Οι ελληνικές τράπεζες είναι σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση πριν δύο χρόνια, όταν πραγματοποιήθηκε το προηγούμενο stress test στο πέτυχαν πολύ καλές επιδόσεις καθώς έχουν μειώσει περαιτέρω τα «κόκκινα» δάνεια συγκλίνοντας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και έχουν παρουσιάσει υψηλή κερδοφορία και υψηλό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, περίπου 20%. Εκτιμάται ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα ανταπεξέλθει επιτυχώς και σε αυτό το stress test, όπως υπογραμμίζουν πηγές με γνώση της διαδικασίας της άσκησης που θα ολοκληρωθεί με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στις αρχές Αυγούστου.
Ωστόσο η φετινή άσκηση θα είναι πιο δύσκολη, πιο αυστηρή για το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών που μετέχουν σε αυτή κυρίως λόγω των γεωπολιτικών κινδύνων και χρησιμοποιείται πρόσθετη ανάλυση πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου για την αξιολόγηση των ικανοτήτων ανάπτυξης υποδειγμάτων των τραπεζών και των ευπαθειών τους που απορρέουν από τις συνδέσεις τους με μη τραπεζικούς φορείς χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης.
Στην άσκηση αντοχής που διενεργεί η ΕΚΤ και Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) θα υποβληθούν 51 συστημικές και 45 μη συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης και σε ότι αφορά τις ελληνικές συμμετέχουν Εθνική, Πειραιώς και Αlpha Bank με την Eurobank να εξαιρείται λόγω της ενοποίησης με την Ελληνική Τράπεζα Κύπρου και την επικείμενη συγχώνευση με την Eurobank Cyprus εντός του 2025.
Οι τράπεζες του δείγματος θα δοκιμαστούν με βάση δύο σενάρια, το βασικό και το ακραίο (adverse) το οποίο είναι σαφώς πιο… ακραίο σε σχέση με το παρελθόν.
Όπως αναφέρει η ΕΒΑ «Η φετινή άσκηση έχει σχεδιαστεί για να παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα στο τρέχον αβέβαιο και μεταβαλλόμενο μακροοικονομικό περιβάλλον. Το δυσμενές σενάριο (πτώση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 6,3% σωρευτικά) βασίζεται σε μια αφήγηση υποθετικής επιδείνωσης των γεωπολιτικών εντάσεων, με μεγάλες, αρνητικές και επίμονες κρίσεις εμπορίου και εμπιστοσύνης να έχουν ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο."
Η αύξηση των γεωπολιτικών και των μακροοικονομικών κινδύνων μπορεί να αλλοιώσει την ποιότητα του ενεργητικού των ευρωπαϊκών τραπεζών, ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά δάνεια σε εταιρείες εμπορικών ακινήτων, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και καταναλωτικά δάνεια, όπως υπογραμμίζει η ΕΒΑ.
Ειδικότερα σε ότι αφορά την Ελλάδα, το ακραίο (adverse) σενάριο έχει αρνητικό πρόσημο σε ότι αφορά την ανάπτυξη την 3ετία 2025-2027 (-1,4%, -4,3%,-0,5%) ενώ το βασικό σενάριο ρυθμό ανάπτυξης στα επίπεδα του 2024 και σίγουρα υψηλότερα σε σχέση με την ευρωζώνη.
Η ανεργία στο ακραίο, δυσμενές σενάριο για την Ελλάδα θα είναι πάνω από το 10% και θα φτάσει το 14,7% το 2027 ενώ στο βασικό σενάριο υποχωρεί στο 8,5% το 2027.
Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό θα φτάσει το 4,4% το 2025 για να υποχωρήσει το 3,9% και στο 2,9% το 2027 με βάσει το δυσμενές σενάριο ενώ στο βασικό σενάριο «τρέχει» με 2,5% το 2025, υποχωρεί στο 2,2% το 2026 και αυξάνεται ξανά στο 2,5% το 2027.
