Εν μέσω διασταυρούμενων πυρών έχει βρεθεί τους τελευταίους μήνες η αμερικανική οικονομία, κυρίως λόγω της δασμολογικής πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Όπου «πυρά», οι διάφοροι και διαφορετικοί κίνδυνοι που απειλούν να βυθίσουν την ισχυρότερη οικονομία του κόσμου - την οποίαν ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να οδηγήσει σε έναν νέο «χρυσό αιώνα». Ανάμεσα στους διάφορους κινδύνους ωστόσο, υπάρχει ένας που ξεχωρίζει - και αυτός, κατά παράδοξο τρόπο, δεν είναι άλλος από την υποτίμηση του δολαρίου.
Υπό κανονικές συνθήκες η φυγή των επενδυτών από το δολάριο δεν θα αποτελούσε μια ανησυχητική εξέλιξη - όπως τονίζει το Associated Press, τα νομίσματα ανεβοκατεβαίνουν διαρκώς λόγω των φόβων για τον πληθωρισμό, των κινήσεων των κεντρικών τραπεζών ή άλλων παραγόντων.
Όμως αυτή τη φορά οι οικονομολόγοι ανησυχούν ότι η πρόσφατη βουτιά του δολαρίου είναι τόσο έντονη, που αντανακλά κάτι πιο ανησυχητικό: μια κρίση εμπιστοσύνης στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ επιχειρεί να αναδιαμορφώσει το παγκόσμιο εμπόριο.
Η κυριαρχία του δολαρίου εν αμφιβόλω
Η κυριαρχία του δολαρίου στο διεθνές εμπόριο και η ιδιότητά του ως ασφαλούς καταφυγίου έχει οικοδομηθεί εδώ και δεκαετίες από κυβερνήσεις τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Αυτή η ισχύς βοηθά τις ΗΠΑ να διατηρούν χαμηλά το κόστος δανεισμού και να προβάλλουν την επιρροή τους διεθνώς — πλεονεκτήματα που, όπως τονίζει το διεθνές πρακτορείο, θα μπορούσαν να εξαφανιστούν εάν τρωθεί η εμπιστοσύνη στη χώρα.
«Η παγκόσμια εμπιστοσύνη και εξάρτηση από το δολάριο χτίστηκε επί μισό αιώνα ή και περισσότερο», λέει ο οικονομολόγος Μπάρι Άιχενγκριν του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ. «Αλλά μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή».
Από τα μέσα Ιανουαρίου, το δολάριο έχει υποχωρήσει κατά 9% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών, σε μια σπάνια και απότομη πτώση.
Αρκετοί επενδυτές που ανησυχούν για τις πολιτικές Τραμπ δεν πιστεύουν ότι το δολάριο θα χάσει σύντομα τη θέση του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ωστόσο, περιμένουν μια σταδιακή υποχώρηση — κι αυτό από μόνο του αρκεί για να προκαλέσει ανησυχία, καθώς τα ποσά που διακυβεύονται είναι τεράστια.
Με το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου να έχει ως νόμισμα αναφοράς το δολάριο, η ζήτηση για το αμερικανικό νόμισμα παραμένει υψηλή παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν διπλασιάσει το ομοσπονδιακό τους χρέος μέσα σε 12 χρόνια ή προβαίνουν σε πολιτικές που υπό κανονικές συνθήκες θα τρόμαζαν τους επενδυτές. Αυτή η ζήτηση επέτρεψε στο αμερικανικό κράτος, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να δανείζονται με πολύ χαμηλά επιτόκια, κάτι που τροφοδότησε την ανάπτυξη και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Η ισχύς του δολαρίου δίνει στις ΗΠΑ και ένα εργαλείο γεωπολιτικής πίεσης: μπορούν να αποκλείσουν χώρες όπως η Βενεζουέλα, το Ιράν και η Ρωσία από το παγκόσμιο σύστημα συναλλαγών.
Όμως πλέον, αυτό το «υπερβολικό προνόμιο», όπως το αποκαλούν οι οικονομολόγοι, φαίνεται να κινδυνεύει.
