Αν και η πορεία προς τις ΑΠΕ και την πράσινη οικονομία είναι μονόδρομος - «ένας μονόδρομος επιβίωσης της ανθρωπότητας» όπως λέει - η Ελλάδα οφείλει να τρέξει στο μέτωπο του upstream για να καλύψει τον «χαμένο πολύτιμο εθνικό χρόνο τουλάχιστον 10 ετών» καθώς μπορεί να αντλήσει από το υπέδαφος κοιτάσματα φυσικού αερίου συνολικής ακαθάριστης αξίας €250δις. Αυτά επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Γιάννης Μανιάτης, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά με συνέντευξη του στην «Η».
Ο κ. Μανιάτης, ανοίγει τα χαρτιά του στην «Η» εν όψει του 9ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, το οποίο είναι προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί 10 με 13 Απριλίου στους Δελφούς και στο οποίο θα συμμετέχει ο πρ. υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής. Με τη συνέντευξη του στην «Η» δηλώνει - για άλλη μια φορά - ξεκάθαρα πως η Ελλάδα έχει να κερδίσει πολλά από την προώθηση του upstream και των γεωτρήσεων για την άντληση φυσικού αερίου, καθώς τα δυνητικά κοιτάσματα - όπως εκτιμά - μπορούν να αποφέρουν €60-70δις δημόσια έσοδα, που όλα θα τροφοδοτήσουν το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών, κατά το νορβηγικό πρότυπο.Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας κοντόφθαλμης πολιτικής των Βρυξελλών και των εθνικών κυβερνήσεων που την αποφάσισαν, αγνοώντας ότι το κόστος για τους αγρότες, χωρίς καμία πρόβλεψή ουσιαστικά υποστήριξης των απωλειών εισοδήματός τους, θα είναι πολύ μεγάλο.
Κοντόφθαλμη η πολιτική των Βρυξελλών
Παρόλα αυτά, η πορεία προς τις ΑΠΕ και την πράσινη μετάβαση είναι μονόδρομος. «Ένας μονόδρομος που ασφαλώς απαιτεί σημαντικές νέες επενδύσεις, οι οποίες όμως αν δεν γίνουν, τότε τα αποτελέσματα της Κλιματικής Κρίσης θα προκαλέσουν καταστροφές πολλαπλάσιου κόστους», τονίζει ο ίδιος.
Oταν ενεργειακοί κολοσσοί όπως η ExxonMobil, η Total, η Repsol, ενδιαφέρονται να επενδύσουν στη χώρα μας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για έρευνες και αξιοποίηση υδρογονανθράκων, έχουν πλήρη εικόνα των προοπτικών και των δυνατοτήτων των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της πατρίδας μας, κυρίως του φυσικού αερίου. Κοιτασμάτων συνολικής ακαθάριστης αξίας €250δις, που μπορούν να αποφέρουν €60-70δις δημόσια έσοδα
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας κοντόφθαλμης πολιτικής των Βρυξελλών και των εθνικών κυβερνήσεων που την αποφάσισαν, αγνοώντας ότι το κόστος για τους αγρότες, χωρίς καμία πρόβλεψή ουσιαστικά υποστήριξης των απωλειών εισοδήματός τους, θα είναι πολύ μεγάλο. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα το πως ακρότητες μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση μιας κατ’ αρχήν σωστής προσπάθειας, ιδιαίτερα όταν δεν λαμβάνεται υπόψιν η ίδια η κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση, η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να είναι από μόνη της στρατηγική, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψιν της και τους άλλους δύο βασικούς πυλώνες:
- την ενεργειακή φτώχεια και
- την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια.
Ενεργειακό hub η Ελλάδα
Φυσικά και η Ελλάδα μπορεί να γίνει ενεργειακό hub της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, σχολιάζει ο κ. Μανιάτης, υπενθυμίζοντας πως την περίοδο 2010-2014 η ελληνική κυβέρνηση ενσωμάτωσε στα χρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά ενεργειακά προγράμματα PCIs κορυφαία γεωπολιτικά έργα, όπως ο ελληνοβουλγαρικος αγωγός IGB (σήμερα είναι πραγματικότητα), η πλωτή μονάδα φυσικού αερίου FSRU στην Αλεξανδρούπολη (ήδη λειτουργεί πιλοτικά), το ηλεκτρικό καλώδιο Ισραήλ - Κύπρος - Κρήτη - Αττική, ο αγωγός αερίου EastMed, κ.α. «Όπως έχω τονίσει αρκετές φορές, μετά τη διπλωματία των αγωγών που κυριάρχησε τις προηγούμενες δύο 10ετίες, σήμερα και για το μέλλον, θα έχουμε τη διπλωματία των καλωδίων», παρατηρεί ο πρώην υπουργός, σχολιάζοντας τον ρόλο των επενδύσεων στα δίκτυα για τη μετάβαση στη νέα εποχή.
