«Οι ελληνικές θέσεις είναι διατυπωμένες από δεκαετίες είναι πάγιες και δεν έχουν αλλάξει», υπογράμμισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ.
«Εμείς δε διαμορφώνουμε την εξωτερική μας πολιτική, κυρίως τις εθνικές μας θέσεις, επί τη βάση της συγκυρίας», επεσήμανε και τόνισε χαρακτηριστικά: «Η θέση μας είναι ομόθυμη, εκφράζεται από τον πρωθυπουργό και από το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου και των υπουργών».
Όπως επεσήμανε, στη συζήτηση η οποία μπορεί να γίνεται μεταξύ των δύο ηγετών, «μπορούν ασφαλώς να συζητούνται ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής όπως είναι το Κυπριακό, όμως ουδέποτε υπήρξε η οποιαδήποτε παραχώρηση εκ μέρους της ελληνικής πλευράς».
Άλλωστε, όπως υπογράμμισε, οι θέσεις της Ελλάδας δεν είναι μόνο ελληνικές, είναι ευρωπαϊκές και θέσεις που συνάδουν με το διεθνές δίκαιο.
«Εξ αυτού, θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μία θέση στην οποία μπορούμε να υποστηρίξουμε τα δίκαιά μας, όχι επειδή εκφράζουν το δικό μας συναίσθημα ή εκφράζουν τη δικιά μας πάγια θέση, αλλά επειδή αποτελούν ακριβώς το απόσταγμα του Διεθνούς Δικαίου. Θα συνεχίσουμε να το πράττουμε».
Ο κ. Γεραπετρίτης επεσήμανε ότι «το Κυπριακό είναι ύψιστη προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ήταν διαχρονικά και θα παραμείνει».
Σημείωσε δε πως «πριν από ένα χρόνο βρισκόμασταν σε μια φάση σχετικής ακινησίας, αδράνειας, όπου το Κυπριακό δεν συζητείτο στα διεθνή φόρα. Είχε περιέλθει σε μία σχετική ύπνωση».
Έκτοτε, ανέφερε υπάρχουν μια σειρά από γεγονότα, τα οποία επαναφέρουν το Κυπριακό στην πρώτη γραμμή της διεθνούς προσοχής και εξήγησε: Στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών πλέον έχει προτεραιοποιηθεί το θέμα του Κυπριακού. Με την προσωπική φροντίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, ο οποίος διόρισε προσωπική απεσταλμένη, η οποία κατέθεσε και την έκθεσή της. Ακόμη, στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου του 2023 περιελήφθη ρητή διάταξη, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ θα παρακολουθεί το Κυπριακό σε όλα τα στάδια της εξέλιξής του.
«Πλέον αποτελεί μείζονα πολιτική της ΕΕ το θέμα του Κυπριακού. Εξ αυτού του λόγου και επειδή γίνεται μια πολύ συστηματική προσπάθεια για ένα χρόνο, έχω την αίσθηση ότι θα υπάρξει κινητικότητα στο Κυπριακό».
Το πρώτο βήμα, ανέφερε, δε θα μπορούσε να είναι άλλο παρά μόνο το βήμα διαλόγου, δηλαδή οι δύο ηγέτες να καθίσουν να συζητήσουν, στο πλαίσιο πάντοτε που προσδιορίζουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Σημείωσε πως η τουρκική πλευρά έχει περιέλθει σε μια πιο ακραία γραμμή, σε μία γραμμή κυριαρχικής ισότητας, που θα σήμαινε πρακτικά τον χωρισμό του νησιού και τόνισε πως το να θέτεις αυτή τη στιγμή κάτι ως προϋπόθεση, το οποίο είναι εκτός πλαισίου ΟΗΕ, είναι μη αποδεκτό.
«Η Τουρκία έχει αναπτύξει τις πάγιες αυτές θέσεις της. Παραμένει όμως το γεγονός ότι χωρίς συζήτηση, χωρίς διαβούλευση, ειρήνη και ευημερία δεν μπορεί να υπάρξει», ανέφερε.
