Η τράπουλα της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να είναι δυστυχώς σημαδεμένη κατά των κλάδων υψηλής παραγωγικότητας, διαπιστώνει ο επιφανής οικονομολόγος Δρ. Κώστας Μεγήρ, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Yale, κάτοχος της έδρας Douglas A Warner III και μέλος της περίφημης Επιτροπής Πισσαρίδη, που συνέταξε το πόρισμα για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση της πανδημίας.
Κάποιες ιδέες από το σχέδιο της Επιτροπής Πισσαρίδη αξιοποιήθηκαν, ενώ άλλες – ίσως οι πιο ριζοσπαστικές – έμειναν στα χαρτιά
Ο κ. Μεγήρ μιλά στην «Η» εν όψει της άφιξής του στην Ελλάδα για το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που γιορτάζει φέτος τα δέκατα γενέθλιά του στον ομφαλό του κόσμου μεταξύ 9 και 12 Απριλίου. Το Φόρουμ συμπληρώνει φέτος 10 χρόνια παρουσίας και αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς για το δημόσιο διάλογο και την ανταλλαγή ιδεών, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση πολιτικών και στρατηγικών σε εθνικό και διεθνές επιπεδο.
Ο κ. Μεγήρ καλείται να κάνει μια πρώτη αποτίμηση της εφαρμογής του σχεδίου Πισσαρίδη: «Κάποιες ιδέες αξιοποιήθηκαν, ενώ άλλες – ίσως οι πιο ριζοσπαστικές – έμειναν στα χαρτιά», παρατηρεί για να προσθέσει πως «δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει αυτή την στιγμή η πολιτική βούληση για ριζικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις», καθώς πρέπει να δημιουργηθούν οι όροι για έναν αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας.
Δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει αυτή την στιγμή η πολιτική βούληση για ριζικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις καθώς πρέπει να δημιουργηθούν οι όροι για έναν αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας
«Όταν οι πιο προηγμένες οικονομίες προωθούν την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) και την τεχνολογία, η Ελλάδα φαίνεται να μένει εξαρτημένη από τους λιγότερο παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας»… Αυτές είναι οι συνέπειες, εκτιμά, «μιας οικονομίας που είναι ακόμη περιορισμένη από τις διαρθρωτικές της αδυναμίες».
Ο επιφανής καθηγητής Οικονομικών θυμάται ένα ρητό που λέει, «καμία κρίση δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένη», καθώς φωτίζει την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και πυροδοτεί το αναγκαίο consensus. «Εμείς φαίνεται πως χαραμίσαμε την ευκαιρία της κρίσης, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Τώρα, η μεταρρύθμιση και ο μετασχηματισμός της Ελλάδας είναι δυσκολότερος και απαιτεί απόλυτα αποφασισμένη ηγεσία, που θα ρισκάρει ακόμη και το πολιτικό της μέλλον, για να το πετύχει».
Αιχμηρός είναι ο κ. Μεγήρ για το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα, οι οποίοι – όπως λέει – είναι πολύ χαμηλοί ακόμη και για εργαζόμενους με υψηλή εξειδίκευση.
Εμείς φαίνεται πως χαραμίσαμε την ευκαιρία της κρίσης, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Τώρα, η μεταρρύθμιση και ο μετασχηματισμός της Ελλάδας είναι δυσκολότερος και απαιτεί απόλυτα αποφασισμένη ηγεσία, που θα ρισκάρει ακόμη και το πολιτικό της μέλλον, για να το πετύχει
«Ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης», υποστηρίζει, «είναι απλώς μια αργή επαναφορά στα επίπεδα που ήταν η οικονομία πριν την κρίση και ακόμη η ποιότητα ζωής είναι κάτω από τον πήχη της προ-κρίσης εποχής».
Η Ελλάδα, συνεχίζει να έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες παραγωγικότητας ανά εργατοώρα, «κάτι που καθιστά τα προϊόντα μας ακριβά και όχι ανταγωνιστικά στις αγορές του εξωτερικού, όπως επίσης τις επενδύσεις λιγότερο επικερδείς στο εσωτερικό, μείγμα που οδηγεί στους χαμηλούς μισθούς που παρατηρούμε στην Ελλάδα».

Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Μεγήρ
Ζούμε σε ασταθείς περιόδους ιδιαίτερων γεωπολιτικών εντάσεων. Και η παγκόσμια οικονομία μόλις βγαίνει από έναν μεγάλο πληθωριστικό κύκλο με αυξημένα επιτόκια. Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την πορεία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας;
Πραγματικά δεν μπορώ να εκτιμήσω. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι οι πολιτικοί θα διατηρήσουν μια σταθερή πορεία και θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να εξηγήσουν τις πολιτικές τους και να πείσουν τους ανήσυχους πολίτες ότι αυτές οι πολιτικές θα έχουν μεγάλα οφέλη. Πρέπει επίσης να βεβαιωθούν ότι εφαρμόζουν πολιτικές για την προστασία αυτών που πλήττονται περισσότερο από την οικονομική αναταραχή.
Μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της πολιτικής στην Ευρώπη είναι η έλλειψη επικοινωνίας και η έλλειψη προστασίας για όσους αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω από την παγκοσμιοποίηση ή την πανδημία. Υπάρχει ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας που ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το είδαμε στην Ελλάδα με την οικονομική κρίση και την άνοδο του Σύριζα και μάλιστα της Χρυσής Αυγής. Το βλέπουμε τώρα να συμβαίνει και στην Δυτική Ευρώπη με την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων όπως το AfD στην Γερμανία ή το κόμμα της Λεπέν στην Γαλλία.
Υπάρχει ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας που ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα, με απρόβλεπτες συνέπειες
Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικοί πρέπει να προτεραιοποιήσουν την ασφάλεια και να μειώσουν τις εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ. Αυτά είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της Ευρώπης.
Ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει υιοθετήσει – όπως υποσχέθηκε – μια επιθετική εμπορική πολιτική επιβάλλοντας δασμούς σε διάφορα προϊόντα. Πώς εκτιμάτε ότι αυτή η πρακτική θα επηρεάσει τελικά την ευρωπαϊκή οικονομία; Και η Ευρώπη είναι έτοιμη να απαντήσει σε κάτι τέτοιο;
Οι δασμοί και ο προστατευτισμός της οικονομίας έχουν αρνητικές επιπτώσεις βραχυπρόθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες, οικονομικές όσο και πολιτικές. Το διεθνές εμπόριο, όπως έχει διαρθρωθεί τις τελευταίες τρεις 10ετίες έχει εξαιρετικά θετικές επιπτώσεις, μειώνοντας την φτώχεια και – σε αντίθεση με την εμπεδωμένη λαϊκή πεποίθηση – λειαίνοντας και τις ανισότητες, αν και υπάρχει μια μερίδα πολιτών που ξεκάθαρα έχουν πληγεί και αφεθεί πίσω.
Η επιβολή δασμών θα πληγώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία απεγνωσμένα ψάχνει να βρει αναπτυξιακή πορεία. Η πορεία προς την ανάπτυξη θα έρθει με αύξηση της παραγωγικής δραστηριότητας και επέκταση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιείται η Ευρώπη. Ενας εμπορικός πόλεμος είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη αλλά ακόμη και οι ΗΠΑ.
Η επιβολή δασμών θα πληγώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία απεγνωσμένα ψάχνει να βρει αναπτυξιακή πορεία
Θα έλεγα πως μια βαθύτερη συνεργασία της Ευρώπης με τις ΗΠΑ στο εμπόριο θα ήταν ο ενδεδειγμένος δρόμος αυτή τη στιγμή, δεδομένης της εκρηκτικής ανάπτυξης στην Κίνα, όπως και της επιθετικότητας της Ρωσίας. Από την άλλη, βέβαια, η ΕΕ είναι η ίδια από μόνη της πολύ προστατευτική.
Ένα καλό παράδειγμα είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική, που βλάπτει σοβαρά τόσο την ίδια την Ευρώπη (μειώνοντας την παραγωγικότητα και διαταράσσοντας τις επενδυτικές αποφάσεις) αλλά και τρίτες χώρες, όπως για παράδειγμα οι Αφρικανικές καθώς περιορίζει την πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή αγορά των αγροτικών τους προϊόντων, περιορίζοντας έτσι την ανάπτυξή τους.
Ενας εμπορικός πόλεμος είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη αλλά ακόμη και οι ΗΠΑ.
