Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και Πειραιώς) πέτυχαν αθροιστικά καθαρά κέρδη ύψους 1,8 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023, μειωμένα κατά 22% σε ετήσια βάση (ΥοΥ), αν και το Α΄ εξάμηνο του 2022 περιλάμβανε σημαντικά θετικά εφάπαξ κέρδη που οφείλονταν σε εμπορικά και άλλα έσοδα, αναφέρει σε έκθεσή του για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο ο διεθνής οίκος αξιολόγησης DBRS.
Τα υψηλότερα βασικά έσοδα, ο έλεγχος του κόστους και το χαμηλότερο πιστωτικό κόστος στήριξαν τα αποτελέσματα το Α΄ εξάμηνο 2023.
Τα έσοδα το α΄ εξάμηνο 2023 παρουσίασαν ισχυρή αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), με τις τράπεζες να επωφελούνται από την ταχεία αύξηση των επιτοκίων παρά τον μικρότερο όγκο νέων δανείων, καθώς και από την αύξηση των καθαρών προμηθειών, αν και σε μικρότερο βαθμό.
Η DBRS αναμένει ότι το NII θα επιβραδυνθεί τα επόμενα τρίμηνα, «αντανακλώντας την άποψή μας για επιβράδυνση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και την πιθανή αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και την εισαγωγή από τον Μάιο του 2023 ενός ανώτατου ορίου επιτοκίου στα εγχώρια ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια λιανικής που εξυπηρετούνται».
Το πρώτο εξάμηνο του 2023, το κόστος κινδύνου (CoR) ήταν σύμφωνο με το 2022, αλλά κάτω από τα πολύ υψηλά επίπεδα του του πρόσφατου παρελθόντος. Εκτιμάται ότι το CoR πιθανότατα θα αυξηθεί αντανακλώντας υψηλότερους κινδύνους ποιότητας του ενεργητικού. Παρ' όλα αυτά, η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων συνέχισε να βελτιώνεται το α΄ εξάμηνο του 2023, κυρίως χάρη στις χαμηλές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι άφθονες και σταθερές καταθετικές βάσεις επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν μια άνετη θέση ρευστότητας παρά τις αποπληρωμές του TLTRO III. Οι καταθέσεις στρέφονται προς πιο ανταποδοτικές λύσεις, αν και λιγότερο γρήγορα
από τις αρχικές προσδοκίες. Η συνεχιζόμενη δημιουργία οργανικού κεφαλαίου το πρώτο εξάμηνο του 2023 έχει ενισχύσει την κεφαλαιοποίηση, ωστόσο η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη. Τα τεστ αντοχής, ωστόσο, έδειξαν καλύτερη απόδοση των ελληνικών τραπεζών σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η εξέλιξη του όγκου των δανείων σε συνδυασμό με τον ρυθμό στροφής των πελατών προς πιο αποδοτικές καταθετικές λύσεις παραμένει το κλειδί για την αξιολόγηση του αντίκτυπου στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) στο μέλλον.
Το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι καθαρές προμήθειες αυξήθηκαν κατά 4% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω των δραστηριοτήτων στις συναλλαγές και τη δανειοδότηση.
Παρ' όλα αυτά, το ποσοστό των καθαρών εσόδων από προμήθειες παρέμεινε σε μέτρια επίπεδα του 17% των συνολικών εσόδων το α' εξάμηνο.
Το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι προβλέψεις για ζημίες δανείων (LLPs) μειώθηκαν κατά 21% σε ετήσια βάση, χάρη στη σχετικά ευνοϊκή δυναμική της ποιότητας του ενεργητικού και αντανακλώντας την πρόσφατη βελτίωση στα προφίλ κινδύνου.
Στο τέλος Ιουνίου 2023, ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 14,6% ενώ ο μέσος δείκτης συνολικού κεφαλαίου ήταν 17,8%, από 11,8% και 14,5% στο τέλος του 2021. Αυτό το επίπεδο των δεικτών κεφαλαίου εξασφαλίζει ικανοποιητικά μέσα αποθέματα ασφαλείας περίπου 480 μονάδων βάσης και 320 μονάδων βάσης αντίστοιχα για τους δείκτες CET1 και Συνολικού Κεφαλαίου σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις του 2023.
Ωστόσο, η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη με τις αναβαλλόμενες πιστώσεις φόρου (DTC) να αντιπροσωπεύουν περίπου το 62% του κεφαλαίου CET1 στα τέλη Ιουνίου 2023.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!