Οι μισθοί στην Ελλάδα αποκλίνουν αντί να συγκλίνουν με αυτούς της Ευρωζώνης, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζει σε ανάλυσή της η Eurobank, η οποία τονίζει ότι η εξέλιξη αυτή μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα οποία έχουν αντληθεί από την Eurostat, o μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα υπολειπόταν το 2022 κατά 23,9% σε σχέση με το επίπεδο του 2009, πριν δηλαδή τη μεγάλη κρίση. Η μείωση του πραγματικού μισθού, αφού ληφθεί δηλαδή υπόψη ο πληθωρισμός, ήταν πολύ μεγαλύτερη, πάνω από το 35%.
Το 2022, ο μέσος ονομαστικός μισθός διαμορφώθηκε στα 16 χιλιάδες ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021, αλλά ο πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 5,1% λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Το α’ εξάμηνο του 2023, ο ονομαστικός μισθός αυξήθηκε 6,6% και ο πραγματικός 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022.
Η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο ονομαστικό μισθό στην Ευρωζώνη, όπου το μέσο επίπεδο το 2022 ήταν 35,2 χιλ. ευρώ και τον τρίτο χαμηλότερο στην ΕΕ,(32,3 χιλ. ευρώ).
Συνεχής απόκλιση της αγοραστικής δύναμης
Η σύγκριση, όμως, είναι εντελώς απογοητευτική αναφορικά με την αγοραστική δύναμη των μισθών, η οποία είναι και η ενδεδειγμένη καθώς λαμβάνει υπόψη το επίπεδο των τιμών που ισχύει σε κάθε χώρα. Η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα αποκλίνει σταθερά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης από το 2006, όταν είχε πλησιάσει πιο κοντά σε αυτόν.
Συγκεκριμένα, από 87,2% του μέσου μισθού το 2006 και 86,4% το 2009, μειώθηκε απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν, ενώ στη συνέχεια και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, μειώνεται ήπια, με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο, ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας.
Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη μεταξύ των 20 χωρών της.
Αρνητικές επιπτώσεις
«Το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών μισθών στην Ελλάδα, όπως και η αύξησή τους με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των εταίρων μας με αντίστοιχα επίπεδα μισθών (όπως οι χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης), έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους. Συνεπάγονται όμως άμεσα οφέλη τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για την οικονομία εν γένει: μειώνουν το σχετικό μοναδιαίο κόστος της εργασίας στη χώρα μας, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, δίνοντας ώθηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και καθιστούν την Ελλάδα έναν συγκριτικά πιο ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις φυσικού κεφαλαίου», σημειώνει η Eurobank.
Τονίζει, όμως, ότι μεσοπρόθεσμα «οι αρνητικές συνέπειες μπορεί να υπερβαίνουν τις θετικές: οδηγούν στην έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων αποτρέποντας την καινοτομία και καθυστερώντας την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και μεθόδων στην παραγωγική διαδικασία, στρέφουν την οικονομία στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, προσελκύουν κεφάλαια με βραχύτερο επενδυτικό ορίζοντα και πιο ευκαιριακό χαρακτήρα και ωθούν σταδιακά την οικονομία μας εγγύτερα στην κατηγορία των «οικονομιών χαμηλής παραγωγικότητας/χαμηλού κόστους», στην όποια η Ελλάδα δεν διαθέτει (και δεν θα ήταν σκόπιμο να αποπειραθεί να αποκτήσει) συγκριτικό πλεονέκτημα. Μακροπρόθεσμα, η οικονομία εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμoιβών και χαμη-λού επιπέδου διαβίωσης και καθίσταται πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου αλλά και σε εξωτερικές διαταραχές».
Μόλις στο 27% του ΑΕΠ οι μισθοί
Μία άλλη διαπίστωση της ανάλυσης που έκανε η Eurobank είναι ότι οι μισθοί στην Ελλάδα αποτελούσαν μόλις το 27% του ΑΕΠ το 2022, το οποίο είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ και την Ευρωζώνη μετά από αυτό της Ιρλανδίας (μιας οικονομίας με πολύ ιδιαίτερη δομή λόγω της έντονης παρουσίας πολυεθνικών και υπεράκτιων εταιριών των οποίων οι μητρικές εταιρίες εδρεύουν εκτός της χώρας).
Αντίθετα, το εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ελεύθερων επαγγελμάτων αποτελούσε το 52,2% του ΑΕΠ, έχοντας αναλογικά την τρίτη μεγαλύτερη συμμετοχή μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 (37,2%) και τη δεύτερη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΖ-20 (37,4%).
Μια αναδρομή στα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύει ότι, σε αντίθεση με την εξέλιξη του απόλυτου επιπέδου των μισθών, η αναλογία τους προς το ΑΕΠ βρισκόταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια και δη ακόμα χαμηλότερα από το τρέχον πριν τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί εν μέρει από τη διάρθρωση της απασχόλησης στη χώρα μας, με τους αυτοαπασχολούμενους και τους ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων να αποτελούν παραδοσιακά πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής απασχόλησης σε σχέση με άλλες χώρες (27,6% το 2022, το υψηλότερο στην ΕΖ-20 και την ΕΕ-27 όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου 14%).
Διαρθρωτικό πρόβλημα
Ακόμα όμως και αν ο δείκτης των εργαζόμενων με εξαρτημένη σχέση εργασίας ως ποσοστό της απασχόλησης στην Ελλάδα (στο 72,6% το 2022) αυξανόταν σε επίπεδο αντίστοιχο με αυτά της ΕΕ-27 και της ΕΖ-20 (~86%) η συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ δεν θα ξεπερνούσε το 33%, δηλαδή η μισή περίπου από την παρούσα απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-27/ΕΖ-20 θα παρέμενε.
Η παρατήρηση αυτή αποτελεί επομένως μια ισχυρή ένδειξη ότι το φαινόμενο αυτό είναι μάλλον απόρροια βαθύτερων δομικών χαρακτηριστικών του ελληνικού οικονομικού μοντέλου και όχι επακόλουθο της κρίσης χρέους της περασμένης δεκαετίας, ούτε αποκλειστικά άμεση συνέπεια της διάρθρωσης της απασχόλησης.
Πολιτικές για να αυξηθούν οι μισθοί
Η Eurobank θεωρεί ότι η αύξηση των πραγματικών μισθών έγκειται στην αύξηση της παραγωγικότητας και την αντιμετώπιση των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, για τα οποία απαιτείται χρόνος και προσπάθεια.
Σημειώνει ότι πρέπει να γίνει εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος, το οποίο μετακυλύει δυσανάλογο φορολογικό βάρος στους μισθωτούς.
Επιπλέον, η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων του εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνει αυτόματα το φορολογικό βάρος των καθώς σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, οι αυξήσεις στους μισθούς τείνουν να υπολείπονται αυτών του επιπέδου των τιμών.
Η ανάλυση σημειώνει ότι είναι μοναδική η ευκαιρία που υπάρχει μέσα από την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και την υλοποίηση επενδύσεων σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Τέλος, μακροχρόνια, η διατήρηση των μισθών σε υψηλά επίπεδα επιβάλλει απρόσκοπτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, μακρόπνοο σχεδιασμό και συνεπή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική, τα οποία με τη σειρά τους προϋποθέτουν την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων: οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών, σημειώνει.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!