«Το ύψος του τελικού επιτοκίου της ΕΚΤ οπωσδήποτε είναι κοντά» λέει ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Πελαγίδης σε συνέντευξή του στην «Η», λίγο πριν μιλήσει στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Ο ίδιος εκτιμά πως στην Ευρώπη το τελικό επιτόκιο θα φτάσει σ’ ένα ύψος μεταξύ 3,5 - 3,75%.
Μια σειρά παραγόντων που αλλάζουν τον κόσμο πιθανόν θα κάνουν δύσκολη την επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%, παρατηρεί ο υποδιοικητής της ΤτΕ, άρα το ουδέτερο επιτόκιο θα βρεθεί σαφώς υψηλότερα από εκεί που έχουμε συνηθίσει. Δεν βλέπει επιστροφή σε μηδενικά επιτόκια.
Αν και η ΕΚΤ δεν μπορεί να αλλάξει τον στόχο της για πληθωρισμό στο 2%, ο έμπειρος τραπεζίτης εξηγεί πως όταν ο πληθωρισμός πέσει ανάμεσα στο 2% και 3% «η προσοχή θα πρέπει να είναι, και θα είναι, στο κόστος της περαιτέρω αποκλιμάκωσης».
Στο μέτωπο των τροφίμων θα πρέπει να περιμένουμε την καινούργια σπορά - λέει - για να δούμε που θα πάνε οι τιμές. Οι ενδείξεις, ωστόσο, για τις τιμές πρώτων υλών όπως το σιτάρι αλλά κι άλλες είναι ότι θα είναι χαμηλότερα. «Επομένως περιμένω έναν πληθωρισμό τροφίμων ο οποίος θα είναι μονοψήφιος. Οι τιμές δεν μπορούν να κατέβουν διότι έχουν ανατιμηθεί εντωμεταξύ οι περισσότεροι συντελεστές παραγωγής μεταξύ των οποίων και οι μισθοί». Ωστόσο συνιστά υπομονή στην μάχη κατά του πληθωρισμού, «ώστε να μη δημιουργηθούν και παράπλευρα προβλήματα στην οικονομία».
Αναφορικά με την επενδυτική βαθμίδα, ο κ. Πελαγίδης εκφράζει την πεποίθηση πως «αν δεν υπήρχαν εκλογές θα είχαμε λάβει την βαθμίδα», εξηγώντας πως «τα δημοσιονομικά έχουν μπει σε τάξη. Αυτό μακροχρονίως είναι σε όφελος φυσικά του έλληνα πολίτη και αυτό πρέπει να τονίζεται και να γίνεται κατανοητό κάθε φορά».
Τέλος ξεκαθαρίζει πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν μηδενική έκθεση σε προβλήματα του τύπου Silicon Valley Bank και Credit Suisse. «Και αυτά που σας λέω δεν είναι τυπικές κουβέντες αλλά είναι η πραγματικότητα».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Θεόδωρου Πελαγίδη:
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δέχεται κριτική για τον τρόπο που επέλεξε να τιθασεύσει τον υψηλό πληθωρισμό. Πιστεύετε ότι υπολόγισε σωστά τις επιπτώσεις στην οικονομία από την επιθετική αύξηση των επιτοκίων; Μπορεί η προσπάθεια της ΕΚΤ να γυρίσει μπούμερανγκ; Πρόσφατα παρατηρήσατε από την Ουάσιγκτον στο περιθώριο της Εαρινής Σύνοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας πως γεωπολιτικοί παράγοντες έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής ανόδου των επιτοκίων όσον αφορά στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Η νομισματική πολιτική χρειάζεται χρόνο για να αποδώσει. Παρά την όποια αρχική καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, τα βήματα που έχουνε γίνει είναι προσεκτικά και δεν εκτιμώ ότι μέχρι στιγμής έχουν δημιουργηθεί παράπλευρα προβλήματα. Η προσοχή μας αυτή πρέπει να συνεχιστεί και το ύψος το τελικό του επιτοκίου οπωσδήποτε είναι κοντά.