Η Ελλάδα είναι έτοιμη να παρέχει τις καλές υπηρεσίες, σημείωσε και πρόσθεσε πως το υπουργείο Εξωτερικών έχει καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για να επανέλθει το Κυπριακό στην αιχμή του διεθνούς ενδιαφέροντος.
«Η αδράνεια και η ακινησία ποτέ δεν παράγει κίνηση. Αν βρισκόμαστε σε μια διαρκή κινητικότητα μπορεί να έρθει η λύση την οποία όλοι επιδιώκουμε και η οποία είναι η επανένωση του νησιού».
Εκτός από την προτεραιοποίηση της διεθνούς κοινότητας επεσήμανε πως υπάρχει και σχετική βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αυτό μόνο για καλό μπορεί να είναι για το θέμα του Κυπριακού. Από την άλλη, πρόσθεσε, αντιλαμβανόμαστε ότι ουδέποτε θα γινόταν παραχώρηση στα θεμελιώδη.
«Μπορούμε να συζητούμε χωρίς κατ' ανάγκη να συμφωνούμε. Έχουμε αποδεχθεί ότι υπάρχουν διαφορές ουσίας», είπε εκτιμώντας «ότι υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να μπορέσουμε να συζητήσουμε» πάντα, όπως πρόσθεσε, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο
«Δεν μπορούμε να μπούμε σε μια λογική διαγκωνισμού για το ποιος θα είναι σκληρότερος», σημεώσε ο υπουργός Εξωτερικών. «Η ελληνική κυβέρνηση εκφράζεται με πάγιες θέσεις που έχουν έρεισμα στο διεθνές δίκαιο. Οι ανέξοδοι βερμπαλισμοί δεν ωφελούν» είπε.
«Η Ελλάδα βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής της, στο απόγειο της ισχύος της» σημείωσε ο κ. Γεραπετρίτης.
«Δεν υπάρχει πιο ανώφελη συζήτηση από αυτή που γίνεται μεταξύ σκληρής και ήπιας πολιτικής, μεταξύ αυτών που είναι διαλλακτικοί και πατριώτες», ανέφερε. «Εκείνο το οποίο οφείλουμε να πράττουμε είναι μια εξωτερική πολιτική ισχύος, να μπορούμε να έχουμε μια ισχυρή θέση όταν συζητούμε».
Σημείωσε πως το Σαββατοκύριακο στην επέτειο της εισβολής, εκφράστηκαν οι πάγιες θέσεις από την τουρκική και την ελληνική πλευρά, αλλά σημείωσε πως στο παρελθόν έχουμε δει πολύ σκληρότερες δηλώσεις από την τουρκική πλευρά.
«Θα συνεχίσουμε με φρόνηση να ασκούμε την εξωτερική πολιτική, θα έχουμε εξωτερική πολιτική αρχών με αρωγό το διεθνές δίκαιο πιστεύουμε ότι οι θέσεις αυτές θα δικαιωθούν», τόνισε.
Υπογράμμισε δε ότι για πρώτη φορά μετά την τραγωδία της Κύπρου, Έλληνας πρωθυπουργός βρέθηκε στη Λευκωσία στη μαύρη αυτή επέτειο και «πέρα από υψηλό συμβολισμό, είναι και μια μεγάλη διεθνής δήλωση, η οποία γίνεται από την ελληνική κυβέρνηση σε σύμπνοια με την κυπριακή κυβέρνηση».
Οι εκλογές στη Χειμάρρα θα είναι αντικείμενο της προσοχής και από την Ελλάδα και από τη διεθνή κοινότητα
Ερωτηθείς για την υπόθεση Μπελέρη, επεσήμανε ότι στόχος είναι πρωτίστως η διασφάλιση των δικαίων της εθνικής μειονότητας και της εφαρμογής του κράτους δικαίου από μία χώρα, η οποία επιθυμεί να γίνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
«Η Ελλάδα από την πρώτη στιγμή ανέδειξε τα ζητήματα αυτά σε όλα τα φόρα», σημείωσε καΙ πρόσθεσε: «Δυστυχώς τον ενάμιση χρόνο που έχει περάσει από την καταδίκη του Φρέντη Μπελέρη, υπήρχαν σοβαρότατες αμφιβολίες τόσο σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου, το τεκμήριο αθωότητας, αλλά και τις συνθήκες, εντός των οποίων έγινε η δίκη αυτή».