Ευτυχώς, ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός και το FSRU είναι πια μια πραγματικότητα για την οποία είμαι και προσωπικά περήφανος, γιατί αποτελούν τη βάση εναλλακτικής τροφοδοσίας όλων των ανατολικών Βαλκανίων από την Ελλάδα.
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Γιάννη Μανιάτη στην «Η» έχει ως εξής:
Τα τελευταία χρόνια έχουν καλλιεργηθεί σημαντικές ελπίδες για αξιόλογα κοιτάσματα φυσικού αερίου στα οικόπεδα Δυτικά και Νοτιοδυτικά της Κρήτης. Η κοινοπραξία της ExxonMobil με την HELLENiQ ENERGY προχώρησαν τελικά και σε τρισδιάστατες έρευνες, ενώ η απόφαση για ερευνητική γεώτρηση θα ληφθεί στα τέλη του 2024. Μήπως έχουν καλλιεργηθεί υπερβολικές φιλοδοξίες για τις δυνατότητες των κοιτασμάτων στην ελληνική ΑΟΖ και πότε πρέπει να περιμένουμε αποτελέσματα – και τι αποτελέσματα - για τα οικόπεδα των παραχωρήσεων στην Ελλάδα;
Το αντίθετο ακριβώς. Δυστυχώς έχουμε χάσει πολύτιμο εθνικό χρόνο τουλάχιστον 10 ετών (από το 2014 μέχρι σήμερα) με την αδιαφορία κυβερνήσεων και πολιτικών να αποφασίσουν το προφανές: όταν ενεργειακοί κολοσσοί όπως η ExxonMobil, η Total, η Repsol, ενδιαφέρονται να επενδύσουν στη χώρα μας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για έρευνες και αξιοποίηση υδρογονανθράκων, έχουν πλήρη εικόνα των προοπτικών και των δυνατοτήτων των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της πατρίδας μας, κυρίως του φυσικού αερίου. Κοιτασμάτων συνολικής ακαθάριστης αξίας €250δις, που μπορούν να αποφέρουν €60-70δις δημόσια έσοδα, που όλα θα τροφοδοτήσουν το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών, που νομοθετήσαμε το 2013, κατά το νορβηγικό πρότυπο.
Δυστυχώς, δεν ακολουθούμε το παράδειγμα της περιβαλλοντικά καταπράσινης Νορβηγίας, όπου σήμερα και για πολλές ακόμη 10ετιες παράγει 4.000.000 βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου, της καταπράσινης Δανίας που παράγει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου, της καταπράσινης Ολλανδίας που για 50 χρόνια εκμεταλλεύεται το γιγαντιαίο κοίτασμα φυσικού αερίου Γκρόνινγκεν, εισπράττοντας στα δημόσια έσοδα της €10-15 δισ. κάθε χρόνο, της πράσινης Μεγ. Βρετανίας που εκτός από τον ενεργειακό κολοσσό BP έχει 100δες ερευνητικές και παραγωγικές γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της στη Βόρεια Θάλασσα.
Περιττεύει να αναφέρω ότι οι ΗΠΑ είναι πλέον σήμερα ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο. Για να μην αναφερθώ, στα γειτονικά μας παραδείγματα της Κύπρου και του Ισραήλ. Φαντάζομαι ότι όλες αυτές οι χώρες κάτι παραπάνω ξέρουν από μερικούς ημιμαθείς εδώ στην Ελλάδα.
Mετά τη «διπλωματία των αγωγών» που κυριάρχησε τις προηγούμενες δύο 10ετίες, σήμερα και για το μέλλον, θα έχουμε τη «διπλωματία των καλωδίων».
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ριζική αναδιάρθρωση ολόκληρου του μοντέλου ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, πολλοί υποστηρίζουν πως δημιουργείται μια ευκαιρία για την Ελλάδα να μετασχηματιστεί σε ενεργειακό hub για ολόκληρη την ΝΑ Ευρώπη. Είναι έτσι και πόσο μακριά είμαστε από έναν τέτοιο στόχο;
Ασφαλώς και είναι έτσι. Όχι μόνο σήμερα αλλά εδώ και 10 χρόνια τουλάχιστον. Θυμίζω τις μεγάλες Εθνικές – Πατριωτικές επιτυχίες μας για την ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό hub ολόκληρης της ΝΑ Ευρώπης: Κερδίσαμε το 2013 τη μεγάλη μάχη διέλευσης του νότιου διαδρόμου φυσικού αερίου με τον αγωγό TAP, για τον οποίο ισχυρά γεωπολιτικά lobbies ήθελαν να περάσει από Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία παρακάμπτοντας πλήρως την Ελλάδα. Ο Tap σήμερα είναι η κορυφαία ενεργειακή βάση της ΝΑ Ευρώπης.
