Τα κράτη – μέλη της ΕΕ πρέπει να ενισχύσουν τον μεταξύ τους συντονισμό ώστε να απαντήσουν στην επιβολή δασμών και να διασφαλίσουν τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, υπογραμμίζει η Υποδιοικήτρια της ΤτΕ, κ. Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, μιλώντας στην «Η», εν όψει της συμμετοχής της στο 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που ανοίγει σήμερα, Τετάρτη 9 Απριλίου, αυλαία στην πόλη των Δελφών.
Η Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, αναλύει τους κινδύνους και τις προκλήσεις που αναδύονται για την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις προτεραιότητες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Σε ότι αφορά στην ελληνική οικονομία τονίζει ότι τα τελευταία χρόνια έχει επιδείξει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αποδεικνύει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη δημοσιονομική πειθαρχία και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο το διεθνές οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο πολύπλοκο και αβέβαιο, την ώρα που η εγχώρια ανάπτυξη επηρεάζεται στενά από τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή περιθώρια κεφαλαίων για να απορροφήσουν κλυδωνισμούς λόγω των γεωπολιτικών κινδύνων, αν και «η επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης ενέχει κινδύνους για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα».
«Τυχόν πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να υποστηρίζουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και τη μεταστροφή του παραγωγικού προτύπου από την κατανάλωση στις παραγωγικές επενδύσεις και τις εξαγωγές», ξεκαθαρίζει η υποδιοικήτρια της ΤτΕ και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, μιλώντας για τα διδάγματα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης σε ότι αφορά στα «κόκκινα» δάνεια και τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους.
Η κ. Παπακωνσταντίνου θα μιλήσει στο Φόρουμ των Δελφών (9 - 12 Απριλίου), που συμπληρώνει φέτος 10 χρόνια παρουσίας και αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς για το δημόσιο διάλογο και την ανταλλαγή ιδεών, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση πολιτικών και στρατηγικών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Ολόκληρη η συνέντευξη
Σε λίγες ώρες ανοίγει η αυλαία του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιείται σε περιβάλλον αυξημένων αβεβαιοτήτων, στον πυρήνα των οποίων είναι o εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο πρόεδρος Τραμπ και οι φόβοι για παγκόσμια ύφεση αλλά και οι νέες γεωπολιτικές δυναμικές που αναπτύχθηκαν μετά και την εκλογή του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με ποιες νέες προκλήσεις είναι αντιμέτωπες και πόσο έτοιμες είναι να τις διαχειριστούν, με δεδομένο μάλιστα ότι αυξάνονται οι φωνές που κάνουν λόγο για σοβαρό έλλειμμα ηγεσίας και αντανακλαστικών στην ΕΕ;
Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από υψηλή αβεβαιότητα και εντεινόμενες προκλήσεις. Η σημαντικότερη εξέλιξη στη διεθνή οικονομική σκηνή σχετίζεται με την πολιτική της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ όσον αφορά στο εμπόριο και στις διεθνείς σχέσεις, που έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση παραδοσιακών συμμαχιών και την αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού.
Οι ακριβείς επιπτώσεις στην οικονομία της ευρωζώνης από τα δασμολογικά μέτρα των ΗΠΑ είναι δύσκολο να εκτιμηθούν πλήρως επί του παρόντος.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ επανεξετάζουν τη συμμετοχή και την οικονομική συνεισφορά τους σε ορισμένους διεθνείς οργανισμούς και αποσύρονται από πολυμερείς συμφωνίες για τη διεθνή φορολογία, τις κλιματικές πολιτικές, τη βιώσιμη χρηματοδότηση και την αναπτυξιακή βοήθεια, για να αναφέρουμε μερικούς τομείς διεθνούς συνεργασίας.
