Την εξαίρεση ΠΟΠ προϊόντων από τους αμερικανικούς δασμούς διεκδικεί η Ελλάδα, όπως τόνισε μιλώντας στην Ημερησία, στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κώστας Τσιάρας.
«Να εξαιρεθούν φέτα, ελιά και λάδι»
Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κ. Τσιάρας υπογράμμισε πως «η εξέλιξη αυτή δεν είναι ούτε ευχάριστη, ούτε θετική», επισημαίνοντας την ανάγκη για ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση και επανασχεδιασμό της εξαγωγικής στρατηγικής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως σημείωσε, η Ελλάδα ήδη από την πρώτη στιγμή επιδιώκει εξαιρέσεις για συγκεκριμένα προϊόντα που δεν είναι ανταγωνιστικά με εκείνα των ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν η φέτα, η βρώσιμη ελιά και το ελαιόλαδο, καθώς –όπως είπε– η εγχώρια παραγωγή στις ΗΠΑ είναι ανεπαρκής για την κάλυψη της ζήτησης.
Ολόκληρη η συνέντευξη
Είμαστε σε μια περίοδο κατά την οποίαν εξελίσσεται ο εμπορικός πόλεμος που έχει κηρύξει ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο κύριος Ντόναλντ Τραμπ, επιμένοντας στους δασμούς. Είδαμε την αντίδραση της Κίνας και αναμένουμε την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει, κατά τη γνώμη σας, ελπίδα να εξαιρεθούν ελληνικά αγροτικά προϊόντα ΠΟΠ από αυτούς τους δασμούς;
Καταρχάς, η επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μια ευχάριστη ή θετική εξέλιξη. Είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, χρειάζονται ψυχραιμία, αυτοσυγκράτηση και ένας συνολικός επανασχεδιασμός. Η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, οφείλει να λειτουργήσει εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι γεγονός ότι η χώρα μας εξάγει σημαντικό μέρος των προϊόντων της στις Ηνωμένες Πολιτείες και αντιμετωπίζει αυτή την εξέλιξη με σκεπτικισμό και προβληματισμό. Από την πρώτη στιγμή επιδιώξαμε εξαιρέσεις για συγκεκριμένα ελληνικά προϊόντα, τα οποία δεν είναι ανταγωνιστικά με τα αντίστοιχα αμερικανικά. Σε αυτά περιλαμβάνονται η φέτα, η βρώσιμη ελιά και πιθανώς το ελαιόλαδο, καθώς η παραγωγή του στις ΗΠΑ είναι πολύ μικρότερη από την κατανάλωση. Υπάρχει, λοιπόν, περιθώριο για συζήτηση.
Σε συνδυασμό με τις δηλώσεις της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεωρώ ότι είναι αναγκαίος ένας συνολικός σχεδιασμός για την εξαγωγική στρατηγική της Ευρώπης. Η Ε.Ε. είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας προϊόντων του πρωτογενούς τομέα παγκοσμίως. Πρέπει, λοιπόν, να χαράξουμε νέες πολιτικές και να δημιουργήσουμε ένα δίχτυ προστασίας για προϊόντα που απειλούνται από τέτοιες εξελίξεις.
Η προσπάθεια εξαίρεσης των ελληνικών προϊόντων είναι μέρος μιας ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής ή γίνεται και διμερώς; Η Ελλάδα έχει κάποια μοναδικά προϊόντα που ενδεχομένως δεν έχουν άλλες χώρες της Ε.Ε. Πώς προχωρά η κυβέρνηση σε αυτό το σκέλος;
Οφείλουμε να δούμε συνολικά τη στάση της Ευρώπης. Θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής: οι αποφάσεις που θα ληφθούν πρέπει να αποτυπώνονται σε κοινές πολιτικές. Κάποια από τα προϊόντα, όπως η φέτα, είναι αποκλειστικά ελληνικά. Άλλα, όπως η ελιά και το λάδι, είναι μεσογειακά και παράγονται και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ειδικής διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ για αυτά τα προϊόντα, ειδικά όταν δεν είναι ανταγωνιστικά με τα αντίστοιχα αμερικανικά.
Δεν μπορούμε να προδικάσουμε τι θα συμβεί, αλλά αυτό είναι κάτι που θα παρακολουθήσουμε το επόμενο διάστημα. Υπάρχει ήδη έντονη ανησυχία στις αγορές και έντονες ανακατατάξεις, οι οποίες πιθανότατα θα συνεχιστούν. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι ψυχραιμία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μια αγορά 450 εκατομμυρίων πολιτών, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τη στάση της απέναντι σε τέτοιες προκλήσεις.