«Η ιδιότητα του δολαρίου ως ασφαλούς καταφυγίου διαβρώνεται», ανέφερε η Deutsche Bank σε σημείωμα προς πελάτες, κάνοντας λόγο για «κρίση εμπιστοσύνης». Η Capital Economics σχολίασε σε δικό της report: «Δεν είναι πλέον υπερβολή να λέμε πως η θέση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα αμφισβητείται».
Ο πληθωρισμός, οι δασμοί και η ακριβή καθημερινότητα
Παραδοσιακά, οι δασμοί προκαλούν ενίσχυση του δολαρίου, καθώς μειώνεται η ζήτηση για ξένα προϊόντα. Αυτή τη φορά όμως, το αμερικανικό νόμισμα όχι μόνο δεν ενισχύθηκε, αλλά υποχώρησε, αιφνιδιάζοντας τους οικονομολόγους και πλήττοντας τους καταναλωτές. Το δολάριο έχει χάσει πάνω από 5% έναντι του ευρώ και της στερλίνας, και 6% έναντι του γεν από τις αρχές Απριλίου.
Όπως γνωρίζουν καλά οι Αμερικανοί ταξιδιώτες, ένα ισχυρό δολάριο σημαίνει ότι μπορείς να αγοράσεις περισσότερα στο εξωτερικό — ένα αδύναμο δολάριο, το αντίθετο. Πλέον, το γαλλικό κρασί, τα κορεατικά ηλεκτρονικά είδη και άλλες εισαγωγές θα κοστίζουν περισσότερο, όχι μόνο λόγω των δασμών αλλά και εξαιτίας της αποδυνάμωσης του νομίσματος.
Αν υποχωρήσει και ο ρόλος του δολαρίου ως ασφαλούς επένδυσης, οι καταναλωτές μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι και με άλλου είδους επιπτώσεις: με υψηλότερα επιτόκια σε στεγαστικά δάνεια ή για την αγορά αυτοκινήτου, καθώς οι δανειστές θα ζητούν μεγαλύτερες αποδόσεις για τον αυξημένο κίνδυνο.
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το ενδεχόμενο αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης του ομοσπονδιακού χρέους, το οποίο έχει φτάσει το 120% του αμερικανικού ΑΕΠ.
«Οι περισσότερες χώρες με τέτοια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα οδηγούνταν σε μεγάλη κρίση», λέει ο οικονομολόγος Benn Steil από το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων. «Ο μόνος λόγος που τη γλιτώνουμε είναι ότι ο κόσμος χρειάζεται δολάρια για να κάνει εμπόριο. Αλλά κάποια στιγμή, οι αγορές θα αρχίσουν να βλέπουν σοβαρά εναλλακτικές».
Σε άνοδο η Κίνα
Οι εναλλακτικές ήδη εμφανίζονται, με τη βοήθεια των αντιπάλων των ΗΠΑ.
Η Κίνα έχει συνάψει διμερείς εμπορικές συμφωνίες σε γουάν με τη Βραζιλία για αγροτικά προϊόντα, με τη Ρωσία για πετρέλαιο και με τη Νότια Κορέα για βιομηχανικά αγαθά. Παράλληλα, παρέχει δάνεια σε γουάν σε κεντρικές τράπεζες κρατών όπως η Αργεντινή και το Πακιστάν, αντικαθιστώντας σταδιακά το δολάριο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη δυνητική απειλή για την κυριαρχία του δολαρίου: τα κρυπτονομίσματα. Όπως σημείωσε ο πρόεδρος της BlackRock, Larry Fink, στην ετήσια επιστολή του προς τους μετόχους, «αν τα ελλείμματα συνεχίσουν να εκτοξεύονται, η Αμερική κινδυνεύει να χάσει την κυρίαρχη θέση της στα ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία, όπως το Bitcoin».
Αναζητώντας εναλλακτική
Δεν συμφωνούν όλοι ότι η πτώση του δολαρίου οφείλεται κυρίως σε απώλεια εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ.