Συνολικά, οι εμπορικοί φραγμοί και η αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τις παγκόσμιες εμπορικές πολιτικές και τις γεωπολιτικές εντάσεις εκτιμάται ότι επιβαρύνουν, πρωτίστως, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Εν τέλει, οδηγούν στην επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και των οικονομικών προοπτικών, καθώς ασκούνται καθοδικές πιέσεις στον ρυθμό ανάπτυξης. Οι ακριβείς επιπτώσεις στην οικονομία της ευρωζώνης από τα δασμολογικά μέτρα των ΗΠΑ είναι δύσκολο να εκτιμηθούν πλήρως επί του παρόντος.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να ενισχύσουν τον μεταξύ τους συντονισμό για την απάντηση στην επιβολή δασμών και τη διασφάλιση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ. Οι πρόσφατες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για τη σημαντική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας (ReArm Europe Plan), καθώς και των επενδύσεων σε υποδομές και κρίσιμες νέες τεχνολογίες (Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας και Συμφωνία για Καθαρή Βιομηχανία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυξάνοντας την ευελιξία και την ανθεκτικότητά της σε εξωτερικές διαταραχές.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει να ενισχύσουν τον μεταξύ τους συντονισμό για την απάντηση στην επιβολή δασμών και τη διασφάλιση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης σε τομείς που αφορούν την εξυγίανση των τραπεζών, τη διαχείριση κρίσεων και τη θεμελίωση ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης των Καταθέσεων, αλλά και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας στα διαθέσιμα κεφάλαια και ομαλή ροή επενδύσεων σε όλη την ΕΕ. Κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην πιο αποτελεσματική διαχείριση και τον επιμερισμό των κινδύνων και την κινητοποίηση των διαθέσιμων αποταμιεύσεων προς όφελος ιδίως της καινοτομίας, της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της πράσινης μετάβασης.
Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης σε τομείς που αφορούν την εξυγίανση των τραπεζών, τη διαχείριση κρίσεων και τη θεμελίωση ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης των Καταθέσεων, αλλά και η δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων θα εξασφαλίσουν οικονομίες κλίμακας στα διαθέσιμα κεφάλαια και ομαλή ροή επενδύσεων σε όλη την ΕΕ.
Η ευρωπαϊκή οικονομία, και αντίστοιχα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, βρίσκεται αντιμέτωπη με «κοκτέιλ» κινδύνων και αβεβαιότητες που, αν και μπορεί να έχει διαφορετική βαρύτητα σε κάθε χώρα, δεν παύει να είναι κοινό με δεδομένη την αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση των οικονομιών. Η ευρωπαϊκή εποπτεία είναι συνεκτική/κοινή; Το αυστηρό εποπτικό πλαίσιο μπορεί να αποδειχθεί «αντιαναπτυξιακό»; Πόσο επιτακτική γίνεται πλέον η ανάγκη για ολοκλήρωση της τραπεζικής ενοποίησης;
Αναμφισβήτητα τα τελευταία έτη έχει επιτευχθεί τεράστια πρόοδος στην εναρμόνιση της εποπτείας των τραπεζών στην Ευρωζώνη, ιδίως μετά τη σύσταση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM). Σίγουρα όμως υπάρχει περιθώριο για ακόμα μεγαλύτερη εναρμόνιση των εποπτικών πρακτικών μεταξύ των κρατών-μελών στην ευρωζώνη, καθώς και για μεγαλύτερη απλοποίηση (simplification) του εποπτικού πλαισίου σε επιλεγμένα πεδία, όπως για παράδειγμα οι εποπτικές αναφορές.
Όμως, η απλοποίηση και η μείωση του κόστους συμμόρφωσης δεν πρέπει να οδηγήσουν σε αποδυνάμωση του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας (deregulation) του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Όπως είδαμε την περίοδο 2008-2009, το κόστος μιας τραπεζικής κρίσης για την οικονομία και την κοινωνία είναι τεράστιο.