Μετά την τραπεζική κρίση σε ΗΠΑ και Ευρώπη πληθαίνουν οι φωνές για επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επιτοκίων. Οι αναλυτές προβλέπουν τουλάχιστον δυο αυξήσεις ακόμη, μια τον Μάιο και μια τον Ιούνιο, ενώ κάποιοι βλέπουν και τρίτη αύξηση τον Ιούλιο. Πότε πρέπει να περιμένουμε το τέλος της αύξησης των επιτοκίων και σε ποιο ύψος θα φτάσουμε;
Εκτιμώ ότι στην Ευρώπη θα φτάσουμε σ’ ένα ύψος μεταξύ 3,5 - 3,75%. Στην Αμερική επισημαίνω ότι έχει ξεκινήσει ήδη συζήτηση εδώ και καιρό για την αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Τα προβλήματα στις μικρές τράπεζες παραμένουν και αυτό είναι κάτι που επισπεύδει τη συζήτηση εκεί. Να μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το τελικό επιτόκιο είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες σημαντικά υψηλότερο από ότι στην Ευρώπη για το ευρώ.
Θα επιστρέψουμε σε μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια ή θα μάθουμε να ζούμε με υψηλό κόστος χρήματος;
Είναι μια σοβαρή και δύσκολη συζήτηση αυτή, υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες που επί του παρόντος δε μας επιτρέπουν να είμαστε σαφείς και ακριβείς.
Υπάρχουν δύο σχολές, η μία η οποία θεωρεί ότι κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουμε σε ένα πληθωρισμό γύρω στο 2% γεγονός το οποίο θα μας επιτρέψει την ομαλοποίηση του ύψους των επιτοκίων, όχι βέβαια αγγίζοντας αυτό που λέμε zero lower bound.
Από την άλλη, η εκτίμηση είναι ότι μια σειρά διαφορετικών παραγόντων αλλάζουν τον κόσμο, όπως η κλιματική αλλαγή και οι δαπάνες που πρέπει να γίνουν για την αντιμετώπισή της, η επανα-παγκοσμιοποίηση σε γραμμές προσφοράς λιγότερο αποδοτικές, μια εκδοχή του δημογραφικού, κι άλλα τα οποία θα κάνουν δύσκολη την επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%, άρα το ουδέτερο επιτόκιο θα βρεθεί σαφώς υψηλότερα από εκεί που έχουμε συνηθίσει.
Στην Ελλάδα βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις πως οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών εύκολα «ανεβαίνουν» αλλά πολύ δύσκολα «κατεβαίνουν» ακόμα κι όταν διαμορφώνονται οι κατάλληλες συνθήκες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των καυσίμων, αλλά και των τροφίμων. Είναι δυνατή η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού χωρίς σωστή λειτουργία της αγοράς;
Η λειτουργία της αγοράς είναι καλή, είναι πάρα πολύ καλύτερη από αυτό που ήταν κάποτε και αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι η αποκλιμάκωση του ρυθμού αυξήσεως των τιμών είναι ταχεία. Ειδικά όμως στα τρόφιμα υπάρχει το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες με διψήφιο πληθωρισμό.
Θα πρέπει να περιμένουμε την καινούργια σπορά για να δούμε κατά πόσο αυτό θα συνεχιστεί και τον επόμενο χρόνο. Οι ενδείξεις που έχουμε για τις τιμές πρώτων υλών όπως το σιτάρι αλλά κι άλλες είναι ότι θα είναι χαμηλότερα. Επομένως περιμένω έναν πληθωρισμό τροφίμων ο οποίος θα είναι μονοψήφιος. Οι τιμές δεν μπορούν να κατέβουν διότι έχουν ανατιμηθεί εντωμεταξύ οι περισσότεροι συντελεστές παραγωγής μεταξύ των οποίων και οι μισθοί.
Παρά την αποκλιμάκωσή του, ο πληθωρισμός παραμένει ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ενώ αντέχει ο λεγόμενος δομικός πληθωρισμός. Πρόσφατα δηλώσατε από την Ουάσιγκτον πως μπορούμε να φτάσουμε σχετικά γρήγορα σε ένα πληθωρισμό της τάξης κοντά στο 3% αλλά μετά ίσως το κόστος που απαιτείται με μια περαιτέρω νομισματική σύσφιξη μπορεί να είναι υψηλότερο των ωφελειών ενός πληθωρισμού του 2%. Εκτιμάτε πως μπορεί, μετά και τους πρόσφατους τραπεζικούς κλυδωνισμούς, σε ΗΠΑ και Ευρώπη να αλλάξει ο στόχος της ΕΚΤ;
Όχι, ο στόχος δεν μπορεί να αλλάξει, πρώτα απ’ όλα είναι ζήτημα αξιοπιστίας. Σε κάθε όμως περίπτωση όταν φτάσουμε με το καλό στην περιοχή ανάμεσα στο 2% και 3% η προσοχή θα πρέπει να είναι, και θα είναι, στο κόστος της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Η λύση πάντως σε ένα τέτοιο πρόβλημα είναι το κατά πόσο χρονικά είμαστε διατεθειμένοι να περιμένουμε να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός και νομίζω ότι αυτή είναι μια λογική λύση. Λίγος περισσότερος χρόνος για την αποκλιμάκωση μπορεί να βοηθήσει ώστε να μη δημιουργηθούν και παράπλευρα προβλήματα στην οικονομία.
