Η Ελβετία ανακοίνωσε ότι θα επιστρέψει έως την Πρωτοχρονιά στις ΗΠΑ 150 εκατομμύρια δολάρια από τους μπλοκαρισμένους τραπεζικούς λογαριασμούς του Ρόμπερτ Άλεν Στάνφορντ, προκειμένου τα χρήματα αυτά να μοιραστούν στα θύματά του από την εφαρμογή του Σχήματος Πόντσι. Υπενθυμίζεται πως ήδη έχει επιστρέψει 50 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Σερ Ρόμπερτ Άλεν Στάνφορντ εκτίει αυτή τη στιγμή την ποινή του στη φυλακή του Χιούστον. Το 2012 καταδικάστηκε σε κάθειρξη 110 ετών για απάτη-μαμούθ ύψους 7,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τους αναλυτές να τη συγκρίνουν μόνο με το Σχήμα Πόντσι του εφάρμοσε ο Μπέρνι Μέιντοφ.
«Η επιστροφή των μπλοκαρισμένων κεφαλαίων έγινε εφικτή έπειτα από την τελεσίδικη καταδίκη για απάτη του Αμερικανού οικονομολόγου Άλεν Στάνφορντ» ανακοίνωσε το ελβετικό υπουργείο Δικαιοσύνης.Σύμφωνα με το υπόμνημα καταδίκης του Στάνφορντ το 2012, οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς των ΗΠΑ, χαρακτήριζαν τον Τεξανό οικονομολόγο ως «αδίστακτο αρπακτικό» που διέθετε 116 εκατομμύρια δολάρια σε… έσοδα «μέσω ενός ελβετικού fund, υπό τον έλεγχο της Société Générale».
Όπως αναφέρει στην τωρινή του ανακοίνωση το υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελβετίας, η Société Générale αφιέρωσε χρόνια στη μάχη της κατά των ισχυρισμών πως δεν τήρησε επαρκώς τις υποχρεώσεις της απέναντι στη μη ανοχή της νομιμοποιήσεις εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αλλά προχώρησε στην αποδοχή των χρημάτων από τον Στάνφορντ. Εκπρόσωπος της γαλλικής τράπεζας, που ρωτήθηκε από το Reuters για το θέμα, αρνήθηκε να σχολιάσει την ανακοίνωση.
Ο Τεξανός φιλάνθρωπος των ποδοσφαιριστών
Γεννημένος στις 24 Μαρτίου 1950 στο Τέξας, ο Σερ Ρόμπερτ Άλεν Στάνφορντ, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2009 χαρακτηριζόταν ως ένας δισεκατομμυριούχος οικονομολόγος, φιλάνθρωπος και σπόνσορας ποδοσφαιριστών. Ο Στάνφορντ ήταν ο πρώτος Αμερικάνος, ο οποίος χρίστηκε Σερ, ως πολίτης της Αντίγκουα. Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν, το 2009, όταν κατηγορήθηκε για απάτη-μαμούθ.
Ο Στάνφορντ ανέλαβε σε νεαρή ηλικία την προεδρία του Stanford Financial Group of companies. Η εταιρεία ιδρύθηκε από τον παππού του το 1932, στην καρδιά της μεγάλης ύφεσης, στη Μέξια, μια μικρή πόλη του Τέξας.
Ο νεαρός Άλεν δημιούργησε την πρώτη του περιουσία από ακίνητα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επέκτεινε την οικογενειακή επιχείρηση στη διαχείριση κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο. Γρήγορα έφτασε να έχει πελάτες σε 140 χώρες και να διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 50 δισεκατομμυρίων.
Ο πολυτελής βίος και πολιτεία του Στάνφορντ αποκάλυψαν την απάτη
Από τον Φεβρουάριο του 2009 εκκρεμούσε εις βάρος του αγωγή της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SΕC) για τη χορήγηση πιστοποιητικών καταθέσεων με πολύ υψηλό επιτόκιο που εξέδιδε η τράπεζά του.
Ο Στάνφορντ διήγε ένα πολυτελή βίο που λίγοι άνθρωποι στον κόσμο έχουν τολμήσει ακόμη και να ονειρευτούν. Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, διέθετε μια έπαυλη αξίας 10 εκατ. δολαρίων στη Φλόριντα, έκανε έξοδα άνω των 75.000 δολαρίων για χριστουγεννιάτικα δώρα για τα παιδιά του και για τις οικογενειακές διακοπές, διέθετε έναν προσωπικό στόλο ιδιωτικών αεροσκαφών, συνολικής αξίας 100 εκατ. δολαρίων και πολλά ακόμη.
