Με τον χρόνο να λειτουργεί σε βάρος τους, καθώς από αύριο και για ολόκληρη την εβδομάδα είναι προγραμματισμένες αλλεπάλληλες κοινοβουλευτικές μάχες, τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα μηνύματα που έστειλαν οι πάνδημες συγκεντρώσεις πολιτών σε όλη την Ελλάδα και οι οποίες -σε αυτό, τουλάχιστον, φαίνεται να συμφωνούν όλοι- δίνουν μια τελευταία ευκαιρία στο πολιτικό σύστημα και το θεσμικό οικοδόμημα της ελληνικής Πολιτείας να εκσυγχρονιστούν στην πράξη, πριν άρουν οριστικά την εμπιστοσύνη τους σε αυτά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, είναι αντικειμενικά δύσκολο τα κόμματα να αντιληφθούν τι ακριβώς ζητεί η κοινωνία, πολλώ δε μάλλον να προσαρμοστούν σε αυτό το αίτημα. Γι αυτό και οι εκτιμήσεις που γίνονται στα επιτελεία των κομμάτων, διαφέρουν καθοριστικά μεταξύ τους.
Η «Η» συνομίλησε με στελέχη πολλών κομμάτων και από αυτές τις συνομιλίες προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις τους μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
Η κυβέρνηση
Η Νέα Δημοκρατία, ως το κόμμα που τα τελευταία έξι χρόνια, σχεδόν, έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου, αντιλαμβάνεται ότι το μήνυμα της Παρασκευής προς αυτήν είναι διπλό. Περιγράφεται άλλωστε και στη χθεσινή ανάρτηση του πρωθυπουργού: Πρώτον, ότι θα αποδοθεί γρήγορα και πλήρως η δικαιοσύνη ως προς το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών, μετά και το πόρισμα της αρμόδιας επιτροπής τεχνοκρατών, η οποία μπορεί να απέκλεισε την πρόθεση συγκάλυψης, αποκάλυψε όμως τα τεράστια λάθη που έγιναν πριν και μετά το δυστύχημα.
Και δεύτερον ότι οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι θα εκσυγχρονιστούν έτσι ώστε να μην θρηνήσουμε και πάλι την απώλεια ανθρώπινων ζωών στις ράγες τους. Σε αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης χθες δεσμεύτηκε προσωπικά ότι θα το πετύχει ως το 2027.
Ωστόσο, η θεώρηση της κυβερνητικής πλευράς, παραγνωρίζει δυο παραμέτρους, όπως αναφέρουν παράγοντες της αντιπολίτευσης: Από τη μια μεριά ότι η κοινωνία κάθε άλλο παρά ικανοποιημένη είναι με την παραίτηση του Κώστα Καραμανλή από τη θέση του υπουργού Μεταφορών και υποδομών αμέσως μετά την τραγωδία των Τεμπών, και οργίζεται τόσο για την συμπερίληψή του στα ψηφοδέλτια του κόμματος στις εκλογές του 2023, όσο και για την προσπάθεια κυβερνητικών παραγόντων να πείσουν τους πολίτες ότι ο κ. Καραμανλής τιμωρήθηκε όσο του άξιζε με την στέρηση της υπουργικής του ιδιότητας.
Και από την άλλη, ότι τα τεράστια συλλαλητήρια της Παρασκευής δεν ήταν μόνο για τα Τέμπη, αλλά το δυστύχημα ήταν η αφορμή για να διαμαρτυρηθούν οι πολίτες για τις χρόνιες αβελτηρίες του ελληνικού κράτους.
Επ’ αυτού μας λέει βουλευτής κόμματος της αντιπολίτευσης: «Η κυβέρνηση ‘διαβάζει’ στις δημοσκοπήσεις μόνο ό,τι την συμφέρει.
Δεν βλέπει ότι οι αρνητικές γνώμες για την πολιτική της πολλαπλασιάζονται. Δεν βλέπει ότι οι πολίτες εδώ και καιρό δεν είναι ευχαριστημένοι γενικότερα με την πορεία της χώρας. Βλέπει μόνο ότι εμείς (σ.σ. τα κόμματα της αντιπολίτευσης) ακόμα δεν μπορούμε να την απειλήσουμε. Έχει χάσει την επαφή της με την κοινωνία».
Η συστημική αντιπολίτευση
Πρόκειται για τα δυο κόμματα που κυβέρνησαν στο παρελθόν, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο η Χαριλάου Τρικούπη, όσο και η Κουμουνδούρου βλέπουν στα συλλαλητήρια της περασμένης Παρασκευής ένα ογκώδες αντικυβερνητικό κύμα, που δεν έχει επιστροφή.
