Με την άνοδο των επιτοκίων να έχει προεξοφληθεί, τα τραπεζικά επιτελεία βρίσκονται σε αυξημένη ετοιμότητα και οι δανειολήπτες προετοιμάζονται για την αύξηση του κόστους δανεισμού, σε μια δύσκολη συγκυρία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία που ανέβασε σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος της ενέργειας, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα να είναι ορατά, όπως και οι ανησυχίες για επισιτιστική κρίση
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ, σε συνέντευξή της στη σλοβένικη «Delo», ξεκαθάρισε ότι «ο στασιμοπληθωρισμός δεν είναι επί του παρόντος η βασική μας γραμμή».
Η πρώτη αύξηση του επιτοκίου, όπως είπε, θα καθοριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, ενημερωμένο από τις μελλοντικές κατευθύνσεις που έχει αποφασίσει και από τη στρατηγική του δέσμευση να σταθεροποιήσει τον πληθωρισμό στο 2% μεσοπρόθεσμα. Και παρέπεμψε στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στις 9 Ιουνίου.
Στην ερώτηση ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει να πληρούνται για να πει το ΔΣ της ΕΚΤ ότι τώρα είναι η ώρα να αυξηθούν τα επιτόκια η Κ. Λαγκάρντ έδωσε το «χρονικό παράθυρο».
«Εχουμε μια σαφώς καθορισμένη σειρά γεγονότων. Πρώτον, θα πρέπει να τερματίσουμε τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Κρίνοντας από τα εισερχόμενα στοιχεία, προσδοκώ ότι οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να ολοκληρωθούν στις αρχές του τρίτου τριμήνου. Οι προσαρμογές στα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθούν λίγο μετά το τέλος των καθαρών αγορών και θα είναι σταδιακές».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος πρώτα και κύρια είναι μια ανθρώπινη τραγωδία, όπως είπε η Κρ. Λαγκάρντ και έχει οικονομικές συνέπειες πέρα από την Ουκρανία, καθώς επιβαρύνει την ανάπτυξη και τονώνει τον πληθωρισμό. Αλλά δεν είναι ο μοναδικός «πονοκέφαλος» για την ευρωπαϊκή οικονομία.
«Η πανδημία του κοροναϊού (COVID-19) συνεχίζει επίσης να επιβαρύνει την ανάπτυξη με την πρόσφατη αναζωπύρωση των μολύνσεων στην Κίνα και τις επιπτώσεις των νέων περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να υποστηρίζεται από το άνοιγμα της οικονομίας μετά τη φάση κρίσης της πανδημίας, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών», είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ, τα προκαταρκτικά στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη το 2022, είναι ελαφρώς χαμηλότερα από αυτά για το τέταρτο τρίμηνο του 2021. Και η τελευταία ανάγνωση για τον πληθωρισμό, όπως είπε, έδειξε ότι το ενεργειακό κόστος, το οποίο αυξήθηκε μετά την εισβολή στην Ουκρανία αλλά και μετά την ανάκαμψη από την πανδημία, ήταν 38% υψηλότερα τον Απρίλιο σε σχέση με ένα χρόνο πριν.
Οι ελληνικές τράπεζες
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι ανθεκτικό και έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τους αυξημένους μακροοικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από τα τις πληθωριστικές πιέσεις και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτό επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση ο οίκος Fitch που αναμένεται να επανεξετάσει την αξιολόγηση της Ελλάδας στις 8 Ιουλίου.
Με τα δάνεια που είναι ήδη ρυθμισμένα και «βγήκαν» πριν από μερικούς μήνες από «πανδημικά» προγράμματα στήριξης να είναι τα πιο ευάλωτα σε «κραδασμούς», είναι ενθαρρυντικό ότι, όπως σημειώνει και ο οικος Fitch, οι επιδοτήσεις του προγράμματος «Γέφυρα» αφορούσαν δάνεια 8 δισ. ευρώ, ενώ μόλις στο 5% περίπου των δανείων που επηρεάστηκαν έχει γίνει παύση πληρωμών.
Ο οίκος αναφέρει πως ο δείκτης ΝPEs των ελληνικών τραπεζών ήταν 11,5% στο τέλος του 2021 (από 38,5% στο τέλος του 2019) και αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω σε μονοψήφια επίπεδα μέχρι το τέλος του 2022, με την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων τιτλοποιήσεις για φέτος ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ.
O πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά έχουν αυξήσει περαιτέρω τον βαθμό ετοιμότητας των τραπεζικών επιτελείων, ώστε να μη δημιουργηθεί μια νέα γενιά προβληματικών δανείων, λόγω της έκρηξης του ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού που καλπάζει.
Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι σαφέστερη εικόνα των επιπτώσεων στα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών, αλλά και του ευρωσυστήματος συνολικά, θα έχουμε το φθινόπωρο.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική οικονομία, άρα και οι τράπεζες, ποντάρουν στον τουρισμό. Και όχι άδικα, καθώς τα πρώτα στοιχεία είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ολική επαναφορά του ελληνικού τουρισμού, με επιδόσεις στα επίπεδα του «χρυσού» 2019, όταν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν στα 18,1 δισ. ευρώ.
Ηδη, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέρχονται από το Recovery Tracker του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, για το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου οι κρατήσεις τουριστών σε εισερχόμενες διεθνείς πτήσεις υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο θέσεις.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!