Η χώρα περιμένει από τους οίκους αξιολόγησης την επενδυτική βαθμίδα. Θεωρείτε εφικτό τον στόχο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023 και τι θα σηματοδοτήσει αυτή η εξέλιξη για την ελληνική οικονομία;
Έχω δηλώσει από πέρσι τον Οκτώβριο ότι τα δημοσιονομικά στατιστικά της ελληνικής Δημοκρατίας είναι σε πολύ καλή κατάσταση και ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει ήδη λάβει την επενδυτική βαθμίδα. Ξεκινήσαμε όμως πολύ χαμηλά και είναι λογικό οι πιστοληπτικοί οίκοι αξιολόγησης να είναι προσεκτικοί. Αν δεν υπήρχαν εκλογές θα είχαμε λάβει την βαθμίδα.
Όλα αυτά έχουνε γίνει εξαιτίας των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων που έγιναν με τη βοήθεια των πιστωτών. Τα δημοσιονομικά έχουν μπει σε τάξη. Αυτό μακροχρονίως είναι σε όφελος φυσικά του έλληνα πολίτη και αυτό πρέπει να τονίζεται και να γίνεται κατανοητό κάθε φορά. Η συνεισφορά της Ευρώπης στην οικονομική μας διάσωση είναι τεράστια και ο διακανονισμός του χρέους που έγινε μας επιτρέπει σήμερα, είναι αλήθεια μετά από τόσο καιρό, να απολαμβάνουμε ένα αναπτυξιακό ρυθμό που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε.
Χρειάζεται όμως να αισθανόμαστε όλοι συλλογικά, και να εργαζόμαστε εντατικά και με πειθαρχία. Τα λέω αυτά γιατί αυτοί που έχουν πετύχει, οι άλλες χώρες και ιδίως οι χώρες της Ασίας, που είναι και οι ανταγωνιστές μας, προχωράνε με αυτό τον τρόπο.
Ολοκληρώθηκε η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Αttica Bank και δρομολογείται, σε δεύτερο χρόνο η συγχώνευσή της με την Παγκρήτια με στόχο τον 5ο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος. Μπορεί να δούμε κι άλλες συγχωνεύσεις τραπεζών στο μέλλον;
Δεν έχω τέτοια εκτίμηση, οι τράπεζες έχουνε κάνει μεγάλα βήματα. Και πρέπει όλοι να είμαστε πολύ προσεκτικοί γιατί η φήμη και η αξιοπιστία έχουν μεγάλη σημασία στον τραπεζικό χώρο.
Mετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank η τραπεζική κρίση πέρασε στην Ευρώπη με θύμα την Credit Suisse. Αυτό ήταν και το τέλος της τρέχουσας τραπεζικής κρίσης ή μπορεί να δούμε νέους κλυδωνισμούς στο μέλλον; Σε αυτό το περιβάλλον που τοποθετούνται οι ελληνικές τράπεζες;
Η επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα βοηθήσει τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν τα κεφάλια και την ποιότητα τους με χαμηλότερο κόστος και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μηδενική έκθεση σε προβλήματα του τύπου που αναφέρατε ανωτέρω, και αυτά που σας λέω δεν είναι τυπικές κουβέντες αλλά είναι η πραγματικότητα.
Για να αποκαταστήσουμε κάπως την αλήθεια, εξαιτίας της δημοσιονομικής χρεοκοπίας οι τράπεζες υπέστησαν ζημιές από την κατοχή ομολόγων και εντόκων γραμματίων του Δημοσίου που ξεπέρασε τα 35 δισ., ποσό περίπου με το οποίο ενισχύθηκαν αργότερα ώστε να μην χρεοκοπήσουν και χαθούν μεταξύ των άλλων και τα χρήματα, τα οποία θα ήταν τα χρήματα των καταθετών. Να θυμίσω ότι οι ιδιοκτήτες και οι μέτοχοι απώλεσαν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων και η χρηματοδότηση και διάσωση των τραπεζών αποκλειστικά ωφέλησε και αφορούσε τους καταθέτες.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!