Τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της υπέρμετρης θερμότητας που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, μέσα από το πρίσμα 12 πόλεων (μεταξύ τους και η Αθήνα) που βρίσκονται σε έξι ηπείρους και φιλοξενούν αστικό πληθυσμό άνω των 123 εκατομμυρίων, παρουσιάζει μελέτη του Κέντρου Ανθεκτικότητας του Ιδρύματος Adrienne Arsht-Rockefelle, ενός ερευνητικού κέντρου και μη κερδοσκοπικού οργανισμού, με έδρα την Ουάσιγκτον.
Η μελέτη «Θερμές πόλεις, ψυχρές οικονομίες: επιπτώσεις της ακραίας θερμότητας στις πόλεις παγκοσμίως», η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Vivid Economics, αποκάλυψε ότι στην Αθήνα, χωρίς συντονισμένη δράση για τη μείωση των αυξανόμενων κινδύνων από τη θερμότητα στην πόλη, θα προκύψει ετήσια θερμοεξαρτώμενη ζημία ύψους 213,7 εκατ. ευρώ λόγω μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας έως το 2050, σε σχέση με τα 91,4 εκατ. ευρώ υπό τις παρούσες συνθήκες.
«Η θερμότητα που εξαρτάται από την κλιματική αλλαγή μεταβάλλει τον τρόπο ζωής και εργασίας μας. Ωστόσο, επί του παρόντος, η επίγνωση αυτής της σιωπηρής και αόρατης απειλής είναι επικίνδυνα ανεπαρκής. Ο δυσανάλογος αντίκτυπος της θερμότητας στις πόλεις μάς ανάγκασε να ποσοτικοποιήσουμε και να διερευνήσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις του πλανήτη μας που "καίγεται"» δήλωσε η Κάθι Μπόμαν Μακ Λέοντ, SVP και Διευθύντρια του Κέντρου Ανθεκτικότητας του Ιδρύματος Adrienne Arsht-Rockefeller στο Ατλαντικό Συμβούλιο. «Ελπίζουμε ότι αυτά τα ευρήματα θα αυξήσουν την ευαισθητοποίηση και θα ενθαρρύνουν περαιτέρω παρεμβάσεις προσαρμογής, πολιτικές και επενδύσεις που μειώνουν τη θερμοκρασία στις πόλεις και προστατεύουν τους ανθρώπους».
Θα τριπλασιαστούν οι ακραίες ζεστές ημέρες στην Αθήνα, θα χαθούν μισθοί και δουλειές
Εάν δεν ληφθούν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών επιβλαβών αερίων ή μέτρα για την ψύξη, οι «ακραίως ζεστές ημέρες» στην Αθήνα θα αυξηθούν από περίπου 9 σε 27 ημέρες σε ένα τυπικό έτος έως το 2050, δηλαδή θα τριπλασιαστούν.
Οι μεγαλύτερες απώλειες παραγωγικότητας των εργαζομένων θα αφορούν τους εργαζόμενους στον τομέα των κατασκευών, της μεταποίησης και του δημόσιου τομέα σε σχέση με το μέγεθος του τομέα τους, επηρεάζοντας μεγάλο αριθμό εργαζομένων μέσω της μείωσης των μισθών ή του εισοδήματος. Η αιτία θα είναι ένας συνδυασμός χαμηλότερων επιπέδων ενεργής ψύξης (κλιματισμός & ανεμιστήρες) και υψηλότερης έντασης εργασίας.
Οπως αναφέρει η μελέτη, η πόλη των Αθηνών ηγείται των προσπαθειών για τη μείωση της ευαλωτότητας του πληθυσμού στη θερμότητα, αλλά απαιτούνται συνεχείς πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων θερμοκρασιών.
Οι εν εξελίξει προσπάθειες περιλαμβάνουν:
- Σχεδιασμός/πολιτική: η Αθήνα και η Επικεφαλής Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης λαμβάνουν περαιτέρω μέτρα για την προστασία των ανθρώπων από τις συνέπειες της ακραίας θερμότητας. Κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα, τίθενται σε ισχύ μέτρα προστασίας των εργαζομένων, όπως μεγαλύτερα διαλείμματα κατά τις ώρες αιχμής του καύσωνα και υποχρεωτικά κλιματιζόμενοι χώροι ανάπαυσης με παροχή νερού.
- Επικοινωνία: έχουν υλοποιηθεί εκστρατείες ευαισθητοποίησης για να παροτρύνουν τα άτομα που κινδυνεύουν να προετοιμάζονται και να επισκέπτονται τα δημόσια κέντρα δροσιάς. Κατά τη διάρκεια ακραίων κυμάτων καύσωνα, πρωτοβουλίες όπως η κατηγοριοποίηση των κυμάτων καύσωνα, η οποία δοκιμάζεται στην Αθήνα, μπορούν να βοηθήσουν στην προσέγγιση ανθρώπων με συγκεκριμένες οδηγίες δράσης πριν από τον καύσωνα και να προετοιμάσουν καλύτερα τις αντιδράσεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
- Επένδυση στο δομημένο περιβάλλον και τις λύσεις με βάση τη φύση: η πόλη ανακαινίζει 34 από τα ιστορικά συντριβάνια της και αναπτύσσει «πάρκα τσέπης» για την παροχή δροσερών χώρων πρασίνου. Τα υπάρχοντα δέντρα στα πεζοδρόμια, και ιδίως οι μουριές, τα οποία απειλούνται από ξυλοφάγα έντομα, πρέπει να προστατεύονται για να αποφευχθεί η δημιουργία νέων θερμικών νησίδων.
Για την έκθεση αυτή, εξετάστηκε μόνο ένα υποσύνολο των τρόπων με τους οποίους η ακραία θερμότητα μπορεί να επηρεάσει την οικονομία και την κοινωνία μιας πόλης και εκτιμήθηκε ο αντίκτυπος σε «φυσιολογικά» έναντι των ασυνήθιστα θερμών ετών. Αυτό σημαίνει ότι παρέχει μια συντηρητική εκτίμηση του κοινωνικού και οικονομικού κόστους της θερμότητας. Επιπλέον, δεν εξετάζει τις επιπτώσεις ή το κόστος για τις υποδομές, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, τη μείωση της εκπαίδευσης και της μάθησης ή τη ζημία που προκύπτει από τη διακοπή της επιχειρηματικής δραστηριότητας.