Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτή της Ευρωζώνης, όπως αντανακλάται στον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξής της, οφείλεται από την πλευρά της ζήτησης κυρίως στην κατανάλωση και δευτερευόντως στις επενδύσεις, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο της Eurobank (7 ημέρες οικονομία).
Από την πλευρά της παραγωγή, η υπεραπόδοση προέρχεται από τους κλάδους των κατασκευών, των υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης, των υπηρεσιών ενημέρωσης και επικοινωνίας, των υπηρεσιών επαγγελματικών, επιστημονικών, τεχνικών, διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας.
Όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 1, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα το β’ τρίμηνο 2023 σε σύγκριση με το δ’ τρίμηνο 2021 ανήλθε σε 6,1%, ενώ οι αντίστοιχες αυξήσεις στην Ευρωζώνη, στη Γερμανία, στη Γαλλία και την Ιταλία ήταν της τάξης του 1,9%, 0,8%, 1,3% και 1,7% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις παγίων, ήτοι της μεταβλητής που ενισχύει τη ζήτηση στο παρόν και διευρύνει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον, η σωρευτική μεγέθυνση τους στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 13,9% (κυρίως κατοικίες και κατασκευές, ενώ θετική συνεισφορά είχε και ο μεταφορικός εξοπλισμός), έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη, 2,3% στη Γερμανία, 3,1% στη Γαλλία και 4,5% στην Ιταλία.
Όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 2, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που παρήχθη στον κλάδο των κατασκευών στην Ελλάδα το β’ τρίμηνο 2023 ήταν υψηλότερη κατά 47,1% σε σύγκριση με το δ’ τρίμηνο 2021 (έναντι 1,4%, -1,2%, -1,5% και 2,7% στην Ευρωζώνη, στη Γερμανία, στη Γαλλία και την Ιταλία αντίστοιχα). Υψηλή σωρευτική μεγέθυνση σε όρους παραγόμενης προστιθέμενης αξίας παρουσίασαν και οι κλάδοι των επαγγελματικών, επιστημονικών, τεχνικών, διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (22,8% έναντι 3,9% στην Ευρωζώνη, περιλαμβάνονται και υπηρεσίες που σχετίζονται τόσο με τις κατασκευές όσο και με τον τουρισμό), των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας (17,9% έναντι 10,4% στην Ευρωζώνη) και της ενημέρωσης και επικοινωνίας (15,2% έναντι 6,7% στην Ευρωζώνη).
Βάσει των προαναφερθέντων αποτελεσμάτων δύναται να υποστηριχτεί ότι μέχρι και το β’ τρίμηνο 2023 οι διαταραχές της ενεργειακής κρίσης και της ανόδου των επιτοκίων έχουν επηρεάσει περισσότερο αρνητικά την οικονομία της Ευρωζώνης από ό,τι της Ελλάδος σε όρους πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης.
Η ελληνική οικονομία από το α’ τρίμηνο 2022 υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης, με την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις παγίων να ενισχύουν σημαντικά την εγχώρια ζήτηση, δημιουργώντας ωστόσο υψηλά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Οι εν λόγω επιδόσεις στηρίζονται σε έναν βαθμό στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, στην αύξηση της απασχόλησης (και των ονομαστικών μισθών), στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), στην πιστωτική επέκταση από τα εγχώρια νομισματικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς τις επιχειρήσεις και στη βελτίωση του βαθμού αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας (επενδυτική βαθμίδα).
Σε κλαδικό επίπεδο οι κατασκευές, ο τουρισμός και άλλες υπηρεσίες πρωταγωνιστούν στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος και των εισοδημάτων. Παρά ταύτα, η οριακή στασιμότητα που παρουσιάζει η οικονομία της Ευρωζώνης τα τρία τελευταία τρίμηνα, η περιοριστική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές συνιστούν καθοδικούς κινδύνους για τα επόμενα τρίμηνα.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!