Ο οικονομολόγος Steve Ricchiuto από τη Mizuho Financial υποστηρίζει ότι η αποδυνάμωση του δολαρίου σχετίζεται με τον αναμενόμενο πληθωρισμό λόγω των δασμών. Ακόμη κι αν οι επενδυτές νιώθουν λιγότερη ασφάλεια για το δολάριο, δεν έχουν πολλές επιλογές, λέει. Κανένα άλλο νόμισμα ή περιουσιακό στοιχείο - ούτε το γουάν, ούτε το bitcoin, ούτε ο χρυσός - δεν έχει αρκετό βάθος για να καλύψει τη συνολική παγκόσμια ζήτηση. «Το δολάριο ΗΠΑ θα χάσει τη θέση του αποθεματικού νομίσματος μόνο αν βρεθεί κάποιο άλλο νόμισμα για να την πάρει», λέει ο Ricchiuto. «Προς το παρόν, δεν υπάρχει τέτοια εναλλακτική».
Πράγματι, σύμφωνα με το AP μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος αντίπαλος αρκετά ισχυρός ώστε να κλονίσει την κυριαρχία του δολαρίου. Όμως ίσως σύντομα να υπάρξει, δεδομένου του «αλλοπρόσαλλου» τρόπου με τον οποίον κινείται ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στο επίπεδο της δασμολογικής πολιτικής. Οι διαδοχικές αλλαγές θέσης, οι ανατροπές επί ανατροπών και η «στρατηγική αβεβαιότητα» κάνουν τις ΗΠΑ - κατά το ΑΡ - να φαίνονται λιγότερο αξιόπιστες, λιγότερο ασφαλείς για τα διεθνή κεφάλαια.
Αμφισβητείται επίσης η λογική πίσω από την πολιτική του Αμερικανού προέδρου. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι οι δασμοί είναι απαραίτητοι για να μειωθούν τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ με άλλες χώρες. Όμως, οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν τα ελλείμματα —που μετρούν μόνο τα αγαθά και όχι τις υπηρεσίες— φτωχό δείκτη αθέμιτου εμπορίου, παρά το αφήγημα του Τραμπ περί «κλοπής από την Αμερική».
Ο Τραμπ έχει επίσης επανειλημμένα απειλήσει την ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, προκαλώντας φόβους ότι θα την αναγκάσει να μειώσει τα επιτόκια για να στηρίξει την οικονομία, ακόμη κι αν αυτό οδηγήσει σε ανεξέλεγκτο πληθωρισμό — κάτι που αποτελεί σίγουρη συνταγή για μαζική φυγή από το δολάριο. Όταν ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, δήλωσε την Τετάρτη ότι δεν θα προχωρήσει άμεσα σε αλλαγές επιτοκίων, ο Τραμπ αντέδρασε με οργή: «Η απομάκρυνση του Πάουελ δεν μπορεί να έρθει αρκετά γρήγορα!»
Η κρίση της στερλίνας
Ορισμένοι οικονομολόγοι που επικρίνουν την ανακοίνωση δασμών της 2ας Απριλίου θυμούνται μια άλλη ιστορική καμπή: την κρίση του Σουέζ το 1956, που διέλυσε την αξιοπιστία της βρετανικής στερλίνας. Η κακοσχεδιασμένη επίθεση στο Σουέζ, γεμάτη στρατιωτικά και διπλωματικά λάθη, υπονόμευσε την εμπιστοσύνη στη Βρετανία και οδήγησε στην κατάρρευση της στερλίνας ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Ο Άιχενγκριν του Μπέρκλεϊ λέει πως η Ημέρα Απελευθέρωσης, όπως την ονόμασε ο Τραμπ, ίσως μείνει στην ιστορία ως μια αντίστοιχη στιγμή καμπής — αν δεν υπάρξει προσοχή. «Αυτό είναι το πρώτο βήμα σε έναν επικίνδυνο κατήφορο, στο πλαίσιο του οποίου η παγκόσμια εμπιστοσύνη στο δολάριο μπορεί να χαθεί», υπογραμμίζει.
Με πληροφορίες από το Associated Press