Αμελητέα είναι έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ειδικότερα του τραπεζικού τομέα προς Ρωσία και Ουκρανία και οι οποίες επιδράσεις θα προκύψουν δευτερογενώς μέσω των λοιπών διαύλων μετάδοσης της κρίσης, όπως: α) ένταση των πληθωριστικών πιέσεων με επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, β) μείωση των εμπορικών συναλλαγών και των τουριστικών ροών από τη Ρωσία και την Ουκρανία και γ) ενδεχόμενη δυσμενής μεταβολή του κλίματος εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές διεθνώς.
«Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε πρόβλεψη για την έκταση των τελικών επιδράσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου ότι εμπεριέχεται υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής», όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, υπογραμμίζοντας ότι οι επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει τις προοπτικές για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και εντείνουν τις προκλήσεις για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Για τον τραπεζικό τομέα, η ΤτΕ σημειώνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσει τρεις προκλήσεις: το υψηλό απόθεμα «κόκκινων» δανείων, καθώς παρά τη μεγάλη μείωση τους, δευτερογενώς, λόγω της κρίσης, θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Επίσης, κρίσιμη είναι η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας αλλά και την βελτίωση της ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων.
Πορεία επιτοκίων και νοικοκυριά
Εξετάζοντας την χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, και εν αναμονή, μεσοπρόθεσμα της σταδιακής άρσης της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων, η ΤτΕ αναμένει ότι για ολόκληρο το 2022 θα παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης των νοικοκυριών, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Σημειώνεται ότι κατά το α΄ τρίμηνο του 2022, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 3,5%. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών και το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στο 1,9% και 6,3% αντίστοιχα.
Από την άλλη πλευρά, καθίσταται σαφές ότι για το το 2022, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα δεχθεί προκλήσεις λόγω της απόσυρσης των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, των πληθωριστικών πιέσεων και των γεωπολιτικών εξελίξεων, που προκαλούν αβεβαιότητα στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις.
«Εντούτοις, υπάρχουν παράγοντες που εξακολουθούν να επιδρούν θετικά, γεγονός που αντανακλάται στο ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας που προβλέπεται για το 2022 και στην ενίσχυση της απασχόλησης από την ανθεκτικότητα μεμονωμένων κλάδων, όπως η οικοδομική δραστηριότητα και οι εξαγωγές».
Η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας καταδεικνύει τον κίνδυνο εξαιτίας των τιμών των κατοικιών για τα νοικοκυριά. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών διαμερισμάτων επιταχύνθηκε το 2021 στο 7,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,5% το 2020. Μάλιστα, το δ΄ τρίμηνο του 2021 οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκαν κατά 9,1% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020.
Για το 2021, υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης των τιμών παρουσιάζουν τα νεόδμητα διαμερίσματα έναντι των παλαιών (ηλικίας άνω των πέντε ετών), όπου καταγράφηκαν αυξήσεις 7,4% και 6,9%, αντίστοιχα. Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει πως η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε, για το σύνολο του 2021, στην Αθήνα (9,1%).
Τρεις προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα
Προσαρμοστικότητα σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον ζητά η ΤτΕ από τον τραπεζικό κλάδο, τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, ώστε να αντιμετωπιστούν τρεις σημαντικές προκλήσεις:
Πρώτον, το υψηλό απόθεμα Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2021: 12,8%) παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2%11).
Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών θα οδηγήσει τον εν λόγω δείκτη σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022 και θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή ολοκλήρωση μίας πολύχρονης προσπάθειας.
Ωστόσο, υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών αναταραχών, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σοβούσα ενεργειακή κρίση να έχουν τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται πλέον σε όλο το φάσμα των αγαθών και υπηρεσιών, είναι σαφές ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Η τελική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως σαφώς πηγή ανησυχίας.
Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα.
Με δεδομένη την επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω των συνεχιζόμενων προσπαθειών εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωσή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση της χρηματοδότησης. Η απόσυρση των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Ενέργειες οι οποίες στοχεύουν στον περιορισμό του λειτουργικού κόστους, όπως η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών (digitalisation), θα αμβλύνουν την τελική επίδραση στο λειτουργικό αποτέλεσμα.
Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου από τυχόν νέα ΜΕΔ, καθώς και με τη σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και την ανάγκη ενίσχυσης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη συμμετοχή των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), που ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να ενισχυθεί.
Στο τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης, οι τράπεζες έχουν στηρίξει διαχρονικά την ελληνική οικονομία, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, αξιοποιώντας τα μέτρα στήριξής τους, τόσο μέσω κρατικών κεφαλαιοποιήσεων όσο και κρατικών εγγυήσεων. Συνεπώς, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης από τις τράπεζες, θα συμβάλουν στη στήριξη της οικονομίας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Καθίσταται σαφές ότι συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά
Κατά συνέπεια, οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια.
Παράλληλα, καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας θα ενισχύσει την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να απορροφά τις επιπτώσεις ενδεχόμενων αναταράξεων (είτε ενδογενών, είτε εξωγενών) και θα συμβάλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!