Όταν ζητάμε ελεύθερο εμπόριο για τα ευρωπαϊκά προϊόντα πρέπει συγχρόνως να είμαστε διατεθειμένοι να ανοίξουμε και εμείς τις αγορές μας. Συνεπώς, φοβάμαι πως δεν υπάρχει consensus αυτή την στιγμή στην Ευρώπη για κάτι τέτοιο…
Ήσαστε μέλος της λεγόμενης Επιτροπής Πισσαρίδη που πρότεινε το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία». Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά, πως κρίνετε την εφαρμογή αυτού του Σχεδίου;
Είναι δύσκολο να κάνει κανείς αποτίμηση. Κάποιες ιδέες αξιοποιήθηκαν, ενώ άλλες – ίσως οι πιο ριζοσπαστικές – έμειναν στα χαρτιά. Υπήρξε πρόοδος στην προσπάθεια να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις για την Δικαιοσύνη και το Ασφαλιστικό και κάποιες στην αγορά εργασίας. Αλλά αισθάνομαι πως ακόμη υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά…
Δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει αυτή την στιγμή η πολιτική βούληση για ριζικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις. Βασικά πρέπει να δημιουργήσουμε τους όρους για έναν αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας, από μια οικονομία που βασίζεται στον τουρισμό σε ένα μοντέλο που αναπτύσσει και χρησιμοποιεί τις τελευταίες τεχνολογίες.
Δεν είμαι σίγουρος πως υπάρχει αυτή την στιγμή η πολιτική βούληση για ριζικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις
Όταν οι πιο προηγμένες οικονομίες προωθούν την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) και την τεχνολογία, η Ελλάδα φαίνεται να μένει εξαρτημένη από τους λιγότερο παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας. Το σημείο – κλειδί των προτάσεων της Επιτροπής Πισσαρίδη ήταν ένα πλέγμα πολιτικών που θα δημιουργούσαν το κατάλληλο περιβάλλον για να αναπτυχθούν επενδύσεις εγχώριες αλλά και ξένες σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας.
Η ελληνική οικονομία «τρέχει» τα τελευταία χρόνια με υψηλότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Βλέπετε αυτό τον ρυθμό να είναι διατηρήσιμος μακροπρόθεσμα ώστε να συγκλίνουμε ουσιαστικά με την ΕΕ; Και ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα αλλά και τα πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας σήμερα; Τι πρέπει να αφήσουμε στο παρελθόν και τι πρέπει να προωθήσουμε για να προχωρήσουμε μπροστά;
Ένα μεγάλο μέρος αυτής της ανάπτυξης είναι απλώς μια αργή επαναφορά στα επίπεδα που ήταν η οικονομία πριν την κρίση και ακόμη η ποιότητα ζωής είναι κάτω από τον πήχη της προ-κρίσης εποχής. Άλλες οικονομίες που ήταν πολύ πιο φτωχές από εμάς, όπως η Ρουμανία, μας έχουν ξεπεράσει και αν δεν ήταν η Βουλγαρία, θα είχαμε το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή δεν είναι μια ζηλευτή θέση.
Ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης είναι απλώς μια αργή επαναφορά στα επίπεδα που ήταν η οικονομία πριν την κρίση
Φυσικά η ανάπτυξη γεννά θετικά αισθήματα και κάνει τους ανθρώπους αισιόδοξους, αλλά η μακροπρόθεσμη προοπτική πάσχει.
Πολλά χρόνια μιλάμε για «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου» της χώρας και παραγωγική ανασυγκρότηση. Ωστόσο η ατμομηχανή της ανάπτυξης παραμένει ο τουρισμός, ένας κλάδος ευάλωτος σε αναταράξεις όπως η πανδημία, η πληθωριστική κρίση ή ακόμη και οι σεισμοί φέτος στη Σαντορίνη. Γιατί δεν μπορούμε να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο και πώς θα μπορούσαμε να το πετύχουμε;
Ο τουρισμός είναι ένας τομέας που επιδοτείται από το κράτος, είτε με κοινοτικό χρήμα είτε εμμέσως με ελλιπείς ελέγχους και σχεδιασμό καθώς και μαύρη εργασία.
