλίσει μεσοπρόθεσμα ευνοϊκά επιτόκια. Aλλά είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρει». Πάντως ο Αλεξάντερ Κρούγκερ εκτιμά ότι «με δεδομένη την υπερχρέωση των κρατών, που θα συνεχίσει να αυξάνεται το 2021, όλα δείχνουν ότι η σημερινή παρέμβαση δεν θα είναι η τελευταία». Υπενθυμίζεται ότι ήδη τον περασμένο Ιούνιο η Φρανκφούρτη είχε αποφασίσει να επεκτείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά 600 δισεκατομμύρια ευρώ, αφήνοντας για μία ακόμη φορά αμετάβλητα τα επιτόκια.
Αιχμές για τα ελληνικά ομόλογα
Αυτή η τακτική της ΕΚΤ προκαλεί έντονη κριτική από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών (ZEW) με έδρα το Μάνχαϊμ της Γερμανίας. Μετά τη νέα παρέμβαση της ΕΚΤ ο Φρίντριχ Χάινεμαν, οικονομολόγος και συνεργάτης του ZEW δηλώνει ότι «η ΕΚΤ κινδυνεύει πλέον να χάσει το μέτρο. Είναι υπερβολή να προσφέρει απόδοση μόλις 0,6% το δεκαετές ελληνικό ομόλογο, όταν συνεχίζεται η υπερχρέωση της χώρας. Μπορεί να είναι σωστό να παρεμβαίνει η ΕΚΤ για να αποτρέψει υπερβολική αύξηση των επιτοκίων σε εποχές κρίσης, αλλά η σχεδόν μηδενική απόδοση κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη αρχίζει πλέον να ξεφεύγει από το κατανοητό πλαίσιο».
Πρόσφατη έρευνα του ZEW και του Ιδρύματος Στρούμπε στη Στουτγάρδη, που δημοσιεύθηκε πριν από τις τελευταίες αποφάσεις της Φρανκφούρτης, επικρίνει το γεγονός ότι η ΕΚΤ αγοράζει «δυσανάλογα μεγάλο αριθμό ομολόγων» από χώρες της ευρωζώνης με υψηλά κρατικά ελλείμματα- κυρίως από την Ιταλία και δευτερευόντως από την Ισπανία και τη Γαλλία. Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με αυτή την τακτική η ΕΚΤ φτάνει στα όρια της απαγορευμένης- σύμφωνα με το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο- έμμεσης ή ακόμη και άμεσης κρατικής χρηματοδότησης. Σύμφωνα πάντως με εκτιμήσεις του πρώτου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) η κριτική δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στην πάγια τακτική της ΕΚΤ, καθώς όλες οι προσπάθειες των επικριτών της να κινηθούν νομικά «προσέκρουσαν σε τείχος».
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!