Νέα
  • ΓΔ: 1693.61 +1.31%
  • Τζίρος: 210,07 εκ €
Δείκτες / Μετοχές

Βασίλης Μοναστηριώτης (LSE): Χρειαζόμαστε ανάπτυξη βιώσιμη και μετά το τέλος του RRF - Αύξηση παραγωγικότητας για υψηλότερους μισθούς

Ο Βασίλης Μοναστηριώτης, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και κάτοχος της Έδρας Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών «Ελ. Βενιζέλος» στο London School of Economics & Political Science

Το σημερινό οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας που στηρίζεται εν πολλοίς σε επενδύσεις στην αγορά πώλησης και εκμίσθωσης ακινήτων, όπως και στον τουρισμό, όχι μόνο δεν βοηθάει στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου αλλά τον αναχαιτίζει κιόλας, επειδή οι επιχειρήσεις θα πάνε εκεί όπου υπάρχουν μεγαλύτερα κέρδη και μικρότερα ρίσκα, επισημαίνει ο Βασίλης Μοναστηριώτης, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και κάτοχος της Έδρας Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών «Ελ. Βενιζέλος» στο London School of Economics & Political Science, μιλώντας στην «Η» με αφορμή την συμμετοχή του στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που θα διεξαχθεί από τις 9 έως τις 12 Απριλίου 2025 στους Δελφούς. 

Το Φόρουμ  συμπληρώνει  φέτος 10 χρόνια παρουσίας και αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς για το δημόσιο διάλογο και την ανταλλαγή ιδεών, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση πολιτικών και στρατηγικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. 

Καθώς οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα παραμένουν σημαντικά πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα έλεγα ότι αυτή η ανάπτυξη είναι για την ώρα διατηρήσιμη και θα συνεισφέρει στην σύγκλιση με την Ευρώπη. 

Ο κ. Μοναστηριώτης, χαρακτηρίζει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας «διατηρήσιμη» καθώς οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα παραμένουν σημαντικά πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Ωστόσο, όπως σπεύδει να προσθέσει, «για να προχωρήσουμε μπροστά, η χώρα θα πρέπει να μπει σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης: βιώσιμης και με την περιβαλλοντική έννοια, δηλαδή μια ανάπτυξη που να συνάδει με τους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας και της πράσινης μετάβασης, αλλά και με την έννοια της δυνατότητας ανατροφοδότησής της πέρα του χρονικού ορίζοντα των χρηματοδοτήσεων μέσω ΤΑΑ, όταν τα δημοσιονομικά περιθώρια θα υποχωρήσουνε. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια σειρά δράσεων για τον μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας, οι οποίες δυστυχώς λείπουν». 

Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αρκεί από μόνη της για την επίτευξη μιας γενικότερης αύξησης του γενικού επιπέδου των μισθών. Για κάτι τέτοιο χρειάζεται να σημειωθεί άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγικότητα της οικονομίας γενικότερα. 

Ο ίδιος εξηγεί πως το κλειδί είναι οι στοχευμένες, επιλεκτικές και διαφανείς επιδοτήσεις, που θα υποβοηθούν και θα «κατευθύνουν» τις ιδιωτικές επενδύσεις, σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, ταυτόχρονα με δημόσιες επενδύσεις σε δίκτυα και υποδομές και μια συνεπής πολιτική που να δείχνει ότι η Ελλάδα κινείται μέσω σχεδίου προς την κατεύθυνση της επαναβιομηχανοποίησης και της καινοτομίας.  

Μεγάλο στοίχημα, κατά τον ίδιο, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, καθώς δίνουμε βάρος σε κλάδους με χαμηλή παραγωγικότητα, όπως ο τουρισμός και η εστίαση, ενώ μας λείπει η μεγάλη βιομηχανία που θα έχει τις μεγάλες επενδύσεις. 

Και εκεί οφείλεται το γεγονός πως οι μισθοί στην Ελλάδα είναι ακόμη χαμηλοί. Η αύξηση του κατώτατου μισθού «είναι μια καλή πολιτική», λέει ο κ. Μοναστηριώτης, αλλά δεν φτάνει για την επίτευξη μιας γενικότερης αύξησης του γενικού επιπέδου των μισθών. «Χρειάζεται οικονομικός μετασχηματισμός και παραπάνω επενδύσεις». 

