Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, η Γερμανία και η Γαλλία, βρίσκονται σε κατάσταση έντονης κρίσης, εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας που αντιμετωπίζουν. Αυτές οι κρίσεις όχι μόνο απειλούν την εσωτερική τους σταθερότητα αλλά έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σοβαρούς τριγμούς και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν ένα κλίμα ανησυχίας, καθώς η Γαλλία εισέρχεται σε μια αχαρτογράφητη πολιτική περίοδο, ενώ στη Γερμανία οι επικείμενες εκλογές φέρνουν στο προσκήνιο τον κίνδυνο ενίσχυσης της ακροδεξιάς.
Παρά την ένταση αυτών των αναταράξεων, προκαλεί εντύπωση η σχετική ηρεμία των αγορών. Τα χρηματιστήρια στις δύο χώρες δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες αναταράξεις, το αντίθετο μάλιστα, ενώ το ευρώ φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, παρά από τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Αυτό το φαινόμενο έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη διαρκή αντοχή των αγορών στις πολιτικές προκλήσεις.
Στα ύψη το spread
Βέβαια το spread του γαλλικού 10ετούς ομολόγου έναντι του γερμανικού έφτασε την περασμένη Δευτέρα στις 90 μονάδες βάσης, μια τιμή που είχαμε να δούμε 12 χρόνια από το μακρινό 2012, όταν η κρίση χρέους της Ευρωζώνης ήταν στο απόγειό της.
Οι αναλυτές φοβούνται - όπως γράφει το Reuters - ότι η Γαλλία μπαίνει σε ένα τούνελ βραδυφλεγούς κρίσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας του Γαλλικού Δημοσίου και σε ακόμη πιο ασθενική ανάπτυξη.
Ο οίκος CITI σε ανάλυσή του αναφέρει πως: «Οποιαδήποτε γαλλική κυβέρνηση από τώρα και μέχρι την πλησιέστερη ημερομηνία βουλευτικών εκλογών (Σεπτέμβριος 2025) θα λειτουργήσει σε ένα πλαίσιο πολιτικής αστάθειας και επίμονης αβεβαιότητας με ένα εξαιρετικά περιορισμένο περιθώριο κινήσεων».
Οι αναλυτές με τους οποίους μίλησε η «Η» φοβούνται πως οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται :
- Κατάρρευση του Συμφώνου Σταθερότητας με απρόβλεπτες συνέπειες για την Ευρωζώνη και την ίδια την ενότητα της Ευρώπης. Η Γαλλία κινδυνεύει να μπει στο 2025 χωρίς προϋπολογισμό με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους δημοσιονομικούς κανόνες που πρόσφατα θεσμοθέτησε η Ε.Ε. Αναλυτές θυμίζουν πως κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και πριν την μεγάλη κρίση του 2010. Τότε, πριν το 2009, Γάλλοι και Γερμανοί άρχισαν να παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, ξηλώνοντας το... πουλόβερ και μετά ακολούθησαν οι μικρότερες οικονομίες και ολόκληρη η Ευρώπη.
- Ο γαλλικός ιός μπορεί να επεκταθεί σε όλη την Ευρωζώνη και να επηρεάσει τουρισμό και εξαγωγές και άρα την δική μας οικονομία, δηλαδή την ελληνική. Πολύ περισσότερο όταν ο Τραμπ αναλάβει και επιβάλλει τους δασμούς για τους οποίους έχει προειδοποιήσει.
Δύσκολα τα πράγματα και στη Γερμανία
Και αν η περίπτωση της Γαλλίας κρίνεται - αυτή την στιγμή - «πιο επικίνδυνη» από αυτή της Γερμανίας, σε δεινή θέση είναι και η γερμανική οικονομία. Είναι ενδεικτικό πως ετοιμάζεται να σπάσει το «ιερο δισκοπότηρο», που δεν είναι άλλο από το συνταγματικά κατοχυρωμένο από το 2009 «φρένο χρέους». Η γερμανική κυβέρνηση διαλύθηκε γι αυτό τον λόγο και τώρα έρχεται ο ίδιος ο κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας, ο Διοικητής της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ, με συνέντευξή του στους Financial Times να ζητήσει χαλάρωση της συνταγματικής πρόβλεψης για το «φρένο χρέους», σε μια κίνηση που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει πριν από ένα ή δυο χρόνια.
