Ακόμα κι αν δεν ομολογείται ρητά, η διαπίστωση στα πολιτικά επιτελεία των κομμάτων είναι κοινή: Οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων 5 μηνών έχουν αλλάξει δραστικά το οικονομικό τοπίο στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και αυτό είναι πολύ πιθανό να έχει ευθεία επίδραση και στο πολιτικό τοπίο, καθώς εισερχόμαστε, πλέον, στον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη η οποία προέκυψε από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019.
Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε νέα γεωπολιτικά δεδομένα στην Ευρώπη και ανέδειξε ένα μεγάλο, όπως καταγράφεται στις σχετικές δημοσκοπήσεις, τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που εμφανίζεται απρόθυμο να καταδικάσει ρητά και κατηγορηματικά την απόφαση Πούτιν, είτε διότι παραδοσιακά πιστεύει στην κοινή μοίρα και πορεία των λαών Ελλάδος και Ρωσίας, είτε θεωρεί υποκριτική τη στάση της Δύσης που στρέφεται εναντίον της Ρωσίας λόγω της επέμβασης στην Ουκρανία, δεν κάνει όμως το ίδιο με την επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο ή τις συνεχείς απειλές της γείτονος σε βάρος της Ελλάδας.
Αυτό δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στην κυβερνητική παράταξη που επέλεξε εξαρχής να συμπορευθεί πλήρως με τις άλλες κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην ομόθυμη καταδίκη της Ρωσίας.
Πιο προσεκτικός -και χωρίς την υποχρεωτική πολιτική θέση- ο ΣΥΡΙΖΑ καταδίκασε μεν την επίθεση, ωστόσο, η όλη ρητορική του δεν κλείνει την πόρτα στο κομμάτι αυτό της κοινωνίας που αμφιρρέπει.
►Διαβάστε και: Κ. Μητσοτάκης για βιβλίο Αλ. Μπουρλά: «Η τύχη δεν ευνοεί τους απροετοίμαστους»
Από αυτό το τμήμα του πληθυσμού επιχειρεί να αποκομίσει κέρδη με μια φιλορωσική ρητορική ο Κυριάκος Βελόπουλος, ενώ προσεκτικό είναι και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, του οποίου η φιλοευρωπαϊκή στάση στο θέμα δεν συνοδεύεται από κορώνες εναντίον του Πούτιν και της Ρωσίας.
Η οικονομική παράμετρος
Πέραν του γεωπολιτικού, σημαντικό πρόβλημα συνιστά και το οικονομικό κομμάτι των εξελίξεων, με το ενεργειακό πρόβλημα που μεταφράζεται σε καλπάζουσα ακρίβεια να είναι στο επίκεντρο.
Οπως είναι προφανές, εδώ το κεντρικό πρόβλημα το έχει η κυβέρνηση, η οποία προσπάθησε να καλύψει ένα μέρος της ακρίβειας με στοχευμένη επιδοματική πολιτική, αλλά είδε την Ευρωπαϊκή Ένωση να μην καταφέρνει να συμφωνήσει (όπως είχε κάνει με την προμήθεια των εμβολίων του κορονοϊού αλλά και με την αμοιβαιοποίηση χρέους που οδήγησε στο Ταμείο Ανάκαμψης) σε κοινή πολιτική αντιμετώπισης του κύματος ακρίβειας.
Αυτή η εξέλιξη οδήγησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να εντάξει νέες παραμέτρους στην πολιτική και εκλογική στρατηγική του: Από την αόριστη αναφορά περί «εκλογών στην ώρα τους» ή «στο τέλος της τετραετίας», πέρασε σε πιο συγκεκριμένη περιγραφή, προσδιορίζοντας τις κάλπες «στο τέλος της άνοιξης του 2023».
Με αυτό επιτυγχάνει κυρίως δύο πράγματα:
- Στέλνει ένα καθαρό μήνυμα σε υπουργούς, βουλευτές και κομματικά στελέχη ότι η κυβερνητική θητεία έχει ακόμα έναν ολόκληρο χρόνο μπροστά της, εντός του οποίου το Μέγαρο Μαξίμου θα συνεχίσει να αξιολογεί τους πάντες, συνεπώς καλό είναι από την εκλογολογία να περάσουν στην πραγματική παραγωγή πολιτικής.
- Δίνει στην κυβέρνησή του τον απαραίτητο χρόνο ώστε να ολοκληρωθεί η δύσκολη περίοδος της ακρίβειας και με πολιτικές που αυτή την περίοδο βρίσκονται στο στάδιο του σχεδιασμού, να εξαλείψει την φθορά που υφίσταται αργά αλλά σταθερά από τον περασμένο Νοέμβριο σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί ότι εάν η ακρίβεια επεκταθεί πέραν του καλοκαιριού (σενάριο που συγκεντρώνει λίγες, μόνο, πιθανότητες) οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα δεχθούν ισχυρότατες πιέσεις από τις κοινωνίες για να λάβουν μέτρα όχι μόνο απεξάρτησης από την ρωσική ενέργεια, αλλά και ανακούφισης των Ευρωπαίων πολιτών από τα άλματα του τιμαρίθμου.
Οι προσδοκίες της αντιπολίτευσης
Αντίστοιχες, αλλά από την απέναντι όχθη, είναι οι προσδοκίες της αντιπολίτευσης, κυρίως της αξιωματικής. Οσο η ακρίβεια διατηρείται και οξύνεται στην ελληνική οικονομία, τόσο η προσπάθεια των κομμάτων που αντιπολιτεύονται τη Νέα Δημοκρατία είναι η οικονομική δοκιμασία των καταναλωτών να μετατραπεί σε πολιτική απόρριψη της κυβέρνησης.
Το κλειδί εδώ είναι η διάρκεια της ακρίβειας, καθώς έως τώρα η Νέα Δημοκρατία έχει καταφέρει να πείσει την πλειοψηφία των πολιτών ότι το πρόβλημα είναι (κυρίως) εισαγόμενο, σχετίζεται με τον πόλεμο που εξελίσσεται στα ουκρανικά εδάφη και πως, σε ό,τι αφορά στην εγχώρια διάστασή του, η κυβέρνηση θα φορολογήσει με 90% τα «υπερκέρδη» των εταιρειών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ωστόσο, τόσο στην Κουμουνδούρου όσο και στη Χαριλάου Τρικούπη εκτιμούν πως ενδεχόμενη παράταση της ακρίβειας για μερικούς μήνες ακόμα, αναπόφευκτα θα στρέψει κι άλλα τμήματα του εκλογικού σώματος εναντίον της κυβέρνησης, όπως συμβαίνει πάντοτε σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ηδη βρισκόμαστε στις πρώτες κινήσεις του εκλογικού σκακιού, κι αναμένεται έως τις προσεχείς εκλογές να υπάρξουν πολλές νέες πρωτοβουλίες, αλλά και ανατροπές.