Και στο σημείο αυτό, ο πολύπειρος καθηγητής του LSE, παρατηρεί πως η Ελλάδα δεν έχει σήμερα «μια ολοκληρωμένη πολιτική ανάπτυξης, αυτό που ονομάζουμε νέα βιομηχανική πολιτική». Επομένως, «ελλείψει μιας ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής, είναι φυσικό και οι επιδόσεις της χώρας στην καινοτομία να υστερούν», όταν – κατά τον ίδιο – είναι απαραίτητο ο τομέας της τεχνολογίας και της καινοτομίας να γίνει σημαντική πηγή πλούτου για την ελληνική οικονομία.

Ο κ. Μοναστηριώτης εντοπίζει έλλειψη στρατηγικής για την καινοτομία και την ανάπτυξη. «Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα ποσά που δαπανούμε για έρευνα σε τεχνολογία και καινοτομία είναι πολύ χαμηλά, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Χρειάζεται να γίνουν πολλά παραπάνω ώστε να αναπτυχθεί ένα οικοσύστημα γύρω από τα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις, όπου θα έχουμε και παραγωγή έρευνας και καινοτομίας, αλλά και εξειδικευμένη υιοθέτηση καινούργιων τεχνολογιών από το εξωτερικό».  

Αναφορικά με τους δασμούς και την εμπορική πολιτική Τραμπ, ο Έλληνας καθηγητής ξεκαθαρίζει πως «βρισκόμαστε εντούτοις στην απαρχή ενός νέου παγκόσμιο γεω-οικονομικού μοντέλου και είμαστε φυσικά υποχρεωμένοι να ανταπεξέλθουμε». 

Αυτό που λείπει είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική ανάπτυξης, αυτό που ονομάζουμε «νέα βιομηχανική πολιτική». Ελλείψει μιας ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής, είναι φυσικό και οι επιδόσεις της χώρας στην καινοτομία να υστερούν. 

O Βασίλης Μοναστηριώτης, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και κάτοχος της Έδρας Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών «Ελ. Βενιζέλος» στο London School of Economics & Political Science

Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής: 

Η ελληνική οικονομία «τρέχει» τα τελευταία χρόνια με υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Βλέπετε αυτό τον ρυθμό να είναι διατηρήσιμος μακροπρόθεσμα ώστε να συγκλίνουμε ουσιαστικά με την ΕΕ; 

Η Ελλάδα όντως έχει επιτύχει πολύ θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, ξεπερνώντας σημαντικά τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Οι πηγές αυτής της ανάπτυξης έχουν να κάνουν σίγουρα με κάποιους καλούς χειρισμούς οικονομικής πολιτικής, κυρίως σε σχέση με την πανδημία, από την οποία καταφέραμε και βγήκαμε αρκετά δυναμικά, αλλά έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται ακόμα σε μια φάση ανάκαμψης από την κρίση που μας ταλάνισε την προηγούμενη δεκαετία. 

Από την άλλη, οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν σχετίζονται τόσο πολύ με κάποια σημαντική αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, δηλαδή των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, αλλά κυρίως με έσοδα από «ευκαιριακές» πηγές (τουρισμός, αγορά κατοικίας) και παρεμβάσεις στήριξης της ζήτησης και της κατανάλωσης. 

Σε σχέση με το τελευταίο, σημαντικό ρόλο έχει παίξει η εισροή κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν διοχετευθεί προς την άμεση κατανάλωση (για παράδειγμα μέσω της χρηματοδότησης διαφόρων προγραμμάτων στην αγορά κατοικίας («Σπίτι μου»), στην υγεία («απογευματινά χειρουργεία»), στα πανεπιστήμια («Επισκέπτες Καθηγητές»), και αλλού) επιτρέποντας εν μέρει την εφαρμογή μιας σχετικά επεκτατικής εισοδηματικής πολιτικής (αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και σε διάφορα επιδόματα, μειώσεις φόρων, κλπ). 

Καθώς οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ελλάδα παραμένουν σημαντικά πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, θα έλεγα ότι αυτή η ανάπτυξη είναι για την ώρα διατηρήσιμη και θα συνεισφέρει στην σύγκλιση με την Ευρώπη. 

Για να «προχωρήσουμε μπροστά», ωστόσο, η χώρα θα πρέπει να μπει σε μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης: βιώσιμης και με την περιβαλλοντική έννοια, δηλαδή μια ανάπτυξη που να συνάδει με τους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας και της πράσινης μετάβασης, αλλά και με την έννοια της δυνατότητας ανατροφοδότησής της πέρα του χρονικού ορίζοντα των χρηματοδοτήσεων μέσω ΤΑΑ, όταν τα δημοσιονομικά περιθώρια θα υποχωρήσουνε. 