Σύμφωνα με τα ίδια έγγραφα, τα οποία δημοσίευσαν οι Financial Times προ δεκαετίας, οι προσωπικές δαπάνες του Στάνφορντ κυμαίνονται μεταξύ 100.000 δολαρίων για έξοδα διακοπών μίας εβδομάδας με το γιοτ του και 25.000 δολαρίων για τη μηνιαία διαμονή του στην έπαυλή του στη Φλόριντα.
Μάλιστα, το Forbes τον είχε κατατάξει το 2008 στη 205η θέση των πλουσιότερων Αμερικανών της χρονιάς.
Η χρηματοδότηση της εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα
Αξιοσημείωτο είναι ότι είχε χρηματοδοτήσει και τις πολιτικές καμπάνιες περίπου 100 υποψηφίων, μεταξύ των οποίων ο Τζον Μακ Κέιν και ο Μπαράκ Ομπάμα. Ωστόσο, και οι δύο μετά την αποκάλυψη της απάτης, υποσχέθηκαν να επιστρέψουν το σύνολο των χρημάτων που έλαβαν.
Το Σχήμα Πόντσι και η απάτη - μαμούθ
Η επενδυτική «πυραμίδα» μέσω της οποίας ο Στάνφορντ καταχράστηκε εκατομμύρια θυμίζει σε πολλά την απάτη του Μπερνι Μέιντοφ. Και οι δύο έγιναν δισεκατομμυριούχοι μέσω του Σχήματος Πόντσι.
Ο όρος «Σχήμα Πόντσι» αναφέρεται σε οποιαδήποτε χρηματική απάτη στηρίζεται σε «πυραμίδα» επενδυτών. Η πυραμίδα επενδυτών αποτελεί ένα παράνομο επενδυτικό σχήμα που περιλαμβάνει την πληρωμή απόδοσης σε επενδυτές από τα χρήματα που πληρώνονται από μεταγενέστερους επενδυτές, αντί από τα καθαρά κέρδη που συγκεντρώνονται από πραγματικές πωλήσεις.
Συγκεκριμένα, εικονικές επιχειρήσεις λειτουργούν ως φενάκη του εκάστοτε απατεώνα που διαχειρίζεται την απάτη χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια νέων επενδυτών για να καλύψει τα κενά που αφήνει πίσω της η υπεξαίρεση χρημάτων από τους παλαιότερους επενδυτές. Ο στόχος της οποίας εικονικής επιχείρησης ή ατόμου είναι να πείσει κάποιους ανθρώπους να επενδύσουν σε κάτι, ενδεχομένως και μη διευκρινίσιμο προϊόν, με την υπόσχεση εγγυημένης απόδοσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το κίνητρο επένδυσης αφορά υψηλά επιτόκια και κατ' επέκταση η αποπληρωμή των επενδυτών δημιουργεί δικλείδες επενδυτικής ασφαλείας για υποψηφίους επενδυτές που συρρέουν να επενδύσουν. Όπως γίνεται σαφές η ανατροφοδότηση της πυραμίδας - συστήματος απαιτεί όλο και περισσότερους επενδυτές πράγμα που αποδεικνύει μελλοντικά τη βραχυβιότητα της διαδικασίας αυτής και του όλου σχεδίου. Μπορεί να συνεχίζεται θεωρητικά επ' άπειρον ή έστω για όσο καιρό εισρέουν νέα κεφάλαια. Το είδος αυτής της απάτης πήρε «τιμητικά» το όνομα του πρώτου διδάξαντος, του Ιταλού μετανάστη στις ΗΠΑ Τσαρλς Πόντσι.
Το 2009 ξεσκεπάστηκε η απάτη
Στις αρχές του 2009, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατηγόρησε τον Στάνφορντ και το τραπεζικό ίδρυμα που ελέγχει Stanford International Bank, στην Αντίγκουα, για απάτη άνω των 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων εις βάρος χιλιάδων επενδυτών.
