Η Ελλάδα κερδίζει και εφέτος το στοίχημα του τουρισμού, όπως τουλάχιστον δείχνουν όλα τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία και το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την ελληνική «βαριά βιομηχανία» είναι το πόσο μακριά μπορεί να πάει η σεζόν.
Πέρυσι το 2μηνο Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου η κίνηση ήταν ιδιαίτερα θετική, ξεπερνώντας και τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις. Όμως εφέτος είναι μία άλλη χρονιά και πολλά εξαρτώνται και από την προσέλευση, αλλά και την οικονομική ποιότητα αυτών που τελικά θα έρθουν στην Ελλάδα το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Οι εκτιμήσεις από την αγορά συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η υπέρβαση των εσόδων του 2019 είναι πολύ πιθανό να συμβεί. Εκείνοι μάλιστα που είναι κάτι περισσότερο από αισιόδοξοι αναφέρουν ότι δεν θα αποτελέσει έκπληξη εάν τα έσοδα υπερβούν ακόμη και τα 20 δισ. ευρώ, έναντι 18,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2019.
Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε δύο καθοριστικούς παράγοντες. Ο ένας έχει να κάνει με το γεγονός ότι αναμένονται περισσότεροι από 30 εκατ. τουρίστες, ενώ με βάση τα μέχρι σήμερα στοιχεία δείχνουν ότι η κατά κεφαλήν δαπάνη παραμένει πάνω ή τουλάχιστον στα ίδια με τα περυσινά επίπεδα, τα οποία και ήταν αρκετά υψηλότερα από τα αντίστοιχα του 2019.
Τι συμβάλλει στην αύξηση της κατά κεφαλήν δαπάνης
Αυτό συμβαίνει εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων. Ο ένας έχει να κάνει από το ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί σε σχέση με πέρυσι αρκετά και ο δεύτερος από το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει ανέβει επίπεδο σε ότι αφορά την ποιότητα των τουριστών που έρχονται στην χώρα.
Οι κρατήσεις που υπάρχουν για το επόμενο τρίμηνο είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές και πολλές ξενοδοχειακές μονάδες σχεδιάζουν να παρατείνουν την λειτουργία τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος, «η ιδιαίτερα θετική εικόνα της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης και η ανοδική πορεία των κρατήσεων για το υπόλοιπο της σεζόν, δείχνουν ότι ο ελληνικός τουρισμός ανακάμπτει δυναμικά σε σχέση με τα 2 προηγούμενα χρόνια. Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο ευρωπαϊκό προορισμό κάτω από δύσκολες συνθήκες, αξιοποιώντας και το γεγονός ότι διαθέτει το πέμπτο ισχυρότερο τουριστικό brand παγκοσμίως».
Την διατήρηση της καλής εικόνας της χώρας επιβεβαίωσε και το πρόσφατο report του ΙΝΣΕΤΕ, σύμφωνα με τον οποίο το 2o τρίμηνο του 2022, τόσο η Ελλάδα όσο και η Αθήνα κατάφεραν να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους χάρη σε ένα πολύπλευρο θετικό συναίσθημα που μοιράζονται επισκέπτες και διαμορφωτές γνώμης (ambassadors) στο διαδίκτυο σε σχέση με τον πολιτισμό, τη φύση, τη γαστρονομία και τα καταλύματα. Κι αυτό παρά την ασταθή παγκόσμια και ευρωπαϊκή συνθήκη όπου οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ο πληθωρισμός, ο υπερτουρισμός και άλλα, διατάραξαν την εμπειρία στους περισσότερους προορισμούς.
Για την ακρίβεια η χώρα μας για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, διατήρησε την ανταγωνιστικότητά της ξεπερνώντας τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και αυξάνοντας τόσο τον όγκο των συνομιλιών στα διαδικτυακά μέσα όσο και τους δείκτες που αποτυπώνουν την τουριστική εμπειρία.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!