Οι τιμές των ακινήτων που αποτελούν μια κρίσιμη παράμετρο του stress test και στο ακραίο σενάριο προβλέπει πτώση τόσο στα οικιστικά όσο και στα εμπορικά ακίνητα σε ότι αφορά την χώρα μας. Ειδικότερα για τα οικιστικά ακίνητα (για τα οποία η αγορά μόνο μείωση δεν προβλέπει) οι τιμές στο ακραίο σενάριο υποχωρούν κατά 4,6% φέτος, 12,3% το 2026 και κατά 7,2% το 2027. Αντίθετα στο βασικό σενάριο αυξάνονται κατά 4,4%, 3,2% και 2,5% και όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς οι παραδοχές αυτές είναι και πιο κοντά στην πραγματικότητας καθώς οι τιμές των ακινήτων έχουν καλύψει τις απώλειες της κρίσης και αναμένεται να αυξηθούν με μικρότερους ρυθμούς.
Η ευρωπαϊκή εποπτεία προειδοποιεί ότι «οι υποβολές ανεπαρκώς συνετών στοιχείων υπόκεινται σε πρόσθετο έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων».
Σε προηγούμενες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, όπως υπογραμμίζεται, ορισμένες τράπεζες υπέβαλαν υπερβολικά αισιόδοξες προβολές, γεγονός που σημαίνει ότι δεν αποτύπωσαν πλήρωσης τις επιδράσεις του σεναρίου της άσκησης, δεδομένων των συγκεκριμένων προφίλ κινδύνου των εν λόγω τραπεζών.
«Οι τράπεζες που παρουσιάζουν αυτή τη συμπεριφορά θα υποβάλλονται σε πρόσθετο έλεγχο καθ’ όλη τη διάρκεια της φάσης διασφάλισης ποιότητας, ενδεχομένως μεταξύ άλλων με τη διενέργεια επιτόπιων επισκέψεων. Με βάση τις πληροφορίες που θα συγκεντρωθούν στη διάρκεια τέτοιων επισκέψεων και τα συνολικά αποτελέσματα της διασφάλισης ποιότητας, ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να υποβληθούν σε επιτόπιες επιθεωρήσεις μετά την ολοκλήρωση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων προκειμένου να εντοπιστούν διαρθρωτικές αδυναμίες στο οικείο πλαίσιο ασκήσεων και να βελτιωθούν οι ικανότητές τους να διενεργούν ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Στις τράπεζες που επανειλημμένως αδυνατούν να διορθώσουν ζητήματα στο οικείο πλαίσιο ασκήσεων ενδέχεται τελικά να επιβληθούν άλλα μέτρα στο πλαίσιο μιας διαδικασίας κλιμάκωσης στις επόμενες ασκήσεις»
Όπως και τα προηγούμενα έτη, στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 δεν τίθεται θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας. Αντ’ αυτού, η άσκηση παρέχει σημαντικές πληροφορίες που ενσωματώνονται στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP για κάθε ίδρυμα). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (ιδίως, η μείωση κεφαλαίου) θα χρησιμοποιηθούν ως σημείο εκκίνησης για τον καθορισμό των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 ( P2G)
Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, οι τράπεζες με (σοβαρή) μείωση κεφαλαίου υπό το δυσμενές σενάριο θα πρέπει γενικά να αναμένουν υψηλότερο επίπεδο κατευθύνσεων P2G σε σύγκριση με τράπεζες των οποίων τα αποτελέσματα είναι καλύτερα.
Όπου η σοβαρή μείωση κεφαλαίου προβάλλει ιδιαίτερους κινδύνους σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας, οι μεικτές εποπτικές ομάδες (ΜΕΟ) θα χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες για την περαιτέρω ανάληψη στοχευμένων εποπτικών πρωτοβουλιών και, κατά περίπτωση, τη λήψη μέτρων με σκοπό να διασφαλιστεί η ορθή διαχείριση των εν λόγω κινδύνων.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!