Με αφορμή τη δήλωση του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, Αντουάν Αρμάν, ότι «η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα», ο αρθρογράφος των FinancialTimes, Toni Barber, έκανε μία ανάλυση για τις ομοιότητες και διαφορές, οικονομικές και πολιτικές, μεταξύ των δύο χωρών.
«Υποψιάζομαι ότι πολλοί Έλληνες υποδέχθηκαν τη δήλωση του (Γάλλου ΥΠΟΙΚ) με ένα μείγμα διασκέδασης και αγανάκτησης. Διότι σε αντίθεση με τη Γαλλία, η Ελλάδα αυτές τις μέρες δέχεται πολλούς επαίνους για τη σωστή δημοσιονομική πολιτική της και την πολιτική της σταθερότητα, έχοντας βγει από την κρίση χρέους στην οποία είχε εισέλθει στις αρχές της δεκαετίας του 2010», αναφέρει εισαγωγικά ο Barber.
Στη συνέχεια προχώρησε στην ανάλυση των διαφορών και ομοιοτήτων:
Συγκλίνουσες αποδόσεις ομολόγων, υψηλό δημόσιο χρέος
Οι αποδόσεις των 10ετών κρατικών ομολόγων της Γαλλίας και της Ελλάδας έχουν συγκλίνει τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτό αντικατοπτρίζει κυρίως την απότομη πτώση των ελληνικών αποδόσεων μετά την κρίση χρέους, αλλά και μια σταθερή, μικρότερη αύξηση των γαλλικών αποδόσεων μετά την πανδημία του Covid.
Η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των γαλλικών και των γερμανικών ομολόγων αναφοράς είναι τώρα σχεδόν ακριβώς η ίδια με εκείνη μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων. Ωστόσο, η Γαλλία δεν είναι κοντά στον γκρεμό, όπου κινούνταν η Ελλάδα την περασμένη δεκαετία, όταν έφτασε κοντά στο να βγει από την Ευρωζώνη.
Οσον αφορά το δημόσιο χρέος, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Γαλλίας ανέρχεται σήμερα σε λίγο πάνω από 110%, έχοντας αυξηθεί από το περίπου 60% την περίοδο της καθιέρωσης του ευρώ το 1999.
Αν και η Γαλλία διαχειρίζεται το χρέος της με μεγάλη επιδεξιότητα -η μέση διάρκεια των μακροπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων ομολόγων της είναι λίγο πάνω από εννέα χρόνια- η αύξηση του του δημόσιου χρέους είναι μια τάση με βαθιές ρίζες που πρέπει να σταματήσει ή να αντιστραφεί.
Αντίθετα, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωζώνη το 2001, ο λόγος του χρέους της προς το ΑΕΠ ήταν ήδη πάνω από 100%, έχοντας προκαλέσει από τότε αμφιβολίες για την καταλληλότητα της για ένταξη στην ΟΝΕ.
Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία, που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έφτασε στο ανώτατο σημείο του 207% το 2020, πριν μειωθεί σε σχεδόν 162% πέρυσι.
Ωστόσο, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους εξακολουθεί να ανήκει στους επίσημους πιστωτές της. Σε συνδυασμό με την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, αυτό καθιστά τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης χρέους τόσο απομακρυσμένο όσο και στη Γαλλία.
Δημόσιες δαπάνες και φορολογικά έσοδα
Ένας εντυπωσιακός παραλληλισμός μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας αφορά τις δημόσιες δαπάνες. Σύμφωνα με την Eurostat, η Γαλλία είχε το 2022 το υψηλότερο επίπεδο δημόσιων δαπανών στην ΕΕ, 58,3% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είχε το έκτο υψηλότερο στην ΕΕ με 52,9%.
Επομένως, η διατήρηση των δημόσιων δαπανών υπό έλεγχο αποτελεί πρόκληση και για τις δύο χώρες. Ωστόσο, η Γαλλία ήταν πάντα καλύτερη από την Ελλάδα στη συλλογή φόρων.
Έτσι, ενώ το γαλλικό πρόβλημα αφορά τις επίμονα υψηλές κρατικές δαπάνες, το ελληνικό πρόβλημα αφορά περισσότερο τη φοροδιαφυγή και την αναποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος.
Διαβάστε επίσης: FT: Η πολιτική κρίση στη Γαλλία αναδεικνύει το success story της Ελλάδας
Ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, ανταγωνιστικότητα
Σε ομιλία του αυτή την εβδομάδα στη Νέα Υόρκη, ο διοικητής της ΤτΕ περιέγραψε την οικονομία της χώρας ως «πέραν πάσης αμφιβολίας successstory τα τελευταία χρόνια», αλλά ορθά εντόπισε ορισμένα τρωτά σημεία.
Ο κ. Στουρνάρας είπε ότι η σημαντικότερη πρόκληση ήταν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας, το οποίο με 6,2% του ΑΕΠ το 2023 ξεπερνούσε κατά πολύ το γαλλικό επίπεδο του 1%.