Έτσι και τα δυο κόμματα αποφασίζουν να κλιμακώσουν τις επιθέσεις τους εναντίον της κυβέρνησης, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ με «κατά ριπάς» ανακοινώσεις και δηλώσεις του προέδρου του, Σωκράτη Φάμελλου και του εκπροσώπου του, Γιώργου Καραμέρου, το δε ΠΑΣΟΚ με την κλιμάκωση της επίθεσης εναντίον της Νέας Δημοκρατίας και την ανάληψη πρωτοβουλίας για κατάθεση πρότασης δυσπιστίας μεθαύριο Τετάρτη, εναντίον της κυβέρνησης.
Ωστόσο και αυτά τα δυο κόμματα, φαίνεται ότι αδυνατούν να εξηγήσουν -όπως υπογραμμίζει στην «Η» κυβερνητικός παράγοντας- πώς γίνεται και η μείωση της επιρροής της Νέας Δημοκρατίας στην κοινωνία, όχι μόνο δεν συνεπάγεται αύξηση των ποσοστών των δυο αυτών κομμάτων, αλλά την ίδια ώρα μειώνεται και η δική τους απήχηση.
Η εξήγηση που δίνει η ίδια πηγή είναι ότι «τα συλλαλητήρια δεν είχαν αντικυβερνητικό χαρακτήρα, αλλιώς η κυβέρνηση δεν θα στεκόταν. Απέρριψαν τους δικούς μας ρυθμούς διακυβέρνησης, αλλά απέρριψαν και το παρωχημένο μοντέλο αντιπολίτευσης, με την ξύλινη γλώσσα, τα «όχι σε όλα», τις ανεδαφικές υποσχέσεις και την άρνηση αυτοκριτικής εκ μέρους όσων κυβέρνησαν στον παρελθόν».
Η «αντισυστημική» αντιπολίτευση
Εδώ συγκαταλέγονται τα κόμματα που δεν κυβέρνησαν στο παρελθόν και που προσπαθούν με οξύτητα, τοξικότητα και ανέξοδες θεατρινίστικες παραστάσεις εντός κι εκτός Βουλής να αυξήσουν -και το πετυχαίνουν προσώρας- τα δημοσκοπικά τους ποσοστά.
Οι πηγές της «Η» συμπίπτουν στο ότι τα συλλαλητήρια αφήνουν περιθώρια σε αυτά τα κόμματα να συνεχίσουν τον τρόπο που έχουν επιλέξει για να αυξήσουν τις δυνάμεις τους, άλλωστε αυτή η τάση του «αντισυστημισμού» αντανακλά μια γενικότερη τάση που επικρατεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην παρατήρηση της «Η» αν αυτή η πορεία συνεχούς ανόδου των δυνάμεων που έχουν αυτά τα κόμματα τα οποία ανήκουν τόσο στην Ακροδεξιά όσο και στην παραδοσιακή Αριστερά, η απάντηση που δίνουν δυο πηγές μας είναι διαφωτιστικές: Επιφανές στέλεχος που ασχολείται επαγγελματικά με την πολιτική στρατηγική, μας εξηγεί ότι «ο λαϊκισμός έχει υπερβεί τις παλαιές ετικέτες της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Αυτό φαίνεται κι αν δει κανείς τα ευρήματα δημοσκοπήσεων, για το πώς πολλοί μεταπηδούν από ένα λαϊκιστικό κόμμα που θα χαρακτηρίζαμε ‘δεξιό’ σε ένα άλλο λαϊκιστικό που θα χαρακτηρίζαμε ‘αριστερό’. Άρα μιλάμε για τα συγκοινωνούντα δοχεία του λαϊκισμού κι όχι για κόμματα της Δεξιάς ή της Αριστεράς».
Και τέλος, αθόρυβος αλλά εξαιρετικά δραστήριος βουλευτής της συμπολίτευσης υπογραμμίζει: «Αυτά τα κόμματα, όπως δεν ελέγχουν το πότε θα αυξήσουν τις δυνάμεις τους, έτσι δεν θα μπορέσουν να ελέγξουν και πότε αυτές θα ξαναπέσουν στα γνωστά τους ποσοστά.
Ο λαϊκισμός ακολουθεί τις μάζες, δεν τις διαμορφώνει. Η πραγματική πολιτική είναι αυτή που τις διαμορφώνει, άρα στα χέρια της κυβέρνησης και όσων από την αντιπολίτευση αισθάνονται και είναι πραγματικά υπεύθυνοι πολιτικοί κι όχι ανερμάτιστοι λαϊκιστές είναι αν ο λαϊκισμός θα μας καταπιεί ή αν θα τον τιθασεύσουμε. Στα χέρια της υπεύθυνης πολιτικής είναι τα πράγματα, και κυρίως της κυβέρνησης. Από τις δικές μας πράξεις θα κριθούν οι εξελίξεις στη χώρα».