Κάτι τέτοιο απαιτεί μια σειρά δράσεων για τον μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας, οι οποίες δυστυχώς λείπουνε. 

Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα ποσά που δαπανούμε για έρευνα σε τεχνολογία και καινοτομία είναι πολύ χαμηλά, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. 

Εχετε στο πρόσφατο παρελθόν υπηρετήσει ως μέλος στην Επιτροπή Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων για τον Κατώτατο Μισθό στην Ελλάδα. Οι αυξήσεις των μισθών είναι σήμερα κρίσιμο ζητούμενο στην Ελλάδα. Έχουμε αργήσει με τις αυξήσεις των κατώτατων μισθών; Και τι συμβαίνει με τους μεσαίους μισθούς; Είναι επαρκείς οι αυξήσεις που δίνονται σήμερα; 

Τα τελευταία χρόνια έχει ακολουθηθεί μια αρκετά «ελαστική» πολιτική για τον κατώτατο μισθό, με γενναίες και συνεχείς αυξήσεις του και στόχο να φτάσουμε τα €950 μέχρι το 2027. 

Αυτή είναι μια καλή πολιτική: ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν χαμηλός – τόσο σε σύγκριση με τα Ευρωπαϊκά επίπεδα όσο και σε σύγκριση με τον μέσο και τον διάμεσο μισθό στην χώρα – και αυτό ήταν κάτι που είχαμε επισημάνει από το 2018 όταν συμμετείχα στην Επιτροπή αλλά και κάτι που έχει επισημάνει η Επιτροπή και με τη νεότερή της σύνθεση. 

Από την άλλη, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αρκεί από μόνη της για την επίτευξη μιας γενικότερης αύξησης του γενικού επιπέδου των μισθών. Για κάτι τέτοιο χρειάζεται να σημειωθεί άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγικότητα της οικονομίας γενικότερα. 

Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: έχουμε αρκετούς κλάδους οι οποίοι έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, ιδίως στον τουρισμό και στην εστίαση, την αγροτική παραγωγή, κλπ. 

Μας λείπει η μεγάλη βιομηχανία που θα έχει τις μεγάλες επενδύσεις. Αλλά ακόμα και στον τομέα των υπηρεσιών, έχουμε μια σχετική εξειδίκευση σε υπηρεσίες προς τον καταναλωτή, όπου οι δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας είναι πιο περιορισμένες. Ένα αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η διαβάθμιση των μισθών μέσα στη μισθολογική κλίμακα στην Ελλάδα είναι αρκετά συμπιεσμένη – δεν έχουμε δηλαδή τους πολύ μεγάλους μισθούς που θα τραβήξουν τον μέσο προς τα επάνω. 

Αυτό είναι εν μέρη απόρροια και των πολιτικών που ακολουθήθηκαν στην περίοδο της κρίσης, αλλά έχει να κάνει και με την σύνθεση της οικονομίας (μικρές επιχειρήσεις, χαμηλές επενδύσεις, χαμηλές προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης μέσα στην επιχείρηση) όπως και με τις μισθολογικές πολιτικές των επιχειρήσεων. 

Αυτό κρατάει και τον κατώτατο μισθό σχετικά χαμηλά, αφού – σύμφωνα και με την πρόσφατη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ο κατώτατος πρέπει να προσεγγίζει το 50% του μέσου μισθού στην οικονομία. Όταν λοιπόν οι υψηλοί μισθοί είναι χαμηλοί, τότε και ο μέσος είναι χαμηλός, άρα και ο κατώτατος κρατιέται σε χαμηλά επίπεδα. Το ζήτημα επομένως είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Και αυτό χρειάζεται και κάποιου βαθμού οικονομικό μετασχηματισμό και παραπάνω επενδύσεις.  

Το ερώτημα δεν είναι τόσο πολύ αν θα μπορούσε ο τομέας της τεχνολογίας και της καινοτομίας να γίνει σημαντική πηγή πλούτου για την ελληνική οικονομία – το θέμα είναι ότι είναι απαραίτητο να συμβεί αυτό, οπότε το ερώτημα είναι ακριβώς ποιες είναι οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί. 

