Η οικονομική ανάκαμψης της Ευρωζώνης έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους που σχετίζονται με την πανδημία και απειλούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSR) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα.
Ωστόσο οι υψηλές αποτιμήσεις σε κάποιες αγορές όπως σε αυτήν των ακινήτων, τα αυξημένα επίπεδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, καθώς και η αυξημένη ανάληψη κινδύνων από μη τραπεζικά ιδρύματα, συνιστούν λόγους για να μην υπάρξει εφησυχασμός.
Οι κίνδυνοι για εταιρικές χρεοκοπίες και τραπεζικές ζημιές είναι πλέον σημαντικά χαμηλότεροι από ό,τι ήταν πριν από έξι μήνες, αλλά οι κίνδυνοι από την πανδημία δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς, δήλωσε ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος.
Τα τρωτά σημεία της αγορά ακινήτων
Η αυξημένη ζήτηση για ακίνητα εν μέσω της πανδημίας ώθησε προς τα πάνω τις τιμές των κατοικιών. Η αύξηση έφτασε το 7%, το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε από το 2006, όπως αναφέρεται στην έκθεση. Συνεπώς ο κίνδυνος διόρθωση των τιμών είναι ορατός, τόσο για τις κατοικίες, όσο και για τους εμπορικούς χώρους.
Μάλιστα σε χώρες όπως οι Γερμανία, Γαλλία και Ολλανδία η αγορά κατοικίας εμφανίζει έντονη αναθέρμανση, σε σημείο που ο κατασκευαστικός κλάδος να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζήτησης.
«Παρά την ανάκαμψη που καταγράφεται στο κατασκευαστικό κλάδο, οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού και η αύξηση στο κόστος από τις τιμές των πρώτων υλών, ορθώνουν εμπόδια στον κλάδο και στην ικανότητά του να ικανοποιήσεις τη ζήτηση, γεγονός που ασκεί ανοδική πίεση στις τιμές των κατοικιών», σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Ενώ η αγορά των prime ακινήτων ανακάμπτει, οι προοπτικές είναι «ιδιαίτερα κακές» για τα εμπορικά ακίνητα χαμηλότερης ποιότητας, καθώς η τηλεργασία, οι ανησυχίες για τη δημόσια υγεία και η τάση για απόκτηση κτιρίων ενεργειακά πιο αποδοτικά, στρέφουν τη ζήτηση προς την πρώτη κατηγορία, όπως αναφέρει η έκθεση.
Ο κίνδυνος για τα μη τραπεζικά ιδρύματα
Η ΕΚΤ επεσήμανε επίσης ότι τα μη τραπεζικά ιδρύματα, όπως τα επενδυτικά ταμεία, οι ασφαλιστικές και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, συνέχισαν να αυξάνουν «την έκθεσή τους σε εταιρικό χρέος χαμηλότερης αξιολόγησης, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε «σημαντικές πιστωτικές απώλειες εάν οι συνθήκες στον εταιρικό τομέα επιδεινωθούν». Κατά συνέπεια, ζήτησε «ένα ισχυρότερο πλαίσιο πολιτικής για τον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα».
Από την άλλη, όπως τονίζει ο ντε Γκίντος, οι κίνδυνοι για υψηλό ποσοστό κατάρρευσης των επιχειρήσεων όπως και για καταγραφή ζημιών στις τράπεζες, είναι πλέον «σημαντικά χαμηλότεροι από ό,τι πριν από έξι μήνες. Όμως οι κίνδυνοι από την πανδημία δεν έχουν εξαφανιστεί εντελώς».
Σύμφωνα με την έκθεση, κατά μέσο όρο οι εταιρικές χρεοκοπίες έχουν βρεθεί σε επίπεδα χαμηλότερα και από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, με τις πτωχεύσεις να είναι κατά 15% χαμηλότερα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!