Συνέχισε λέγοντας ότι ο κύριος λόγος για το έλλειμμα ήταν η υστέρηση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και σημείωσε ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 47η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας για το 2024 του InternationalManagement Institute με έδρα την Ελβετία.
«Διαβάζοντας αυτό με ώθησε να μάθω πού κατατάσσεται η Γαλλία και, μάλλον προς έκπληξή μου, ανακάλυψα ότι βρίσκεται στην 31η θέση», σημειώνει ο Barber.
Αυτή η θέση φαίνεται χαμηλή για μια χώρα που διαθέτει πολλές κορυφαίες ιδιωτικές εταιρείες και έχει ιστορικά ισχυρό ρεκόρ στην παραγωγικότητα της εργασίας - η οποία, ωστόσο, έχει υποχωρήσει μετά την πανδημία.
Η πολιτική σκηνή
Ίσως ένας λόγος γι’ αυτό να είναι η ταραγμένη γαλλική πολιτική σκηνή. Δικηγόρος στο Παρίσι έγραψε ότι «από τη μία πλευρά έχετε τις ισχυρές επιδόσεις των γαλλικών εταιρειών, τραπεζών και ιδιωτικών κεφαλαίων, και απέναντί τους υπάρχει αυτού του είδους η ανικανότητα από μια μέτρια γαλλική πολιτική τάξη χωρίς όραμα για το κοινό καλό».
Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την παρούσα κρίση, αφού προκήρυξε άσκοπα πρόωρες βουλευτικές εκλογές που οδήγησαν σε ένα κοινοβούλιο τόσο διχασμένο που η πτώση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ ήταν θέμα χρόνου.
Ωστόσο, ορισμένοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι είναι πρόωρο να διακηρύξουμε ότι η Γαλλία βρίσκεται στο δρόμο πολιτικής κατάπτωσης. «Λίγοι ειδικοί πιστεύουν ότι έχει έρθει η ώρα να θάψουμε την Πέμπτη Δημοκρατία. Το σύνταγμα, υποστηρίζουν, προσφέρει ευελιξία», σημειώνει ο αρθρογράφος των FT.
Διαβάστε επίσης: Ομόλογα - Γαλλία: Ξανά υψηλότερα από της Ελλάδας οι αποδόσεις
Πολιτική πόλωση
Αν συγκρίνει κανείς τη Γαλλία με την Ελλάδα, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες -και κάποιες σημαντικές διαφορές- μεταξύ της γαλλικής πολιτικής σκηνής σήμερα και της ελληνικής σκηνής στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους.
Στη Γαλλία, η σκληρή δεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά έχουν κερδίσει δύναμη εις βάρος του μετριοπαθούς, τεχνοκρατικού κέντρου.
Ομοίως, το 2015 η ελληνική κρίση χρέους εκτόξευσε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα. Ωστόσο, η ακροδεξιά δεν πέτυχε μια σημαντική εκλογική εκτίναξη στην Ελλάδα - μάλιστα, ποτέ δεν είχε την επιρροή στην εθνική πολιτική που απέκτησε φέτος το Rassemblement National της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία.
«Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα μια σκιά του παλιού του εαυτού - διχασμένος, αντιδημοφιλής και δεν αποτελεί πλέον καν την αξιωματική αντιπολίτευση στο ελληνικό κοινοβούλιο», σημειώνει ο Barber.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια
«Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι ήρεμα και πάνε καλά στην Ελλάδα. Ένα σκάνδαλο υποκλοπών αντανακλά άσχημα την κυβέρνηση και τους κρατικούς θεσμούς.
Ένας Έλληνας σχολιαστής το αποκαλεί «ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας» το 1974, ενώ ένας άλλος παρατηρεί ότι το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι «σεισμογενές» και ότι «το αντισυστημικό συναίσθημα και η τάση για θεωρίες συνωμοσίας παραμένουν ισχυρά».
Ωστόσο, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δεν έχει βιώσει τίποτα παρόμοιο με το κίνημα των gilets jaunes (κίτρινα γιλέκα) της Γαλλίας ή τις μαζικές διαμαρτυρίες κατά των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων του Μακρόν.
Ορισμένοι θα έλεγαν ότι τα γεγονότα αυτά αποτελούν μέρος μιας πλούσιας γαλλικής παράδοσης κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική
Στη συνέχεια ο Barber αναφέρθηκε σε μια έρευνα του ΟΟΣΑ, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, σχετικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών στην κυβέρνηση και τους πολιτικούς.
Αυτή έδειξε πολύ παρόμοια επίπεδα στη Γαλλία και την Ελλάδα: το 2023 - το 34% των Γάλλων ερωτηθέντων ανέφεραν υψηλή ή μέτρια υψηλή εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, σε σύγκριση με το 32% στην Ελλάδα. Και στις δύο χώρες ήταν χαμηλότερα από το 39% του ΟΟΣΑ.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!