Ο τομέας της έρευνας είναι ένας τομέας που πάσχει στην Ελλάδα διαχρονικά. Είστε μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας της Ελλάδας. Θα μπορούσε η έρευνα και η καινοτομία να γίνει σημαντική πηγή πλούτου για την ελληνική οικονομία και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Νομίζω ότι το ερώτημα δεν είναι τόσο πολύ αν θα μπορούσε ο τομέας της τεχνολογίας και της καινοτομίας να γίνει σημαντική πηγή πλούτου για την ελληνική οικονομία – το θέμα είναι ότι είναι απαραίτητο να συμβεί αυτό, οπότε το ερώτημα είναι ακριβώς ποιες είναι οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί. 

Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα ποσά που δαπανούμε για έρευνα σε τεχνολογία και καινοτομία είναι πολύ χαμηλά, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Υπάρχει ένα έλλειμα σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο – αλλά και σε σχέση με χώρες τις οποίες θέλουμε να θεωρούμε συγκρίσιμες με εμάς – στην επένδυση που κάνουμε σε έρευνα και νέες τεχνολογίες, αλλά και σχετικά χαμηλή καινοτομία των επιχειρήσεων, ακριβώς λόγω του μεγέθους τους και της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. 

Όπως ανέφερα, ένα μεγάλο κομμάτι βρίσκεται σε υπηρεσίες προς καταναλωτές και υπηρεσίες χαμηλής εξειδίκευσης όπως ο τουρισμός και η εστίαση, όπου το περιθώριο καινοτομίας είναι σχετικά χαμηλό. Για να ξεπεραστεί κάτι τέτοιο, και για να ανέβουν και οι ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και τεχνολογία, αυτό που χρειάζεται είναι μία στρατηγική καινοτομίας και στήριξης της έρευνας και τεχνολογίας. 

Αυτό ξεκινάει από την στήριξη της πρωτογενούς και δευτερογενούς έρευνας στα πανεπιστήμια, με περισσότερη χρηματοδότηση και περισσότερη εξωστρέφεια – κάποια βήματα γίνονται σε αυτή την κατεύθυνση, για παράδειγμα οι χρηματοδοτήσεις μέσω προγραμμάτων του ΕΛΙΔΕΚ, το οποίο όμως φαίνεται να χάνει την χρηματοδοτική του δύναμη, όπως μάθαμε πρόσφατα κατά την ενημέρωσή μας στο Εθνικό Συμβούλιο – και συνεχίζει με τη σύνδεση του πανεπιστημίου με την παραγωγή και την διασύνδεση των επιχειρήσεων μέσα σε συστήματα γνώσης (knowledge networks). 

Έχουμε σήμερα και κάποιες καινούργιες δομές με τον Νόμο 5082/2024, ειδικά για την επαγγελματική κατάρτιση, αλλά χρειάζεται να γίνουν πολλά παραπάνω ώστε να αναπτυχθεί ένα οικοσύστημα γύρω από τα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις, όπου θα έχουμε και παραγωγή έρευνας και καινοτομίας, αλλά και εξειδικευμένη υιοθέτηση καινούργιων τεχνολογιών από το εξωτερικό. 

Υπάρχουν κλάδοι οι οποίοι έχουν δυναμικότητα – ακόμα και σε τεχνολογία πολεμικών υλικών αλλά και σε φαρμακευτικά, στην πληροφορική, σε τμήματα του τομέα της υγείας – αλλά και εκεί δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει συντελεστεί κάποια μεταστροφή που κατάφερε να δημιουργήσει την εδραίωση ενός οικοσυστήματος τεχνολογίας και καινοτομίας. 

Μπορούμε βέβαια ως έναν βαθμό να σημειώσουμε ότι και το θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ιδιαίτερα θετικό: παρόλες τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης, έχουμε ακόμα αρκετούς γραφειοκρατικούς περιορισμούς που δεν βοηθούν την καινοτομία. 

Αλλά πιστεύω ότι κύριoς παράγοντας παραμένει η έλλειψη στρατηγικής για την καινοτομία και την ανάπτυξη, η οποία να δίνει τη κατεύθυνση και τα κίνητρα – ή να βοηθάει στον παραμερισμό των εμποδίων – για την δημιουργία τέτοιων οικοσυστημάτων στη βάση συνεργασιών μεταξύ συγκεκριμένων κλάδων και φυσικά με βάση την εξωστρέφεια και τον ανταγωνισμό. 

