Με κεντρικό άξονα την οικονομία, η κυβέρνηση σχεδιάζει τα επόμενα βήματά της στην πορεία προς τις επόμενες εκλογές.
Οι επόμενοι αρκετοί μήνες είναι κοινό μυστικό ότι αποτελούν συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, μέσα στον οποίο θα συμβούν πολλά γεγονότα και θα σημειωθεί πληθώρα εξελίξεων, τα οποία θα συνδιαμορφώσουν τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης που οι πολίτες θα εκφράσουν στις κάλπες.
Το «αγκάθι» της ακρίβειας
Οπως είναι αναμενόμενο το Μέγαρο Μαξίμου και η πλατεία Συντάγματος έχουν στο τραπέζι όλες τις πτυχές του ζητήματος «οικονομία» που μπορεί να επηρεάσουν την κρίση των πολιτών, κυρίως βέβαια την παράμετρο της ακρίβειας, που κανείς κυβερνητικός δεν κρύβει ότι «πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολη άσκηση».
Η επιδοματική πολιτική έχει φτάσει στα όριά της και είναι σαφές ότι δεν καλύπτει παρά ένα μικρό μέρος της επιβάρυνσης του πολίτη, ενώ αφήνει περιθώρια ουσιαστικών πληγμάτων εκ μέρους της αντιπολίτευσης, όπως την δυσβάστακτη επιβάρυνση των καυσίμων από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και τον ΦΠΑ, που φέρνουν την Ελλάδα στην 4η θέση στον κατάλογο με το ακριβότερο πετρέλαιο σε όλη την Ευρωζώνη.
Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η εκτίμηση -που προσλαμβάνει χαρακτήρα βεβαιότητας- ότι δεν πρόκειται στο εγγύς μέλλον να αποκλιμακωθούν οι τιμές της ενέργειας, καθώς το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό (χωρίς όμως οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να έχουν τα δομικά προβλήματα στην οικονομία που έχει η Ελλάδα) και η Γηραιά Ηπειρος θα αργήσει να απεξαρτηθεί από τις ρωσικές προμήθειες, ενώ η σταδιακή έξοδος από την πανδημία αυξάνει κατακόρυφα την ζήτηση, χωρίς να αυξάνεται αντίστοιχα και η προσφορά.
Ολο αυτό το προβληματικό τοπίο δεν επηρεάζει μόνο τα νοικοκυριά αλλά κατεξοχήν, όπως είναι ευνόητο, επηρεάζει και τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα και στην οικονομική λειτουργία, καθώς η χώρα απέχει ακόμα πολύ από την μετατροπή της σε περιοχή που θα προμηθεύεται ενέργεια κυρίως από ανανεώσιμες πηγές.
Επίσης ένα σημαντικό θέμα που αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά το εκλογικό σώμα είναι αυτό που κάποιοι στο Μέγαρο Μαξίμου αποκαλούν «σύνδρομο Τσοβόλα» (από την γνωστή φράση του Ανδρέα Παπανδρέου «Τσοβόλα δώστα όλα»), όπως το προχθεσινό αίτημα του εμπορικού κόσμου της Αθήνας να επεκταθεί η δυνατότητα ρύθμισης σε 120 δόσεις για το σύνολο των χρεών τους προς το Δημόσιο.
Τα καλά νέα της ανεργίας
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν και καλά νέα στον τομέα της οικονομίας, τα οποία η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει στο έπακρο, όπως τα στοιχεία που δείχνουν σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας.
Το 12,8% που καταγράφηκε τον περασμένο Δεκέμβριο είναι το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας δεκαετίας κι επιτρέπει στην κυβέρνηση να αποκρούσει από τη μια τις επιθέσεις της αντιπολίτευσης και μερίδας του Τύπου ότι είναι μια κυβέρνηση για τους έχοντες, που δεν κοιτάζει τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας και να προβάλλει, από την άλλη, ότι η πολιτική της φέρνει επενδύσεις και έτσι μειώνει την ανεργία υπέρ των πιο ευάλωτων συμπολιτών μας.
Τα επόμενα βήματα
Σημαντική μέρα για τις εξελίξεις στα μέτωπα αυτά είναι η Τετάρτη, οπότε θα δοθεί στη δημοσιότητα η έκθεση των θεσμών για την 13η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Ουσιαστικά η έκθεση θα σηματοδοτεί την έξοδο της χώρας μας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, δηλαδή ουσιαστικά την παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας για το εάν -μετά την έξοδο από τα μνημόνια- ακολουθεί οικονομική πολιτική που δεν θα μας ξαναστείλει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και σε ανάγκη νέων προγραμμάτων διάσωσης.
Ακολούθως, στις 25 του μήνα, ημέρα συνεδρίασης του Eurogroup, θα επισημοποιηθεί αυτή η έξοδος και το πέρασμα της χώρας στη φάση της πιο χαλαρής -και πιο αραιής- εποπτείας, ενώ η κυβέρνηση θα ζητήσει την δρομολόγηση της εξόφλησης των δυο τελευταίων δόσεων (περίπου 1,5 δισ. ευρώ) από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων.
Καθοριστικές θα είναι οι πρώτες ημέρες του Μαρτίου, οπότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιοποιήσει τις δημοσιονομικές της κατευθύνσεις προς τα κράτη-μέλη, κάτι που ενδιαφέρει πρωτίστως την Ελλάδα, λόγω του εξαιρετικά υψηλού δημόσιου χρέους της.
Τέλος στο Eurogroup του Μαρτίου (14/3) οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα συζητήσουν την αλλαγή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας λόγω του ότι η ευρωπαϊκή οικονομία επλήγη καθοριστικά κατά την περίοδο της πανδημίας. Η Κομισιόν θα προτείνει τη συνυπογραφή ενός δεκαετούς δημοσιονομικού συμβολαίου με κάθε χώρα-μέλος που έχει αυξημένο έλλειμμα ή και χρέος, όπως η δική μας. Η Ελλάδα θα επιμείνει στην άποψη ότι ο ρεαλισμός επιβάλλει να αποφασιστούν δημοσιονομικοί κανόνες ετήσιας ανάπτυξης γύρω στο 2% μετά το 2023.
Συνεπώς, ο επόμενος μήνας θα είναι καθοριστικός για την αποσαφήνιση του πλαισίου εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία την περίοδο έως τις επόμενες εκλογές.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!