Το παράδοξο είναι ότι η Ε.Ε. εξάγει μεν, αλλά εισάγει ταυτόχρονα προϊόντα από τρίτες χώρες. Αυτό από μόνο του αποτελεί λόγο αναθεώρησης της στρατηγικής για τον πρωτογενή τομέα.
Στην προηγούμενη θητεία του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επιβάλει δασμούς, αλλά σε μικρότερη κλίμακα και τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα είχαν εξαιρεθεί. Δεδομένης της σημερινής πιο επιθετικής ρητορικής, υπάρχει ακόμη περιθώριο για εξαιρέσεις;
Εκτιμώ ότι υπάρχει μια προστατευτική λογική χωρίς συνοχή. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος: αυτός που πλήττεται πρώτος από τέτοιες εξελίξεις είναι ο Αμερικανός καταναλωτής, που θα δει αυξήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων. Αυτό θα δημιουργήσει εσωτερική τριβή στις ΗΠΑ.
Άρα, το γεγονός ότι μιλάμε για μη ανταγωνιστικά προϊόντα, αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για την παροχή εξαιρέσεων. Όμως, και πάλι, χρειάζεται υπομονή και στρατηγική προσέγγιση. Δεν πρέπει να γίνουν βιαστικές κινήσεις.
Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό της ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής;
Αναμφισβήτητα. Πρέπει να δούμε πώς η Ε.Ε. προσεγγίζει συνολικά τον πρωτογενή τομέα. Δεν είναι μόνο οι τεράστιοι οικονομικοί πόροι που διαθέτει· είναι και η αναγκαιότητα χάραξης νέας στρατηγικής, που εξασφαλίζει διατροφική επάρκεια και κοινωνική συνοχή.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική από το 2027 και μετά θέτει στο επίκεντρο τη στήριξη μειονεκτικών περιοχών και την προσέλκυση νέων ανθρώπων στον αγροτικό τομέα. Ίσως η παρούσα κρίση να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση αυτών των εξελίξεων.
Είναι οξύμωρο το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η χώρα που πρωτοστάτησε στην παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των αγορών, σήμερα ηγείται ενός κύματος προστατευτισμού.

Σας προβληματίζει το γεγονός ότι η Τουρκία, που εξάγει παρόμοια προϊόντα με την Ελλάδα, έχει δασμούς 10%, ενώ η Ελλάδα 20%; Αυτό δεν δημιουργεί έλλειμμα ανταγωνιστικότητας;
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Η ελληνική εξαγωγική παρουσία δεν βασίστηκε ποτέ στο χαμηλό κόστος ή στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Βασίστηκε πάντα στην ποιότητα.
Η Ελλάδα παράγει με βάση τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς ασφάλειας. Παράγει μοναδικά, υψηλής ποιότητας προϊόντα, που εντάσσονται πλήρως στο πλαίσιο της μεσογειακής διατροφής, η οποία αναγνωρίζεται διεθνώς ως πρότυπο υγιεινής διατροφής. Αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα, που πρέπει να αξιοποιήσουμε τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το οικονομικό επιτελείο μιλά για στροφή των εξαγωγών προς άλλες αγορές, όπως η Ινδία. Είναι αυτό εφικτό για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα;
Σαφώς. Για παράδειγμα, η ζήτηση για φέτα στην Αμερική είναι 5 έως 10 φορές μεγαλύτερη από την παραγωγή μας. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει περιθώριο για νέες αγορές.
Η Ινδία, που αποτελεί πλέον τη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, είναι μια ελκυστική αγορά, με διαφορετικά οικονομικά στρώματα. Μέσα από τη στρατηγική διακρατική συνεργασία που έχει ξεκινήσει, μπορούμε να απευθυνθούμε σε καταναλωτές και να δημιουργήσουμε και εργασιακές ευκαιρίες.
Η Μέση Ανατολή είναι επίσης ιδιαίτερα ευνοϊκή αγορά, καθώς οι αραβικές χώρες δείχνουν διαχρονική προτίμηση στα ελληνικά προϊόντα. Αν δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί στις ΗΠΑ με όρους τιμής, μπορούμε να αναπροσανατολιστούμε προς άλλες αγορές.