Αυτό που λείπει δηλαδή είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική ανάπτυξης, αυτό που ονομάζουμε «νέα βιομηχανική πολιτική». Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η βιομηχανική πολιτική εμπεριέχει την πολιτική για την καινοτομία: η πολιτική καινοτομίας είναι στο κέντρο της νέας βιομηχανικής πολιτικής, της πολιτικής ανάπτυξης, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη (Αμερική, Κίνα, κλπ). Επομένως, ελλείψει μιας ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής, είναι φυσικό και οι επιδόσεις της χώρας στην καινοτομία να υστερούν. 

Βρισκόμαστε στην απαρχή ενός νέου παγκόσμιο γεω-οικονομικού μοντέλου και είμαστε φυσικά υποχρεωμένοι να ανταπεξέλθουμε. 

Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει υιοθετήσει – όπως υποσχέθηκε – μια επιθετική εμπορική πολιτική προαναγγέλοντας δασμούς σε διάφορα προϊόντα. Πώς εκτιμάτε ότι αυτή η πρακτική θα επηρεάσει τελικά την ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία; Και η Ευρώπη είναι έτοιμη να απαντήσει σε κάτι τέτοιο;

Η εμπορική πολιτική της νέας ηγεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών είναι όχι μόνο επιθετική αλλά και επικίνδυνη – τόσο για την Ευρώπη όσο και για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. 

Δυστυχώς, το ότι η πολιτική αυτή θα επηρεάσει την Ευρώπη – και την Ελλάδα – είναι δεδομένο, είτε ο νέος Πρόεδρος αποφασίσει να ανοίξει εμπορικό πόλεμο με την Ευρώπη είτε όχι. 

Οι επιδράσεις θα είναι τόσο άμεσες, για τις κατηγορίες προϊόντων όπου θα μπουν νέοι δασμοί, όσο και έμμεσες, μέσω των δασμών που θα επιβληθούν σε και από τρίτες χώρες. Ας μην ξεχνάμε αυτό που δείχνει να αγνοεί η προεδρία του Τραμπ, ότι το εμπόριο πλέον δεν είναι μια απλή ανταλλαγή τελικών προϊόντων (π.χ.: εμείς εξάγουμε τομάτες και εσείς εξάγετε αυτοκίνητα). 

Οι χώρες συμμετέχουν σε μία παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα παραγωγής και οι δασμοί επηρεάζουν το κόστος παραγωγής και από τις δύο μεριές – της χώρας που επιβάλλει τους δασμούς και της χώρας που τους υφίσταται – και μειώνουν την αποτελεσματικότητα και την ευημερία του συστήματος γενικά. 

Βρισκόμαστε εντούτοις στην απαρχή ενός νέου παγκόσμιο γεω-οικονομικού μοντέλου και είμαστε φυσικά υποχρεωμένοι να ανταπεξέλθουμε. 

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θεωρώ ότι η Ευρώπη έχει τις δυνατότητες και τη διάθεση να πάρει τα ηνία και να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις – και νομίζω ότι οι πολύ πρόσφατες κινήσεις που βλέπουμε από τη νέα ηγεσία στην Γερμανία, αλλά και από τον Μακρόν στη Γαλλία ή τον Στάρμερ στη Βρετανία το δείχνουν αυτό. 

Η Ελλάδα φυσικά πρέπει να ακολουθήσει την Ευρωπαϊκή της πορεία: δεν έχει βέβαια τη δυνατότητα να μπει σε έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αλλά δεν θα ήταν σοφό και να επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί από τον κεντρικό Ευρωπαϊκό άξονα. 

Θα πρέπει οι επιχειρήσεις και κλάδοι που επηρεάζονται πιο πολύ από τους νέους δασμούς να διευκολυνθούν διαφορετικά, μέσα από στοχευμένες επιδοτήσεις και κρατικές προμήθειες που θα ενισχύουν την Ευρωπαϊκή αλυσίδα παραγωγής

Αλλά θα έλεγα ότι ούτε η Ευρώπη θα πρέπει να μπει στον πειρασμό ενός εμπορικού πολέμου. Αυτό που θα πρέπει να είναι η απάντηση της Ευρώπης – άρα και της Ελλάδας – είναι να ανανεώσει την πολιτική επιδοτήσεων που έχει προς την παραγωγή – με εξυπνότερες και πιο στοχευμένες δράσεις που θα στηρίζουν την επιχειρηματικότητα, την ανταγωνιστικότητα και τον οικονομικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση των πράσινων και ψηφιακών τεχνολογιών και της καινοτομίας. 