Κατ’ αρχήν έχουμε τις επιδοτήσεις ΕΣΠΑ για τα ξενοδοχεία. Μετά είναι οι «χαλαροί» περιβαλλοντικοί νόμοι που επιτρέπουν σε μεγάλες μονάδες να χτίζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η φέρουσα ικανότητα ενός νησιού ή άλλου μέρους, και γενικότερα η μη αντιστρέψιμη καταστροφή του περιβάλλοντος.
Τρανταχτό παράδειγμα η Μύκονος, ένα από τα πιο όμορφα μέρη του κόσμου πριν την καταστροφική επέλαση της αλόγιστης τουριστικής ανάπτυξης. Το ίδιο και στην Σαντορίνη, που δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε μέρα. Συμπεριφερόμαστε στο περιβάλλον σαν να μην υπάρχει αύριο.
Και φυσικά ο τουρισμός είναι ένας κλάδος όπου ανθεί η άτυπη εργασία, καθώς δουλεύουν «μαύρα» μεγάλο πλήθος εργαζομένων. Αυτό τους καθιστά φτηνότερους. Μια «επιδοτούμενη» μορφή ανθρώπινου δυναμικού στην πλάτη άλλων ποιο πρωτοποριακών και παραγωγικών κλάδων της οικονομίας που δεν μπορούν να προσλάβουν ανασφάλιστους εργαζόμενους.
Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλοί ακόμη και για εργαζόμενους με υψηλή εξειδίκευση, ενώ ο υψηλός φόρος εισοδήματος καθιστά ακόμη δυσχερέστερο για τις ελληνικές επιχειρήσεις να σταθούν με αξιώσεις στον ανταγωνισμό των ταλέντων, που είναι πλέον διεθνής
Ο αναπροσανατολισμός πόρων σε κλάδους αιχμής απαιτεί τον περιορισμό όλων αυτών των μορφών «άτυπων επιδοτήσεων» ώστε οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας να βρεθούν τουλάχιστον στην ίδια γραμμή εκκίνησης με τον τουρισμό.
Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλοί ακόμη και για εργαζόμενους με υψηλή εξειδίκευση, ενώ ο υψηλός φόρος εισοδήματος καθιστά ακόμη δυσχερέστερο για τις ελληνικές επιχειρήσεις να σταθούν με αξιώσεις στον ανταγωνισμό των ταλέντων, που είναι πλέον διεθνής. Δυστυχώς η τράπουλα είναι σημαδεμένη κατά των κλάδων υψηλής παραγωγικότητας και υπέρ του τουρισμού, όπως σε ένα βαθμό και της αγροτικής οικονομίας με τις επιδοτήσεις της
Πρόσφατα έχετε εστιάσει την έρευνά σας – μεταξύ άλλων – στους μισθούς και τον ρόλο των επιχειρήσεων στο ύψος τους. Πως βλέπετε την πορεία των μισθών στην Ελλάδα, συγκριτικά και με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, τα τελευταία χρόνια δεδομένου και του πληθωριστικού κύκλου και τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα;
Θεμελιακά οι μισθοί οδηγούνται από την παραγωγικότητα της οικονομίας. Και η παραγωγικότητα καθορίζεται από το ρυθμιστικό πλαίσιο της χώρας (πόσο εύκολο είναι να διοικείς μια επιχείρηση), από την αποτελεσματικότητα του κράτους (ταχεία απονομή δικαιοσύνης, άδειες, έλλειψη διαφθοράς), το εκπαιδευτικό επίπεδο και τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και την καινοτομία.
Η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες παραγωγικότητας ανά εργατοώρα, κάτι που καθιστά τα προϊόντα μας ακριβά και όχι ανταγωνιστικά στις αγορές του εξωτερικού, όπως επίσης τις επενδύσεις λιγότερο επικερδείς στο εσωτερικό, μείγμα που οδηγεί στους χαμηλούς μισθούς που παρατηρούμε στην Ελλάδα.
Αυτές είναι οι συνέπειες και το δυστυχές αποτέλεσμα μιας οικονομίας που είναι ακόμη περιορισμένη από τις διαρθρωτικές της αδυναμίες. Για παράδειγμα, το εκπαιδευτικό σύστημα συνεχίζει να αδικεί τα παιδιά (δείτε τους βαθμούς στους διαγωνισμούς Pisa που ήταν από τους χαμηλότερους στον κόσμο) που ξεκινούν τη ζωή τους με ανεπαρκείς δεξιότητες, καταδικασμένα σε μια καριέρα χαμηλών προσόντων και απαιτήσεων.