Την περίοδο 2010-2014 μελετήσαμε και ενσωματώσαμε στα χρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά ενεργειακά προγράμματα PCIs κορυφαία γεωπολιτικά έργα, όπως ο ελληνοβουλγαρικος αγωγός IGB (σήμερα είναι πραγματικότητα), η πλωτή μονάδα φυσικού αερίου FSRU στην Αλεξανδρούπολη (ήδη λειτουργεί πιλοτικά), το ηλεκτρικό καλώδιο Ισραήλ - Κύπρος - Κρήτη - Αττική, ο αγωγός αερίου EastMed, κ.α.
Αρκετά από τα έργα αυτά δυστυχώς, δεν προχωρούν με τους ρυθμούς που επιβάλλει η ιστορική συγκυρία. Ευτυχώς, ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός και το FSRU είναι πια μια πραγματικότητα για την οποία είμαι και προσωπικά περήφανος, γιατί αποτελούν τη βάση εναλλακτικής τροφοδοσίας όλων των ανατολικών Βαλκανίων από την Ελλάδα.
Καθώς η ενεργειακή μετάβαση «τρέχει» με υψηλή ταχύτητα, στο προσκήνιο έρχονται οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, με την Ελλάδα να παίζει σημαντικό ρόλο στην ηλεκτρική διασύνδεση της Αιγύπτου, της Αραβικής Χερσονήσου και του Ισραήλ με την Ευρώπη. Πόσο σημαντικές είναι οι επενδύσεις στα δίκτυα για την μετάβαση στην νέα εποχή και που βρίσκεται η Ελλάδα ως προς αυτό το στοίχημα;
Την περίοδο 2010-2014 μελετήσαμε και εντάξαμε για χρηματοδότηση το πρώτο ηλεκτρικό καλώδιο σύνδεσης της Ασίας με την Ευρώπη τον Great Sea Interconnector (πρώην EuroAsiainterconnector), που συνδέει Ισραήλ – Κύπρο – Ελλάδα. Το τμήμα Κρήτη – Ελλάδα βρίσκεται σε στάδιο κατασκευής, ενώ σημαντική ωριμότητα έχει και το Κύπρος – Κρήτη. Πρόσφατα, το έργο εξασφάλισε κοινοτική χρηματοδότηση €658εκατ.
Το πρόσφατο φιλόδοξο σχέδιο για την ηλεκτρική διασύνδεση Αιγύπτου – Ελλάδας δυναμικότητας 3.000MW, μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική οδό μεταφοράς πράσινου ηλεκτρισμού από την Αίγυπτο προς Ελλάδα, για εξαγωγές προς κεντρική Ευρώπη. Όπως έχω τονίσει αρκετές φορές, μετά τη «διπλωματία των αγωγών» που κυριάρχησε τις προηγούμενες δύο 10ετίες, σήμερα και για το μέλλον, θα έχουμε τη «διπλωματία των καλωδίων».
Η πορεία προς τις ΑΠΕ και την πράσινη μετάβαση είναι μονόδρομος. Ένας μονόδρομος επιβίωσης της ανθρωπότητας.
Είναι τελικά μονόδρομος η πορεία προς τις ΑΠΕ και την πράσινη μετάβαση; Κι αν ναι, μήπως είναι ένας ακριβός μονόδρομος για τους καταναλωτές; Δεν είναι λίγοι οι επιχειρηματίες που επισημαίνουν κατά καιρούς το γεγονός πως η πράσινη μετάβαση θα είναι ακριβή, ενώ είδαμε και τους αγρότες να ξεσηκώνονται πρόσφατα στην Ευρώπη για την νέα ΚΑΠ που ενσωματώνει νέους κανόνες στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
Η πορεία προς τις ΑΠΕ και την πράσινη μετάβαση είναι μονόδρομος. Ένας μονόδρομος επιβίωσης της ανθρωπότητας. Ένας μονόδρομος που ασφαλώς απαιτεί σημαντικές νέες επενδύσεις, οι οποίες όμως αν δεν γίνουν, τότε τα αποτελέσματα της Κλιματικής Κρίσης θα προκαλέσουν καταστροφές πολλαπλάσιου κόστους.
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας κοντόφθαλμης πολιτικής των Βρυξελλών και των εθνικών κυβερνήσεων που την αποφάσισαν, αγνοώντας ότι το κόστος για τους αγρότες, χωρίς καμία πρόβλεψή ουσιαστικά υποστήριξης των απωλειών εισοδήματός τους, θα είναι πολύ μεγάλο. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα το πως ακρότητες μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση μιας κατ’ αρχήν σωστής προσπάθειας, ιδιαίτερα όταν δεν λαμβάνεται υπόψιν η ίδια η κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση, η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να είναι από μόνη της στρατηγική, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψιν της και τους άλλους δύο βασικούς πυλώνες, την ενεργειακή φτώχεια και την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια. Μόνο έτσι συγκροτείται μια βιώσιμη στρατηγική ενέργειας.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!