Θα πρέπει οι επιχειρήσεις και κλάδοι που επηρεάζονται πιο πολύ από τους νέους δασμούς να διευκολυνθούν διαφορετικά, μέσα από στοχευμένες επιδοτήσεις και κρατικές προμήθειες που θα ενισχύουν την Ευρωπαϊκή αλυσίδα παραγωγής και ένα ανανεωμένο χρηματοδοτικό και κανονιστικό πλαίσιο που θα ωθεί τις επιχειρήσεις να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, όχι ως προς την τιμή, μέσω επιβολής αντιμετρικών δασμών  – αυτό θα μας φέρει και πληθωρισμό, μιας και δεν είμαστε αυτάρκεις ως οικονομία – άλλα ως προς την ποιότητα και καινοτομία των προϊόντων τους. 

Είναι στο συμφέρον της Ελλάδας να πάρει έναν ηγετικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, καθώς είναι πολύ εύκολο οι εξελίξεις να μας ξεπεράσουν πολύ γρήγορα. 

Πολλά χρόνια μιλάμε για «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου» της χώρας και παραγωγική ανασυγκρότηση. Ωστόσο η ατμομηχανή της ανάπτυξης παραμένει ο τουρισμός, ένας κλάδος ευάλωτος σε αναταράξεις όπως η πανδημία, η πληθωριστική κρίση ή ακόμη και οι σεισμοί φέτος στη Σαντορίνη. Γιατί δεν μπορούμε να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο;

Μια γρήγορη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι δεν είναι εύκολο να αλλάξει ένα παραγωγικό σύστημα, γιατί είναι βαθιά ριζωμένο στην οικονομική (υπερ)δομή, την κουλτούρα του τόπου και το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. 

Από την άλλη, φυσικά η απάντηση έχει να κάνει με συγκεκριμένες επιλογές πολιτικής. Ο τουρισμός παίζει έναν μεγάλο ρόλο στην οικονομία άρα υπάρχουν και κάποιες αντιστάσεις από διάφορες κοινωνικές και τοπικές ομάδες: δεν είναι εύκολο να φορολογήσεις τον τουρισμό ή να περιορίσεις μέσω κανονιστικών διατάξεων την τουριστική δραστηριότητα. 

Επιπλέον, ο τουρισμός είναι μία σχετικά εύκολη πηγή εσόδων, η οποία φυσικά είναι πολύ ευπρόσδεκτη τόσο για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο όσο και για την οποιαδήποτε κυβέρνηση βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας – να θυμίσω ότι ο τουρισμός ήταν μέσα στο αναπτυξιακό πλάνο και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. 

Στον σχεδιασμό πολιτικής ωστόσο, οφείλει κανείς να ζυγίζει τα μεσοπρόθεσμα οφέλη με τα μακροπρόθεσμα οφέλη. Όπως αναφέρετε στην ερώτησή σας, ο τουρισμός είναι μια ευάλωτη πηγή ανάπτυξης: είναι ευάλωτος σε αναταράξεις πληθωριστικές, κοινωνικές, πολιτικές, γεωπολιτικές, γεωμορφολογικές, και άλλες. 

Το μοντέλο που έχουμε τώρα, στηριζόμενο εν πολλοίς σε επενδύσεις στην αγορά πώλησης και εκμίσθωσης ακινήτων και στον τουρισμό (μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και συγκροτήματα) όχι μόνο δεν βοηθάει στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου αλλά τον αναχαιτίζει κιόλας – γιατί ακριβώς οι επιχειρήσεις θα πάνε πάντα εκεί όπου υπάρχουν μεγαλύτερα κέρδη και μικρότερα ρίσκα. 

Για να αλλάξει όμως το παραγωγικό μοντέλο δεν αρκεί αυτή η διαπίστωση και η εκδήλωση προθέσεων για οικονομικό μετασχηματισμό. Αυτό που χρειάζεται είναι η ύπαρξη μιας συγκροτημένης και ολοκληρωμένης αναπτυξιακής πολιτικής – αυτό που λέμε «νέα βιομηχανική πολιτική» – η οποία θα έχει συγκεκριμένες δράσεις σε ένα φάσμα πεδίων πολιτικής: από την εκπαίδευση και το πώς (ή κατά πόσο) στηρίζουμε την ανάπτυξη δεξιοτήτων μέσα στο εργατικό δυναμικό (δεξιότητες που να έχουν να κάνουν με νέες τεχνολογίες κλπ), μέχρι την φορολογική πολιτική (πώς φορολογούμε τους διάφορους κλάδους και τις διάφορες δραστηριότητες) και τις πολιτικές κινήτρων (για τις επενδύσεις, την έρευνα, την καινοτομία και την ανάληψη ρίσκου). 