Ανέφερε ότι ήταν πράξη καλής θέλησης η άδεια που δόθηκε στον κ. Μπελέρη και πως έχει υποβληθεί και αίτημα για μείωση της ποινής του, έτσι ώστε να καταστεί απευθείας ελεύθερος.
«Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί από πάρα πολύ κοντά το ζήτημα αυτό, αναδεικνύει τα ζητήματα, τα οποία αναφύονται. Και να είστε σίγουρος ότι εκείνα τα οποία θα είναι τα οφειλόμενα θα γίνουν και με το παραπάνω», σημείωσε.
Επεσήμανε πως η Ελλάδα και η διεθνής κοινότητα θα παρακολουθεί στενά τις εκλογές στις 4 Αυγούστου στον Δήμο Χειμάρρας.
«Δεν είναι απαίτηση μόνο της Ελλάδας οι δίκαιες και ελεύθερες εκλογές, αλλά είναι και απαίτηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο παρακολουθεί τη διενέργεια των εκλογών αυτών και του ΟΑΣΕ», ανέφερε. «Είναι αυτονόητο και το ελάχιστο το οποίο μπορεί να γίνει, είναι ότι οι εκλογές αυτές θα γίνουν υπό όρους δημοκρατικούς».
Η ελληνική πλευρά έχει τα μέσα για να ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση στη Βόρεια Μακεδονία
Αναφορικά με τη Βόρεια Μακεδονία, επεσήμανε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών έχει συμφωνηθεί και κυρωθεί από τα δύο Κοινοβούλια και παράγει έννομα αποτελέσματα, τα οποία δεν μπορούν να ανατραπούν από καμία από τις δύο χώρες.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχει μία σαφής παραβίαση εκ μέρους της πολιτικής και της πολιτειακής ηγεσίας. Δεν στέκει σε καμία νομική βάσανο το επιχείρημα ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε πολιτικός ή πολιτειακός ηγέτης να αναφέρεται, πέραν του τυπικού πλαισίου, σε άλλο όνομα για τη χώρα του. Διότι αυτό στην πραγματικότητα θα συνιστούσε μία ευθεία παραβίαση».
«Δεν μπορεί ο Πρόεδρος ή ο Πρωθυπουργός μιας χώρας, όταν βρίσκεται σε δημόσιο λόγο, να επικαλείται ιδιωτική αυτονομία. Αυτά δεν στέκουν, ούτε στο εσωτερικό Συνταγματικό Δίκαιο, ούτε στο Διεθνές Δίκαιο», ανέφερε.
Επεσήμανε πως υπάρχει καθολική ενημέρωση όλων των εταίρων και των διεθνών οργανισμών και υπάρχει μία σοβαρή ανησυχία εκ μέρους όλων για τη στάση της Βόρειας Μακεδονίας.
«Εφόσον υπάρξει συνέχεια σε αυτήν την πολιτική, η οποία ευθέως αντιβαίνει τις διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες αποτελούν τη βάση της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας, τότε η ελληνική πλευρά έχει τα μέσα εκείνα για να μπορέσει να ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση», τόνισε.
-Η ελληνική κυβέρνηση έτοιμη να συζητήσει τα θέματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών
Σε ότι αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο, επεσήμανε ότι οι βασικές θέσεις των μερών δεν αλλάζουν εύκολα.
Από την άλλη πλευρά, έχουν υπάρξει σοβαρά βήματα σε ό,τι αφορά τις θετικές σχέσεις μεταξύ των δύο μερών και υπάρχει μια θετική ατζέντα, η οποία περιλαμβάνει σειρά συμφωνιών που παράγουν αμοιβαία ωφέλιμα αποτελέσματα.
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην καλή συνεννόηση στο επίπεδο του μεταναστευτικού, έτσι ώστε η παράτυπη μετανάστευση να καταπολεμηθεί στην πηγή της και στο πρόγραμμα της επιτόπιας θεώρησης για Τούρκους πολίτες.