Η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες παραγωγικότητας ανά εργατοώρα, κάτι που καθιστά τα προϊόντα μας ακριβά και όχι ανταγωνιστικά στις αγορές του εξωτερικού, όπως επίσης τις επενδύσεις λιγότερο επικερδείς στο εσωτερικό, μείγμα που οδηγεί στους χαμηλούς μισθούς που παρατηρούμε στην Ελλάδα.
Υπάρχει ένα ρητό που λέει, «καμία κρίση δεν πρέπει να πηγαίνει χαμένη», καθώς φωτίζει την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και πυροδοτεί το αναγκαίο consensus. Εμείς φαίνεται πως χαραμίσαμε την ευκαιρία της κρίσης, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Τώρα, η μεταρρύθμιση και ο μετασχηματισμός της Ελλάδας είναι δυσκολότερος και απαιτεί απόλυτα αποφασισμένη ηγεσία, που θα ρισκάρει ακόμη και το πολιτικόή της μέλλον, για να το πετύχει.
Ερευνάτε και την θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Στην Ελλάδα η ανεργία των γυναικών είναι διαρθρωτικό πρόβλημα της αγοράς εργασίας ενώ το δημογραφικό απειλεί πλέον ευθέως την οικονομία. Πώς μπορεί να λυθεί αυτό το πρόβλημα και ποια βήματα απαιτούνται για την ενίσχυση της οικογένειας;
Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να ήταν υψηλότερη, κάτι που θα οδηγούσε σε περαιτέρω ανάπτυξη και βελτιωμένη ποιότητα ζωής στα νοικοκυριά, καθώς και ισχυρότερη γυναικεία χειραφέτηση.
Αλλά δεν είναι μόνο θέμα ποσότητας όσο και ποιότητας: Τι είδους δουλειές ανοίγουν για γυναίκες; Μπορούν να έχουν σημαντικές καριέρες αν το θελήσουν; Και μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες εκείνες, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να εργάζονται στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο που εκείνες επιθυμούν, ενώ την ίδια ώρα να είναι δυνατό να απολαμβάνουν οικογένεια και παιδιά; Κάτι τέτοιο απαιτεί υψηλού βαθμού υπηρεσίες φροντίδας παιδιών, παιδικούς σταθμούς κλπ.
Και αυτό μπορεί να είναι μια πολιτική win – win ώστε να βγαίνουν όλοι κερδισμένοι: Σύγχρονοι και λειτουργικοί παιδικοί σταθμοί που να προσφέρουν δραστηριότητες και πρόωρη εκμάθηση, ενώ ταυτόχρονα οι γυναίκες θα έχουν τη δυνατότητα για μια κανονική καριέρα με όλη την έννοια του όρου. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό, απλώς απαιτεί πόρους και αποφασιστικότητα, καθώς – σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία – τα κατεστημένα συμφέροντα ακόμη και σε αυτό το πεδίο έχουν ισχυρή δύναμη αποτρέποντας τις εξελίξεις.
Και αυτό δεν αφορά μόνο τις γυναίκες. Αφορά την ποιότητα της εκπαίδευσης ποιο γενικά και πως την θεμελιώνουμε εξαρχής.
Με πρωτοβουλία της πρώην υπουργού Εργασίας, Δόμνας Μιχαηλίδου, και με εξασφαλισμένη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, καθοδηγούσα αμισθί μια ομάδα πανεπιστημιακών ειδικών στην παιδική ανάπτυξη και επαγγελματιών, δουλεύοντας για δυο χρόνια σχεδιάζοντας ένα πιλοτικό πρόγραμμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Δυστυχώς, και παρά το ότι οι πόροι ήταν στο τραπέζι, συναντήσαμε τεράστια αντίσταση από όλες τις πλευρές και το πιλοτικό πρόγραμμα έμεινε στο συρτάρι την στιγμή που ήταν πλήρως έτοιμο να ξεκινήσει. Αυτή είναι μια απογοητευτική ιστορία και ακόμη μια χαμένη ευκαιρία, που μερικές φορές αισθάνομαι πως είναι ο κανόνας για τον τρόπο που λειτουργεί η πολιτική στην Ελλάδα.
Τρέχουμε το μαραθώνιο μόνο και μόνο για να εγκαταλείψουμε στο τελευταίο μίλι….