Αυτά τα πράγματα θέλουν συγχρονισμό και συνεννόηση με τους εμπορικούς και γεωστρατηγικούς μας εταίρους, ιδίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά θέλουν φυσικά και τολμηρές δράσεις με σημαντικό εμπροσθοβαρές κόστος και επομένως και μεγάλη προσήλωση και δέσμευση στους στόχους της πολιτικής. 

Το μοντέλο που έχουμε τώρα, στηριζόμενο εν πολλοίς σε επενδύσεις στην αγορά πώλησης και εκμίσθωσης ακινήτων και στον τουρισμό (μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και συγκροτήματα) όχι μόνο δεν βοηθάει στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου αλλά τον αναχαιτίζει κιόλας – γιατί ακριβώς οι επιχειρήσεις θα πάνε πάντα εκεί όπου υπάρχουν μεγαλύτερα κέρδη και μικρότερα ρίσκα. 

Για να ανακοπεί λοιπόν αυτή η εξάπλωση του τουρισμού, που είναι ανισοβαρής για την οικονομία, θα πρέπει να μειώσουμε τα κέρδη σε αυτόν τον κλάδο, μεγαλώνοντας τα κέρδη στους άλλους κλάδους. Πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο; Μειώνοντας τα ρίσκα που υπάρχουν στους άλλους κλάδους: Θα πρέπει να υπάρχουν επιδοτήσεις – στοχευμένες, επιλεκτικές, αλλά διαφανείς – που θα υποβοηθούν και θα «κατευθύνουν» τις ιδιωτικές επενδύσεις, θα πρέπει να υπάρχουν και δημόσιες επενδύσεις (σε δίκτυα, υποδομές, κλπ) που θα μειώνουν το κόστος εισόδου σε νέους κλάδους και δραστηριότητες, αλλά πάνω από όλα θα πρέπει να υπάρχει και μια συνεπής πολιτική που να δείχνει ότι κινούμαστε προς την κατεύθυνση της επαναβιομηχανοποίησης και της καινοτομίας μέσω σχεδίου. 

Να μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι αυτά όλα δεν σχεδιάζονται ούτε στο πόδι ούτε ερήμην των άλλων (κερδισμένων ή χαμένων). Για να σχεδιάσει μια επιτυχημένη βιομηχανική-αναπτυξιακή πολιτική πρέπει κανείς να μπορέσει να εντοπίσει, και να αναλύσει, ποιες είναι οι ανεκμετάλευτες δυνατότητες της οικονομίας (αυτό που αναφέρεται ως latent comparative advantages) και πώς μπορούν αυτές οι δυνατότητες να αναπτυχθούν μέσα από την ενσωμάτωση της παραγωγής σε περιφερειακές και παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, ώστε να επιφέρουν την ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγουμε και των εξειδικεύσεων της παραγωγικής μας βάσης. 

Πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι χτύπησε ένα ηχηρό καμπανάκι για την πορεία της   Ευρώπης, στοιχειοθετώντας στο πόρισμά του γιατί η ΕΕ χάνει συνεχώς σε ανταγωνιστικότητα από την Κίνα και τις ΗΠΑ και κινδυνεύει με αποβιομηχάνιση. Προλαβαίνει η Ευρώπη να γεφυρώσει το χάσμα της ανταγωνιστικότητας; 

Η έκθεση Ντράγκι και οι πιο πρόσφατες παρεμβάσεις του λειτουργούν όπως λέτε ως ένα ηχηρό καμπανάκι για την πορεία της Ευρώπης, θα έλεγα όμως ότι έχουν και κάποια προβλήματα. 

Για παράδειγμα, ναι μεν η Ευρώπη χρειάζεται να στηρίξει την ανταγωνιστικότητά της, να επενδύσει στην επαναβιομηχάνιση, να μπει πιο γερά στην παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και να παράγει προϊόντα με μεγαλύτερη επάρκεια, αυτάρκεια και σε πιο στρατηγικούς κλάδους. 