Η απλοποίηση και η μείωση του κόστους συμμόρφωσης δεν πρέπει να οδηγήσουν σε αποδυνάμωση του κανονιστικού πλαισίου λειτουργίας (deregulation) του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα
Ως εκ τούτου, δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η αυστηρή εποπτεία είναι αντιαναπτυξιακή. H αποτελεσματική εποπτεία είναι αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου ο τραπεζικός τομέας να παραμένει υγιής και φερέγγυος και να μπορεί να υποστηρίζει την ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα της οικονομίας, ειδικά σε περιόδους ύφεσης και εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Επιπλέον, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η οποία πρέπει να προχωρήσει άμεσα και αποφασιστικά, θα ενισχύσει περαιτέρω την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, με ξεκάθαρα αναπτυξιακά οφέλη.
Η επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης ενέχει κινδύνους για την ελληνική οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα;
Η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και καταγράφει σημαντική βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη της. Η θετική πορεία της οικονομίας είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου και μεγάλων ελληνικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία.
Η επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης ενέχει κινδύνους για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα - Ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση του πιστωτικού κινδύνου
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές αλλά το διεθνές οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο πολύπλοκο και αβέβαιο. Η εγχώρια ανάπτυξη επηρεάζεται στενά από τις αναπτυξιακές προοπτικές της ευρωζώνης, δεδομένου ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εξαγωγών ελληνικών αγαθών κατευθύνεται σε χώρες της ευρωζώνης και ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό των τουριστικών μας εισπράξεων προέρχεται από χώρες της ευρωζώνης.
Η επιδείνωση της γεωπολιτικής κατάστασης ενέχει κινδύνους για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Ειδικότερα, ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση του πιστωτικού κινδύνου, λόγω ασθενέστερης οικονομικής ανάπτυξης ή ύφεσης, του κινδύνου αγοράς, λόγω της ανατιμολόγησης στοιχείων ενεργητικού, και του λειτουργικού κινδύνου, μέσω της αύξησης των κυβερνοεπιθέσεων.
Προτεραιότητα των εποπτικών αρχών είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών. Όσον αφορά στις ελληνικές τράπεζες διαθέτουν επαρκή περιθώρια κεφαλαίων για να απορροφήσουν ενδεχόμενους κλυδωνισμούς λόγω των γεωπολιτικών κινδύνων.
Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές αλλά το διεθνές οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο πολύπλοκο και αβέβαιο.
Σε εθνικό επίπεδο, η οικονομική πολιτική το προσεχές διάστημα θα πρέπει να επικεντρωθεί στη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς και στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης με την υλοποίηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια έντονη παροχολογία, ενώ η κυβέρνηση γίνεται αποδέκτης πιέσεων και από το εσωτερικό του κόμματος «να τα δώσει όλα», με ορίζοντα τη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ποια εκτιμάτε ότι είναι τα δημοσιονομικά περιθώρια που υπάρχουν για παροχές και σε ποιες ελαφρύνσεις θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα;
Η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, όπως τα πρωτογενή πλεονάσματα και η ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, είναι ενθαρρυντική και αποδεικνύει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη δημοσιονομική πειθαρχία και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Οι όποιες παρεμβάσεις πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αντοχές της οικονομίας ως προς την ανάγκη διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων και της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, παρότι αποκλιμακώνεται γρήγορα, εξακολουθεί να είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη. Επίσης, τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους (δηλ. τα χαμηλά επιτόκια και η μεγάλη περίοδος αποπληρωμής) δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν ένα παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς. Οι προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιηθεί αυτό το παράθυρο ευκαιρίας είναι η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η τήρηση των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ.
Τυχόν πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να υποστηρίζουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας και τη μεταστροφή του παραγωγικού προτύπου από την κατανάλωση στις παραγωγικές επενδύσεις και τις εξαγωγές. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και οι δαπάνες που βελτιώνουν την εκπαίδευση, τον τομέα της υγείας και την καινοτομία.
Τα υφιστάμενα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου χρέους (δηλ. τα χαμηλά επιτόκια και η μεγάλη περίοδος αποπληρωμής) δεν είναι μόνιμα
Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες παρεμβάσεις πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αντοχές της οικονομίας ως προς την ανάγκη διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων και της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, ο 5ος τραπεζικός πόλος είναι γεγονός και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει αφήσει πίσω του, με την υποστήριξη του κράτους (ανακεφαλαιοποιήσεις, «Ηρακλής») τη βαριά κληρονομιά της κρίσης αλλά και τις παθογένειες που προϋπήρχαν. Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι κομμάτι του Ευρωσυστήματος και ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα του 2025 δεν είναι ίδιο με αυτό του 2004 ή του 2014;
Συμφωνώ ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα δεν έχει καμία σχέση με αυτό του 2004 ούτε με αυτό του 2014, ενώ είναι γεγονός ότι έχει επιστρέψει σε κανονικότητα, έχοντας αντιμετωπίσει τις παθογένειες του παρελθόντος.
Νομίζω ότι αυτό είναι εμφανές αν κανείς συγκρίνει τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών τότε και τώρα. Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί είναι αποτέλεσμα των ενεργειών που έγιναν από την Πολιτεία, τις εποπτικές αρχές και τις διοικήσεις των τραπεζών.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα δεν έχει καμία σχέση με αυτό του 2004 ούτε με αυτό του 2014
Εξάλλου, το γεγονός ότι πλέον υπάρχει Eνιαίος Eποπτικός Mηχανισμός για τις σημαντικές τράπεζες στην ευρωζώνη έχει ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση βέλτιστων εποπτικών πρακτικών, με ευεργετικές επιδράσεις στα εποπτευόμενα ιδρύματα.
Πλέον οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν θετικό παράδειγμα μείωσης των «κόκκινων» δανείων, λόγω και της καθοριστικής συμβολής του «Ηρακλή», και ταυτόχρονα δεν υπάρχουν σημάδια επιδείνωσης του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, όπως σε άλλες χώρες. Αποτελεί η περίπτωση της Ελλάδας ένα case study και για την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία; Κοιτώντας πίσω, εκτιμάτε ότι, αν η ευρωπαϊκή εποπτεία ήταν πιο «ώριμη» (πιο έμπειρη) την περίοδο της κρίσης, θα είχε αντιμετωπίσει με λιγότερη αυστηρότητα και πιο αποτελεσματικά τις ελληνικές τράπεζες και κυρίως τα θέματα ιδιωτικού χρέους;
Θα συμφωνήσω ότι η περίπτωση της Ελλάδας είναι μια ενδιαφέρουσα μελέτη περιπτώσεως ακόμη και μεταξύ των χωρών που υπέφεραν από οικονομική κρίση, καθώς πέτυχε μέσα σε μόλις λίγα έτη μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Συγκεκριμένα, σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, έχει επιτευχθεί μείωση περίπου 95%, με τον δείκτη ΜΕΔ να πέφτει τον Δεκέμβριο του 2024 στο 3,8%, ποσοστό το οποίο είναι το χαμηλότερο από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Είναι αρκετά τα σημεία που αναδεικνύονται ως χρήσιμα διδάγματα από την κρίση στον τομέα αυτό. Θα ξεχωρίσω δύο:
- Πρώτον, θα μπορούσε να είχε υιοθετηθεί νωρίτερα κάποια συστημική λύση, καθώς σε περιπτώσεις όπως η ελληνική, όπου το ήμισυ σχεδόν του χαρτοφυλακίου δανείων ήταν μη εξυπηρετούμενο, η μείωση των ΜΕΔ θα ήταν αδύνατη χωρίς την υιοθέτηση του «Ηρακλή».
- Δεύτερον, θα έπρεπε να δοθεί στα πρώτα χρόνια της κρίσης ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην απομάκρυνση των εμποδίων, οποιασδήποτε μορφής, για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους.