Η μεταστροφή του κλίματος και των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας μετά το πέρας των μνημονίων και της υποχώρησης της πανδημίας, υπήρξε ομολογουμένως εντυπωσιακή, αναφέρει σε ανάλυσή της η διεύθυνση οικονομικής έρευνας και επενδυτικής στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς και ο επικεφαλής οικονομολόγος της, Ηλίας Λεκκός.
Η ανάκαμψη αυτή μπορεί να αποδοθεί τόσο στο λεγόμενο «φαινόμενο του ελατηρίου», όπου στην ουσία η οικονομική δραστηριότητα είχε υποχωρήσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα έτσι ώστε να έχει δημιουργηθεί σημαντικό περιθώριο αντίδρασης, όσο και στην εμφάνιση μίας σειράς δομικών δυνάμεων στην ελληνική οικονομία, οι οποίες επιταχύνουν ακόμα περισσότερο την οικονομική ανάκαμψη.
Επιγραμματικά και μόνο, αναφέρω την ανακεφαλαιοποίηση και ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος, τον εξορθολογισμό της δημοσιονομικής πολιτικής καθώς και τη θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Επιπρόσθετα ή ίσως εξαιτίας των ανωτέρω, στην Ελλάδα επικρατούν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας μέσα σε ένα ρευστό και αβέβαιο πανευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων είναι η σημαντική ανάκαμψη του κλίματος οικονομικής εμπιστοσύνης στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό κόσμο.
Προς το 2% ο ρυθμός ανάπτυξης
Όμως, πάρα τη σημαντική αυτή βελτίωση του οικονομικού κλίματος βιώνουμε το παράδοξο φαινόμενο ότι, καθώς οι μεγάλες διακυμάνσεις που προκλήθηκαν από την περίοδο της πανδημίας αρχίζουν να εξομαλύνονται και η οικονομία αλλά και η κοινωνική πραγματικότητα αρχίζουν να επανέρχονται σε μια μορφή κανονικότητας, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης αδυνατούν να διατηρήσουν τα πρόσφατα υψηλά επίπεδα τους.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι αργά αλλά σταθερά ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ έχει αρχίσει να υποχωρεί, συγκλίνοντας προς τα επίπεδα του 2%, δηλαδή πολύ κοντά στην τάση της ύστερης μνημονιακής περιόδου 2017 – 2019.
Το φαινόμενο της οικονομικής υστέρησης
Κατά την άποψη μας, η αιτιολόγηση αυτής της «χαμηλής πτήσης» της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στο φαινόμενο της Οικονομικής Υστέρησης, σύμφωνα με το οποίο η οικονομία μετά από μια παρατεταμένη και βαθιά ύφεση έχει δεχθεί τέτοιο πλήγμα που αδυνατεί να επανέλθει, πολλώ δε μάλλον να ξεπεράσει την προ – υφεσιακή δυναμική της.
Το φαινόμενο της υστέρησης συνήθως εκδηλώνεται από την πλευρά του εργατικού δυναμικού, το οποίο μετά το πέρας μιας παρατεταμένης κρίσης είτε αρνείται είτε αδυνατεί να επιστρέψει στην αγορά εργασίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως η υστέρηση αυτή εκδηλώνεται μέσω της αδυναμίας των επενδύσεων να αποκτήσουν την όποια δυναμική.
Οι επενδύσεις
Η γενεσιουργός αιτία αυτής της επενδυτικής άπνοιας βρίσκεται φυσικά στην περίοδο της δεκαετούς και πλέον κρίσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης και συνακόλουθα τη διαμόρφωση αρνητικού παραγωγικού κενού, δηλαδή συνθηκών όπου για ένα μακρύ χρονικό διάστημα η προσφορά / παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών ξεπερνά κατά πολύ τα επίπεδα ζήτησης / κατανάλωσης.
Αναπόφευκτα λοιπόν και οι νέες επενδύσεις (ως % του ΑΕΠ) να υποχωρήσουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ οι καθαρές επενδύσεις (δηλαδή με την αφαίρεση των αποσβέσεων) να είναι αρνητικές.
Όμως, όπως αναφέραμε ήδη, η πρόσφατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας έχει συμβάλει καθοριστικά στη μεταβολή του αρνητικού αυτού σκηνικού. Πιο συγκεκριμένα, το τελευταίο διάστημα καταγράφεται μια θεαματική αύξηση της παραγωγικότητας του υφιστάμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ενώ ταυτόχρονα η μικτή κερδοφορία έχει ανακάμψει από τα χαμηλά επίπεδα των €20 δισεκ. στα επίπεδα των €35 δισεκ.
Επίσης, σημαντική εξέλιξη αποτελεί η αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού εξοπλισμού σε μεταποίηση και υπηρεσίες αλλά και του συνόλου της ελληνικής οικονομίας. Tέλος, αλλά ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας είναι η βελτίωση των συνθήκων χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομία,ς καθώς οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά και τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια πλέον προσεγγίζουν τα €80 δισεκ.
Όλα τα ανωτέρω έχουν άμεσο αντίκτυπο στην πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση και τραπεζικό δανεισμό, το οποίο αντανακλάται και στις πεποιθήσεις του ίδιου του επιχειρηματικού κόσμου.
Τι υποστηρίζουν οι επιχειρήσεις
Έναντι όμως όλων αυτών των δεδομένων, των αναλύσεων και της οικονομικής θεωρίας, οι οποίες κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι η ανάκαμψη των επενδύσεων και κατά συνέπεια η επικράτηση ενός μοντέλου οικονομικής ανάκαμψης βασισμένο στις επενδύσεις είναι ουσιαστικά μονόδρομος, ορθώνεται η πραγματικότητα τουλάχιστον όπως την βιώνουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των επιχειρήσεων – και σε αντίθεση με όλα όσα έχουμε αναφέρει έως τώρα – η συντριπτική τους πλειοψηφία θεωρεί ότι είτε έχουν προβεί σε επαρκή επίπεδα επενδύσεων, ή ακόμα χειρότερα, έχουν υπερ-επενδύσει.
Είναι αυτή η αμυντική στάση μια απόδειξη του φαινομένου της οικονομικής υστέρησης, όπου παρατεταμένη κρίση έχει καταπνίξει τα «αγελαία ένστικτα» του επιχειρηματικού κόσμου όπως εμείς πιστεύουμε; Είναι αντίθετα μια σωστή εκτίμηση από πλευράς επιχειρήσεων των πραγματικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας;
Πολύ δύσκολο και πολύ νωρίς να το απαντήσει κάποιος με οποιοδήποτε βαθμό βεβαιότητας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όλη αυτή η συζήτηση δεν διεξάγεται σε ένα θεωρητικό και αφηρημένο επίπεδο. Όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει η υποβάθμιση των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, εξαιτίας αυτής της διαφαινόμενης οικονομικής υστέρησης, από ένα μέσο ρυθμό 2,5%, τον οποίο προβλέπαμε ότι θα επιτύγχανε η ελληνική οικονομία (τη δεκαετία 2024 -2033), σε 2% και του μέσου λόγου επενδύσεων προς ΑΕΠ από 19% σε 17% έχει ως συνέπεια τη σωρευτική μείωση των προβλέψεων μας για επενδύσεις κατά €70 δισεκ.
Δείτε εδώ την ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!