Το κάνει αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια μια πολύ έντονη και πολύ γενναία και συγκροτημένη, θα έλεγα, βιομηχανική πολιτική. Σίγουρα πολλά βήματα χρειάζονται ακόμα. Αλλά θα έλεγα ότι είμαστε σε μια καλή πορεία, τόσο από στενή οικονομική άποψη όσο και από μια γενικότερη άποψη περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας – δηλαδή όχι μόνο να έχουμε περισσότερη ανάπτυξη και περισσότερη παραγωγική ικανότητα, αλλά και αυτή η ανάπτυξη να είναι σε μια κατεύθυνση που να είναι θεμιτή: πράσινη, δίκαιη, βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς και μεγάλες ανισότητες. 

Εκεί που θα έβαζα μια ένσταση σε αυτά που λέει ο Ντράγκι είναι το κατά πόσο το κανονιστικό πλαίσιο της Ευρώπης και οι οικονομικές ρυθμίσεις (regulation) αποτελούν εμπόδιο σε αυτό. 

Διαφωνώντας με κάποιες από τις ερμηνείες του μηνύματος Ντράγκι, θα έλεγα ότι η λύση δεν είναι να γίνουμε «Αμερική», να πάρουμε τον κατήφορο (race tothe bottom) της έλλειψης ρύθμισης, αλλά να στηρίξουμε αντ’αυτού την δικιά μας οικονομία, σεβόμενοι τους κανόνες που έχουμε, και βελτιώνοντας το οικονομικό και κοινωνικό μας μοντέλο. 

Φυσικά, συγκρινόμενοι με τις ΗΠΑ για παράδειγμα, έχουμε πολύ «βαριές» ρυθμίσεις στις αγορές, οι οποίες όντως λειτουργούν ως ένας φόρος – που είναι ίσως μεγαλύτερος και από τους δασμούς που απειλεί να εφαρμόσει ο Τραμπ, όπως ανέφερε ο Ντράγκι πρόσφατα. 

Από την άλλη, αυτό το κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο είναι και ένα μεγάλο ατού, ένα πλεονέκτημα, το οποίο διασφαλίζει κάποιο ελάχιστο επίπεδο ποιότητας για τους καταναλωτές και ασφάλειας για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τόσο από άποψη περιβαλλοντικής προστασίας, όσο και από άποψη υγειονομικής, εργασιακής, κλπ. 

Διαφωνώντας λοιπόν με κάποιες από τις ερμηνείες του μηνύματος Ντράγκι, θα έλεγα ότι η λύση δεν είναι να γίνουμε «Αμερική», να πάρουμε τον κατήφορο (race tothe bottom) της έλλειψης ρύθμισης, αλλά να στηρίξουμε αντ’αυτού την δικιά μας οικονομία, σεβόμενοι τους κανόνες που έχουμε, και βελτιώνοντας το οικονομικό και κοινωνικό μας μοντέλο. 

Οι προϋποθέσεις για να γίνει κάτι τέτοιο υπάρχουν, οι δράσεις είναι σε καλό δρόμο, αλλά πρέπει φυσικά να εντείνουμε τις προσπάθειες – εν μέρει στηρίζοντας και την πολεμική μας βιομηχανία (όπως διαφαίνεται με τις τελευταίες εξελίξεις από τη Σύνοδο του Λονδίνου), γιατί η πολεμική βιομηχανία είναι άμεσα συνδεδεμένη και με την καινοτομία, αλλά στηρίζοντας και τη βιομηχανία σε όλο το εύρος της. 

Ο ανταγωνισμός φυσικά είναι μεγάλος και έντονος (είναι σαφές το παιχνίδι που γίνεται στην Ουκρανία για τις σπάνιες γαίες και ας μη ξεχνάμε άλλωστε και το πόσο δυναμικά μπήκε η Κίνα στις οικονομίες της Αφρικής για τον ίδιο λόγο, ή το πώς αντιδρά η Ευρώπη σε αυτόν τον ανταγωνισμό μέσω του Κανονισμού για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες), αλλά η Ευρώπη έχει τη δύναμη, το οικονομικό και θεσμικό εκτόπισμα, για να μπορέσει να στήσει ένα μοντέλο επαναβιομηχάνισης το οποίο θα είναι και ανταγωνιστικό αλλά και φιλικό προς τον πλανήτη και τον πολίτη. 

Ημερησία στο Google News Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!

Διαβάστε επίσης:

  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς

Newsletter

Η ημέρα ξεκινάει εδώ. Το imerisia.gr ετοιμάζει το δικό του newsletter. Κάντε εγγραφή εδώ για να είστε οι πρώτοι που θα λαμβάνετε όλες τις οικονομικές ειδήσεις της ημέρας.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ - ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑ TALKS

Περισσότερα

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΝΕΑ - ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑ TALKS