Μπορεί οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στην Ελλάδα να είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά έχουν αυξηθεί θεαματικά σε σχέση με την περασμένη δεκαετία, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Το 2020, οι δαπάνες για R&D αυξήθηκαν στα 2,47 δισ. ευρώ ή 1,49% του ΑΕΠ από 2,33 δισ. ευρώ ή 1,27% του ΑΕΠ το 2019.
Στην Ευρωζώνη, οι αντίστοιχες δαπάνες ανήλθαν πέρυσι στα 311 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019, ενώ ως ποσοστό στο ΑΕΠ διαμορφώθηκαν στο 2,3% έναντι 2,2%, με την αύξηση να οφείλεται στη σημαντική μείωση του ΑΕΠ το 2020.
Από 0,6% του ΑΕΠ το 2010 στο 1,5% το 2020
Πριν από δέκα χρόνια, το σχετικό ποσοστό στην Ευρωζώνη ήταν 2% και στην Ελλάδα μόλις 0,6%. Επομένως, η Ελλάδα έχει καλύψει ένα μεγάλο μέρος της ψαλίδας που τη χώριζε από τον μέσο όρο των άλλων χωρών σχετικά με τις δαπάνες για R&D, οι οποίες είναι και ο βασικός μοχλός της καινοτομίας.
Μετά το Βέλγιο, όπου οι δαπάνες R&D εκτινάχθηκαν στο 3,5% από 2% του ΑΕΠ το 2010, η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη αύξηση του σχετικού ποσοστού σε σχέση με δέκα χρόνια πριν.
Τις υψηλότερες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη το 2020 είχαν το Βέλγιο και η Σουηδία (3,5% του ΑΕΠ), ακολουθούμενες από την Αυστρία (3,2%) και τη Γερμανία (3,1%). Από την αντίθετη πλευρά, έξι χώρες ανέφεραν δαπάνες μικρότερες από το 1% του ΑΕΠ: Ρουμανία (0,5%), Μάλτα και Λετονία (0,7%), Κύπρος, Βουλγαρία και Σλοβακία (0,9%).
Τα δύο τρίτα των συνολικών δαπανών στην Ευρωζώνη, για την ακρίβεια το 66%, το 2020 έγιναν από τις επιχειρήσεις, ενώ ακολούθησαν η ανώτατη εκπαίδευση (22%), ο κρατικός τομέας (12%) και ο ιδιωτικός με κερδοσκοπικός τομέας (1%).