«Καταλαβαίνουμε βεβαίως, ότι τα μεγάλα και ουσιώδη, τα υποκείμενα προβλήματα, τα οποία αναπαράγουν και πολλαπλασιάζουν τις εντάσεις, ακόμη δεν έχουν τεθεί στο τραπέζι. Και ομιλώ κυρίως, για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Είναι κάτι το οποίο επανειλημμένως έχουμε πει ότι όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα θέλαμε να συζητηθεί», ανέφερε και πρόσθεσε:
«Η ωριμότητα των συνθηκών συνδυάζεται τόσο με την εφαρμογή των συμφωνιών, όσο και με την ενδιάθετη βούληση και την επιθυμία των μερών. Οι ίδιοι οι ηγέτες, οι οποίοι θα συναντηθούν τον Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, θα κάνουν την αποτίμηση και θα προσδιορίσουν τα επόμενα βήματα».
Όπως τόνισε, η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να συζητήσει τα θέματα που έχουν να κάνουν με την οριοθέτηση, παραμένοντας πιστή στις θεμελιώδεις γραμμές του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
«Ο μόνος τρόπος για να έχουμε μακραίωνη ειρήνη, ευημερία, και περιφερειακή και διμερή, είναι να επιλυθούν τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις θαλάσσιες ζώνες και βεβαίως με την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Και είναι επιθυμία μας στο επόμενο διάστημα να υπάρξει συζήτηση».
Σοβαρή, υπεύθυνη η επιλογή Μπάιντεν να αποσυρθεί
Σε ό,τι αφορά την απόσυρση από τη διεκδίκηση της δεύτερης θητείας του Προέδρου Μπάιντεν, ο κ. Γεραπετρίτης τη χαρακτήρισε «ενδιάθετη, σοβαρή, υπεύθυνη επιλογή εκ μέρους του προέδρου».
«Αντιλαμβανόμαστε ότι είναι μία πολύ προσωπική επιλογή. Όπως έγραφε ο Νίτσε, η μεγαλύτερη τέχνη είναι να μπορείς να αποχωρείς στην κατάλληλη στιγμή. Και νομίζω ότι σε αυτό το πλαίσιο υπέταξε την όποια ματαιοδοξία για μία δεύτερη θητεία, προς χάριν του καλού, όπως το αντιλαμβανόταν, του κόμματος και της πατρίδας του, ο Πρόεδρος Μπάιντεν».
Επεσήμανε δε ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι βαθιά εδραιωμένες, βρίσκονται στο καλύτερο σημείο που υπήρξαν ποτέ και δεν πρόκειται να επηρεαστούν από τις εκλογές.
Τόνισε δε πως η υπεύθυνη εξωτερική πολιτική επιβάλλει να είμαστε έτοιμοι για όλα τα σενάρια. «Και αυτό ακριβώς κάνουμε σε ότι αφορά και τις Ηνωμένες Πολιτείες και όλες τις σχέσεις μας με άλλες χώρες. Είναι όμως βαθύτατη πεποίθησή μου ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επηρεαστούν αρνητικά οι διμερείς σχέσεις».
Τέλος ερωτηθείς για το ενδεχόμενο να προταθεί από τον πρωθυπουργό για τη θέση ευρωπαίου επιτρόπου, επεσήμανε: «θεωρώ απολύτως αμετροεπές όταν βρίσκομαι σε μία θέση, η οποία περιποιεί τη μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε σε έναν πολίτη, το να ηγείται της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της ελληνικής διπλωματίας, να συζητώ καν για τέτοια ζητήματα».
«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάρα πολλά ανοικτά θέματα, εθνικά θέματα μεγάλης σημασίας, τα οποία θα πρέπει να τα επιμεληθούμε. Θα παραμείνω πιστός στη θέση μου ως υπουργού Εξωτερικών και ελπίζω το επόμενο διάστημα να έχουμε θετικά μηνύματα σε όλα τα επίπεδα τα οποία μας απασχολούν», κατέληξε.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!