Τα πρωτογενή πλεονάσματα, η ενεργητική διαχείριση του χρέους μέσω των πρόωρων αποπληρωμών μέρους του, οι ισχυροί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και ο πληθωρισμός διατηρούν την τροχιά του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ σταθερά καθοδική από το 2021, ενώ αναμένεται να παραμείνει καθοδική και τη διετία 2025-2026, σύμφωνα με ανάλυση της Alpha Bank (Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων).
Από την ανάλυση προκύπτει ότι η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό και μετά στην ανάπτυξη της οικονομίας και τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η σωρευτική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2019 έως το 2024 είναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ίση με 25,7 μονάδες, δηλαδή η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 μετά την αντίστοιχη της Κύπρου.
Οι ίδιοι παράγοντες, δηλαδή η άνοδος του πραγματικού ΑΕΠ κατά περισσότερο από 2% ετησίως, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στην περιοχή του 2,5% αλλά και ο πληθωρισμός, είναι αυτοί που θα μειώσουν περαιτέρω τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ την επόμενη διετία.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να υποχωρήσει στο 142,7% το 2026 από 153,1% το 2024.
Συνιστώσες του λόγου χρέους προς ΑΕΠ
Η αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, από το 2019 έως και το 2024, προήλθε πρωτίστως από τον παρονομαστή, δηλαδή από το ονομαστικό ΑΕΠ.
Συγκεκριμένα, από τις 25,7 μονάδες της πτώσης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ στο διάστημα αυτό, οι 17,5 μπορούν να αποδοθούν στον πραγματικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και οι 27,5 στην άνοδο του επιπέδου τιμών, με την πτώση να αντισταθμίζεται μερικώς από τις πληρωμές τόκων (περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά) αλλά και τα πρωτογενή ελλείμματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Με τον ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ να εκτιμάται στην περιοχή του 2,2% την επόμενη διετία και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού οριακά κάτω από το 2% το 2026, η μειωτική επίδραση των δύο παραγόντων στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ διατηρείται, αν και φθίνουσα.
Παράλληλα, τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται τόσο για το 2025, όσο και για το 2026, θα μειώσουν περαιτέρω τον λόγο χρέος προς ΑΕΠ την επόμενη διετία, αντισταθμίζοντας την αυξητική επίδραση των επιτοκίων.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το ταμειακό απόθεμα της Ελλάδας διαμορφώθηκε σε Ευρώ 33 δισ. τον Δεκέμβριο του 2024, καλύπτοντας περίπου 3 χρόνια χρηματοδοτικών αναγκών.
Ανάκτηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας
Η δημοσιονομική αξιοπιστία, όπως αποτυπώνεται στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και την αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, είναι καθοριστικό κριτήριο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών.
Η σημαντική δημοσιονομική πρόοδος που έχει συντελεστεί αντανακλάται τόσο στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope εντός αυτής (σε BBB), όσο και στη διαφορά απόδοσης του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό, η οποία σταδιακά μειώνεται, ως αποτέλεσμα του μειωμένου κινδύνου της χώρας.
Η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει σημαντικό κίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων και, ως εκ τούτου, θα ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα, σημειώνει η Alpha Bank.
Παράλληλα, η δυνατότητα δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με ευνοϊκούς όρους, το υψηλό ταμειακό απόθεμα αλλά και τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του χρέους, όπως η υψηλή διάρκεια αποπληρωμής και οι χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, το καθιστούν βιώσιμο και συμβάλλουν στην εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, προσθέτουν οι αναλυτές της τράπεζες.