Η πρόσφατη, πολύ ορθή κατά την άποψή μου, νομοθέτηση (νόμος 4764/2020) νομιμοποίησης του διανυθέντος έως 31-12-2016 χρόνου ασφάλισης στους Κλάδους Πρόσθετης και Κύριας Ασφάλισης του πρώην ΟΓΑ, φωτίζει ένα σημαντικό θέμα το οποίο πολλοί συχνά αντιμετωπίζουν και οι ασφαλισμένοι και οι ασφαλιστικοί φορείς κατά τη διαδικασία της συνταξιοδοτήσεώς τους.
Κι αυτό είναι το θέμα της διαπίστωσης εσφαλμένης ασφάλισης, δηλαδή κάποιος ασφαλιζόταν σε άλλο φορέα από αυτόν που έπρεπε ή ασφαλιζόταν σε έναν φορέα, ενώ έπρεπε να ασφαλίζεται και σε δεύτερο φορέα.
Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν είναι μόνο ότι προκαλεί τεράστια καθυστέρηση στη διαδικασία της συνταξιοδότησης.
Κυρίως δημιουργεί τεράστια προβλήματα στον ασφαλισμένο, ο οποίος βλέπει και να ανατρέπεται ο συνταξιοδοτικός σχεδιασμός και να καλείται να καταβάλλει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές με πρόσθετα τέλη, κάτι που ουδέποτε τον είχε απασχολήσει.
Όλα αυτά αναμφίβολα είναι απότοκα ενός, κατά την άποψη μου, στρεβλού συστήματος, το οποίο άνευ αποχρώντος σοβαρού ασφαλιστικού λόγου κατέληγε σε φαινόμενο υποχρέωσης υπερασφάλισης, η οποία μάλιστα καθόλου δεν αντανακλούσε σε βελτίωση της συνταξιοδοτικής του παροχής.
Θεωρώ ότι πλέον έχει φθάσει η ώρα το όλο θέμα να αντιμετωπισθεί και να ρυθμιστεί καλύπτοντας και το παρελθόν, δεδομένου ότι με τις ρυθμίσεις του νόμου Βρούτση για το παρόν και το μέλλον κατά ένα σημαντικό μέρος έχει αντιμετωπισθεί.
Στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του 2015, του συμμετείχα, είχα υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις για το θέμα αυτό, με υπόμνημα που κατέθεσα με τον τίτλο «Προς μια απλοποίηση του συστήματος». Η πρόσφατη νομοθέτηση για τον ΟΓΑ είναι ορθή αλλά είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική.
Κατά την άποψή μου δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις εκκρεμείς συντάξεις και δεν πρέπει να αφορά μόνο την ασφάλιση στον ΟΓΑ.
Είναι απαραίτητο ακόμη και για την υποβοήθηση της εξέλιξης της ψηφιακής σύνταξης, ο ασφαλιστικός βίος να μην τίθεται εν αμφιβόλω όταν ασκείται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, πλην βεβαίως των περιπτώσεων του προφανούς δόλου του ασφαλισμένου.
Με «γενναιότητα» λοιπόν ας ρυθμιστεί το όλο θέμα, με βάση και τις αρχές της τυπικής ασφάλισης που παγίως αποδέχονται και τα δικαστήριά μας.
Πρέπει δε να υπενθυμίσω ότι ο νόμος Κατρούγκαλου περιείχε ρύθμιση προς την ορθή κατεύθυνση, η οποία όμως ουδέποτε εφαρμόσθηκε στον ΕΦΚΑ, ακριβώς γιατί δεν υπήρξε διάθεση επίλυσης του θέματος.
Πλέον όμως οι συνθήκες έχουν ωριμάσει και η νέα πραγματικότητα απαιτεί μια οριστική διευθέτηση του συγκεκριμένου προβλήματος.
Δικηγόρος – τ. Εκδότης
Περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ»
Επιστημονικός Συνεργάτης
Δελτίου Εργατικής Νομοθεσίας