Ο Άλεν Στάνφορντ φαίνεται ότι διαχειριζόταν αρκετά «επιδέξια» τα χρήματα που του εμπιστεύονταν οι περίπου 70.000 πελάτες του από 140 χώρες, καθώς κατάφερε να συγκεντρώσει κεφάλαια ύψους 9,2 δισ. δολαρίων υποσχόμενος «υπεραποδόσεις» τις οποίες, φυσικά, ποτέ δεν είδαν οι επενδυτές.
Νομικός οίκος, που αντιπροσωπεύει περισσότερους από 100 πελάτες του Σερ Άλεν, κατέθεσε το 2009 μήνυση σε βάρος του, κατηγορώντας τον Τεξανό δισεκατομμυριούχο για απάτη, συνωμοσία και αθέτηση συμβολαίου. Πιστεύεται πως είναι η πρώτη ανάλογη νομική κίνηση σε βάρος του Σερ Άλεν από την πλευρά των επενδυτών. Ο νομικός οίκος James A. Dunlap Jr and Associates LLC, στην Πολιτεία της Τζώρτζιας, κατέθεσε μήνυση για λογαριασμό του Foundation for the Development of Healthy Teeth in a Healthy Body, ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος στο Κολοράντο.
Πάντως, το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται δύο χρόνια νωρίτερα, όταν το 2007, ο Σερ Άλεν σύρθηκε στα δικαστήρια έπειτα από αγωγή που κατέθεσε σε βάρος του μια γυναίκα, η οποία ισχυρίστηκε πως ήταν η μητέρα δύο παιδιών που συνέλαβε έπειτα από σχέση της μαζί του. Στην αγωγή πατρότητας, η Λουίζ Σέιτζ Στάνφορντ κατέθεσε ότι η οικογένεια ζούσε, κάποτε μαζί, σε μια έπαυλη αξίας 10 εκατ. δολαρίων, γνωστή ως Wackenhut Castle, όπως ήταν το όνομα του πρώην πράκτορα του FBI και δισεκατομμυριούχου Τζορτζ Βάκενχουτ, ο οποίος την έκτισε. Οι ισχυρισμοί της Στάνφορντ, που αναγνώρισε ο Σερ Άλεν, περιλαμβάνουν τη ναύλωση του ιδιωτικού σκάφους, αξίας 100.000 δολαρίων για διακοπές με τα παιδιά τους στο Ναντάκετ και τις δαπάνες για διακοπές που κόστισαν μεταξύ 30.000-75.000 δολάρια και την ιδιοκτησία ενός ισχυρού αεροπορικού στόλου, που αποτελούσαν έξι ιδιωτικά τζετ. Η Στάνφορντ υπολόγιζε τότε την καθαρή προσωπική περιουσία του Σερ Άλεν στα 2 δισ. δολάρια.
Οι κατηγορίες προκάλεσαν την οργή του Σερ Αλεν
Ο ίδιος όχι μόνο αρνείτο κατηγορηματικά ότι εξαπάτησε τους πελάτες του, αλλά ορκιζόταν στη ζωή του ότι δεν έχει στήσει «πυραμίδα». Μάλιστα σε μια έκρηξη οργής είχε απειλήσει να ρίξει γροθιά στο στόμα του δημοσιογράφου του αμερικανικού δικτύου ΑΒC, ο οποίος είχε το «θράσος» να τον ρωτήσει αν είχε σχέσεις με κυκλώματα διακίνησης ναρκωτικών από το Μεξικό.
«Είναι τραγικό. Σε γδύνουν κυριολεκτικά» είχε δηλώσει αγανακτισμένος στην ίδια συνέντευξη διαμαρτυρόμενος για το «πάγωμα» των περιουσιακών του στοιχείων από τις δικαστικές αρχές, που του στέρησε την άνεση έξι ιδιωτικών τζετ αναγκάζοντάς τον να μετακινείται με τα «ευτελή» αεροπλάνα των «κοινών θνητών».
Η καταδίκη σε κάθειρξη 110 ετών
Τον Ιούνιο του 2012, ο Σερ Ρόμπερτ Άλαν Στάνφορντ καταδικάστηκε από δικαστήριο στο Σικάγο σε ποινή κάθειρξης 110 ετών για υπεξαίρεση 7,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που προορίζονταν για επενδύσεις.
«Ο μικρός Μέιντοφ», όπως χαρακτηρίστηκε στον αμερικανικό Τύπο, κρίθηκε ένοχος για την εξαπάτηση περίπου 30.000 επενδυτών σε περισσότερες από 100 χώρες.