Ένα ανησυχητικό μήνυμα έρχεται από τη Μύκονο, καθώς η απόφαση του ομίλου Accor να ακυρώσει ένα μεγάλο τουριστικό έργο εγείρει φόβους για την ευρύτερη πορεία των επενδύσεων στον ελληνικό τουρισμό. Η εξέλιξη αυτή ίσως σηματοδοτεί μια νέα τάση, κατά την οποία διεθνείς επενδυτές επανεξετάζουν τη δέσμευσή τους σε ελληνικούς προορισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, καθώς και τις προκλήσεις στον τομέα των υποδομών.
Η απόφαση της Accor προκάλεσε απογοήτευση στους τοπικούς φορείς της Μυκόνου και την Πολιτεία, καθώς το έργο –που αφορούσε τη δημιουργία πολυτελών ξενοδοχείων και βιλών υψηλών προδιαγραφών– θα ενίσχυε την εικόνα του νησιού ως διεθνούς τουριστικού προορισμού. Ωστόσο, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της εταιρείας, οι αυξανόμενοι κλιματικοί κίνδυνοι καθιστούν την επένδυση επισφαλή, ενώ πρόσθετοι παράγοντες, όπως η ανεπαρκής υποδομή και η περιορισμένη διαθεσιμότητα νερού, συνέβαλαν επίσης στην απόφαση αυτή.
Ο επικεφαλής του ομίλου, Sébastien Bazin, εξήγησε ότι η Accor δίνει πλέον προτεραιότητα στην ανθεκτικότητα των επενδύσεών της απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία πραγματοποιεί ετήσιες αξιολογήσεις κινδύνου και, στην περίπτωση της Μυκόνου, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις κρίθηκαν σοβαρές. Η έλλειψη νερού, η αυξημένη πιθανότητα πυρκαγιών και οι γενικότερες περιβαλλοντικές πιέσεις αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν όχι μόνο τις αποφάσεις της Accor, αλλά ενδέχεται να επηρεάσουν και άλλους επενδυτές στο μέλλον.
Ανησυχία
Η ακύρωση αυτού του έργου έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία στον τουριστικό κλάδο, καθώς δημιουργεί το προηγούμενο μιας επένδυσης που εγκαταλείπεται λόγω περιβαλλοντικών και υποδομειακών προβλημάτων. Υπάρχουν φόβοι ότι το παράδειγμα της Μυκόνου μπορεί να επαναληφθεί και σε άλλες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας, αποθαρρύνοντας νέες επενδύσεις. Αν μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και τουριστικοί όμιλοι υιοθετήσουν παρόμοιες στρατηγικές, η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις στην ανάπτυξη του τουριστικού της προϊόντος.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι κατά πόσο η χώρα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες απαιτήσεις για βιωσιμότητα, επενδύοντας σε υποδομές και διασφαλίζοντας ότι οι τουριστικοί της προορισμοί θα παραμείνουν ελκυστικοί. Αν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα, η ανησυχία που προκάλεσε η ακύρωση μπορεί να εξαπλωθεί, επηρεάζοντας την εικόνα της Ελλάδας ως ασφαλούς και βιώσιμου επενδυτικού προορισμού.
Παράλληλα, ο όμιλος Accor σχεδιάζει τη δημιουργία ενός καταλόγου με τα ξενοδοχεία του που βρίσκονται σε περιοχές υψηλού κλιματικού κινδύνου, ώστε να λαμβάνει προληπτικά μέτρα προστασίας για τις υποδομές και τους επισκέπτες του. Αυτή η πρωτοβουλία θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη μελλοντική τουριστική στρατηγική και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των επενδύσεων.
Το έργο
Το έργο «RAFFLES – FAIRMONT» είχε ενταχθεί στις στρατηγικές επενδύσεις του ελληνικού κράτους το 2020 και αφορούσε την ανάπτυξη μιας έκτασης 218,97 στρεμμάτων στη νότια Μύκονο, κοντά στην παραλία Καλαφάτη και σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων από την Άνω Μερά. Το επενδυτικό σχέδιο προέβλεπε την κατασκευή δύο πεντάστερων ξενοδοχείων, 14 πολυτελών βιλών, συνεδριακού κέντρου, αθλητικών εγκαταστάσεων και κέντρου αναζωογόνησης (SPA), με προϋπολογισμό περίπου 103,9 εκατομμύρια ευρώ. Αν και το έργο αναμενόταν να ενισχύσει τη θέση της Μυκόνου ως πολυτελούς τουριστικού προορισμού, η Accor έκρινε ότι η περιβαλλοντική αβεβαιότητα το καθιστά μη βιώσιμο.
Η ακύρωση του project εντάσσεται σε μια ευρύτερη αλλαγή στρατηγικής των διεθνών τουριστικών ομίλων, οι οποίοι δίνουν πλέον έμφαση στη βιωσιμότητα και τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Οι αυξημένες θερμοκρασίες, οι πυρκαγιές, η έλλειψη νερού και άλλες φυσικές καταστροφές αποτελούν πλέον βασικά κριτήρια στις επιχειρηματικές αποφάσεις, με τις βιώσιμες επενδύσεις να γίνονται το νέο πρότυπο ανάπτυξης του κλάδου.
Στο επίκεντρο η βιωσιμότητα
Το παράδειγμα της Μυκόνου αναδεικνύει την ανάγκη για μια πιο προσεκτική και συντονισμένη προσέγγιση στην τουριστική ανάπτυξη, που να συνυπολογίζει τόσο τις οικονομικές παραμέτρους όσο και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους. Η απόφαση της Accor αποτελεί ένδειξη μιας τάσης που αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια, καθώς η κλιματική αλλαγή επιβάλλει νέες προκλήσεις στον παγκόσμιο τουριστικό τομέα.
Επιπλέον, η ακύρωση του έργου ενδέχεται να έχει ευρύτερες επιπτώσεις στον ελληνικό τουρισμό, ιδιαίτερα σε δημοφιλείς προορισμούς όπως η Μύκονος, όπου οι μεγάλες επενδύσεις διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της υψηλής ζήτησης. Ωστόσο, η στρατηγική της Accor υπογραμμίζει ότι πλέον η βιωσιμότητα και η περιβαλλοντική ευθύνη είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για το μέλλον των τουριστικών επενδύσεων στην Ελλάδα και παγκοσμίως.