Κρας τεστ για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αλλά και την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών αποτελεί η σημερινή, εκτός σοβαρού απροόπτου, έκδοση 30ετούς ομολόγου, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο επιχειρεί να αξιοποιήσει τις ευνοϊκές συνθήκες για να αντλήσει φθηνό χρήμα ενισχύοντας τα διαθέσιμά του και επιμηκύνοντας το δημόσιο χρέος. Πρόκειται για την πρώτη έκδοση ομολόγου μακράς διαρκείας από την επανέκδοση του 2008, ενώ και τον Μάρτιο του 2005 ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης είχε αποφασίσει να δανειστεί για πρώτη φορά η χώρα με ομόλογα διάρκειας 32 ετών. Το επιτόκιο των ομολόγων, που αν δεν «κουρευόταν» με το PSΙ θα έληγαν το 2037, είχε διαμορφωθεί στο 4,5%
Μετά την ψυχρολουσία του 2012 που βίωσαν οι επενδυτές, με το βαθύ κούρεμα των χρεογράφων τους στο πλαίσιο του PSI, η νέα έκδοση του Δημοσίου αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα αφού απευθύνεται σε επενδυτές με ατσάλινη υπομονή και πίστη στις δυνατότητες της οικονομίας, μιας και τα λεφτά της τοποθέτησης θα τα εισπράξουν το 2052.
Μήνυμα στις αγορές
Αυτό που μετράει στη σημερινή συγκυρία σύμφωνα με στελέχη του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είναι να χτιστεί μια υγιής καμπύλης του ελληνικού χρέους και να σταλεί μήνυμα στις αγορές ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα και είναι σε θέση να εκδώσει τίτλους μεγάλης διάρκειας. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα θετικό για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους αφού σχεδόν ταυτοχρόνως προπληρώνονται δύο δόσεις του δανείου προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ποσό άντλησης δεν έχει αποφασιστεί, καθώς θα καθοριστεί από την επενδυτική ζήτηση, αλλά στόχος του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είναι ένα ποσό κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ.
Tρεις παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση έκδοσης του ομολόγου. Το σήμα που έδωσε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, για επιτάχυνση των αγορών ομολόγων το επόμενο τρίμηνο, στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος λόγω της πανδημίας (PEPP). Δεδομένης της αβεβαιότητας με την ανάκαμψη οποιαδήποτε αύξηση των αποδόσεων θα μπορούσε να καταστήσει λιγότερο εύκολο για τις κυβερνήσεις να εκδώσουν χρέος και να πλήξει την ανάκαμψη και για αυτό τον λόγο το Δημόσιο εκμεταλλεύεται τη συγκυρία και σπεύδει να κατοχυρώσει ένα χαμηλό επιτόκιο δανεισμού τη δεδομένη χρονική στιγμή. Το τελικό επιτόκιο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 1,67% με 1,7%, οριακά υψηλότερα από το 1,58% που είναι το αντίστοιχο ομόλογο της Ιταλίας. Η Ισπανία δανείζεται στην 30ετία με 1,21% ενώ η Γερμανία με 0,19%.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με τις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες λόγω της λήψης μέτρων για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων καθώς η οικονομία παραμένει παγιδευμένη στο μεγαλύτερης διάρκειας lockdown της Ευρωζώνης. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, ο ΟΔΔΗΧ υπό την ομπρέλα της ΕΚΤ θα επιδιώξει να δανειστεί περισσότερα από 12 δισ. ευρώ που σχεδίαζε στα τέλη του 2020 λόγω των αυξημένων αναγκών για μέτρα που προκαλεί η συνέχιση της πανδημίας ,προκειμένου να μην υπάρξει πίεση στα ταμειακά διαθέσιμα. Η υγειονομική κρίση έχει ανατρέψει όλους τους σχεδιασμούς που πλέον τίθενται σε άλλη βάση, με την απλόχερη στήριξη, όμως, που δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στη φαρέτρα του Οργανισμού υπάρχει ένα ισχυρό όπλο: τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου, που δημιουργούν ένα ισχυρό «μαξιλάρι» για τον ΟΔΔΗΧ, στο οποίο δίνουν ιδιαίτερη σημασία οι αγορές.