Η Γερμανία, που ιστορικά υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής οικονομίας, βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η χώρα αναμένεται να εμφανίσει τη χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των βιομηχανικών οικονομιών το 2025, με ρυθμό μόλις 0,7%. Οι προβλέψεις για μηδενική ανάπτυξη ή και ύφεση το 2024 εντείνουν τους φόβους για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό στην ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομία. Αντίθετα, η ευρωζώνη ως σύνολο αναμένεται να παρουσιάσει ελαφρά ανάκαμψη, με ρυθμό ανάπτυξης 1,3% το 2025, γεγονός που υπογραμμίζει την ασθενέστερη θέση της Γερμανίας.
Βασικές αιτίες της γερμανικής κρίσης είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας και η μειωμένη εξαγωγική ζήτηση από την Κίνα. Η γερμανική βιομηχανία, ιδιαίτερα στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και της ενέργειας, αντιμετωπίζει αυξανόμενο ανταγωνισμό από τα κινεζικά προϊόντα. Ο Ρόμπερτ Γκρούντκε, αναλυτής του ΟΟΣΑ, έχει επισημάνει ότι οι γερμανικοί εξαγωγείς υφίστανται σημαντική πίεση, ενώ οι ενεργοβόρες βιομηχανίες δεν έχουν επιστρέψει στα επίπεδα παραγωγής που είχαν πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Επιπλέον, η πολιτική αστάθεια στη Γερμανία εντείνει την αβεβαιότητα, καθώς ο κυβερνητικός συνασπισμός των Σοσιαλιστών, των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων δεν έχει κατορθώσει να συμφωνήσει σε έναν λειτουργικό προϋπολογισμό για το 2025. Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετα εμπόδια στην ανάπτυξη, ενώ καθιστά δύσκολη την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αβεβαιότητα στη Γαλλία
Στη Γαλλία, η κατάσταση είναι εξίσου δύσκολη. Η πτώση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ σηματοδοτεί μια νέα εποχή πολιτικής αβεβαιότητας, καθώς οι αντιδράσεις στη δημοσιονομική του πολιτική ήταν έντονες. Το σχέδιο του Μπαρνιέ για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αν και θεωρήθηκε ρεαλιστικό από συντηρητικούς κύκλους, προκάλεσε την έντονη αντίθεση τόσο της Αριστεράς όσο και της Ακροδεξιάς. Οι προτάσεις του περιλάμβαναν μέτρα ύψους 60 δις ευρώ, που αφορούσαν αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος στο 5% του ΑΕΠ το 2025, από 6,1% το 2023.
Οι αντιδράσεις της αγοράς στη Γαλλία υπήρξαν έντονες. Η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων και η αύξηση των πτωχεύσεων των εταιρειών σε επίπεδα παρόμοια με εκείνα της κρίσης του 2008 δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας. Παράλληλα, η μετάβαση της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας στα ηλεκτρικά οχήματα, σε συνδυασμό με τις αυξημένες τιμές ενέργειας, επιβαρύνει περαιτέρω τον βιομηχανικό τομέα.
Ο ΟΟΣΑ
Ο ΟΟΣΑ συνιστά στη Γερμανία και τη Γαλλία να υιοθετήσουν μια πιο ευέλικτη προσέγγιση στη δημοσιονομική πολιτική. Ειδικότερα, προτείνεται η κατάργηση περιβαλλοντικά επιζήμιων φοροαπαλλαγών και η αναθεώρηση του «φρένου χρέους», που ήταν το «ιερό δισκοπότηρο» στην Γερμανία ώστε να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Ακόμη και ο κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας, ο Διοικητής της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ, με συνέντευξή του στους Financial Times ζήτησε χαλάρωση της συνταγματικής πρόβλεψης για το «φρένο χρέους», σε μια κίνηση που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει πριν από ένα ή δυο χρόνια.
Επιπλέον, για την Ευρωζώνη στο σύνολό της, θεωρείται απαραίτητη η ενίσχυση της ζήτησης μέσω αυξήσεων μισθών και ενισχυμένων κοινωνικών επιδομάτων, που θα μπορούσαν να τονώσουν την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα.
Ανάγκη ευελιξίας
Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι πολιτικές λιτότητας, όπως αυτές που προωθήθηκαν σε προηγούμενες κρίσεις, συχνά οδηγούν σε ύφεση. Η Γερμανία, που στο παρελθόν υπήρξε υπέρμαχος αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων, φαίνεται να αναγνωρίζει πλέον την ανάγκη για μεγαλύτερη ευελιξία στην οικονομική πολιτική. Η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα των δύο μεγαλύτερων οικονομιών, της Γερμανίας και της Γαλλίας, να επιλύσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα και να επαναφέρουν την σταθερότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργασία μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης γίνεται ακόμη πιο επιτακτική. Η αδυναμία συντονισμού θα μπορούσε να προκαλέσει κλιμάκωση της κρίσης, με σοβαρές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική συνοχή.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!