Αναθεώρηση της κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στις ενεργειακές κοινότητες με άμεσα μέτρα στήριξης τους, ζητά το Κίνημα Αλλαγής με ερώτηση όλης της κοινοβουλευτικής ομάδας του προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα.
Σταθερή θέση του ΚΙΝΑΛ αποτελεί η ανάγκη να στηριχθεί ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων με μεγαλύτερη συμμετοχή τους στην προσπάθεια ενεργειακής μετάβασης της χώρας μας. Όπως αναφέρεται στην ερώτηση, «σε κάθε ευκαιρία, είτε νομοθετικής διαδικασίας, είτε διοικητικής, που αφορούσε τις ενεργειακές κοινότητες, έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις και είμαστε οι πρώτοι που προτείναμε την ανάπτυξη Ενεργειακών Κοινοτήτων ευρείας βάσης, τόσο στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης, όσο και στην υπόλοιπη χώρα, με ιδιαίτερη έμφαση στη νησιωτική για ενεργειακούς αλλά και ύψιστους εθνικούς λόγους, για την προώθηση της Δίκαιης Μετάβασης των περιοχών αυτών».
Οι ενεργειακές κοινότητες είναι τοπικοί αστικοί συνεταιρισμοί αποκλειστικού σκοπού, μέσω των οποίων πρωτίστως οι πολίτες (είτε ως φυσικά είτε ως νομικά πρόσωπα) μπορούν να δραστηριοποιηθούν στον ενεργειακό τομέα, αξιοποιώντας τις καθαρές πηγές ενέργειας. Το ΚΙΝΑΛ «θέλει τις ενεργειακές κοινότητες σε ρόλο πρωταγωνιστή και όχι κομπάρσου στην ενεργειακή μετάβαση, και οι ενεργειακές κοινότητες είναι βασικό εργαλείο για να πετύχουμε τον εκδημοκρατισμό της ενέργειας, δίνοντας την ενέργεια στα χέρια των πολιτών και μέσο καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας».
Στόχος θα πρέπει να είναι, όπως σημειώνεται στην ερώτηση, να δοθεί μεγάλη έμφαση σε εκείνες τις ενεργειακές κοινότητες που δημιουργούν έργα εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, καθώς ανοίγουν το δρόμο για τη συμμετοχή όλων των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση, επιτρέπουν δηλαδή τη συμμετοχή των κατοικιών και επιχειρήσεων στις περιοχές, όπου έχουν επιβληθεί αρχιτεκτονικοί περιορισμοί και όπου γενικότερα δεν είναι εφικτή η εφαρμογή του net metering.
Όπως επισημαίνει το ΚΙΝΑΛ, τόσο το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο όσο και η πρακτική αρκετών κρατών μελών της Ε.Ε. υποδεικνύουν την ευνοϊκή αντιμετώπιση των ενεργειακών κοινοτήτων εξαιτίας των πολλαπλών κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών πλεονεκτημάτων που συγκεντρώνουν.
«Έτσι για παράδειγμα στην Γερμανία, το 42% της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ ανήκει σε νοικοκυριά και αγρότες, ενώ μόνο το 5,4% ανήκει στις 4 μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις της χώρας, και το υπόλοιπο σε δήμους και μεσαίες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, το ποσοστό της ενεργειακής φτώχειας, που προσδιορίζεται διεθνώς ως η αδυναμία των πολιτών να έχουν πρόσβαση σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες (ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο, θέρμανση & ψύξη κ.α.) προσεγγίζει στην χώρα μας το ποσοστό του 18%, και μας κατατάσσει στις περισσότερο ευάλωτες χώρες».
Οι ερωτώντες βουλευτές ζητούν αναθεώρηση της προσέγγισης του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων στην χώρα μας μέσω της άρσης των εμποδίων και την προώθηση της ανάπτυξης τους. Από την άλλη πλευρά θεωρούν επιβεβλημένη τη διάχυση της ρευστότητας των πόρων, που θα διατεθούν για την ανάπτυξη των ΑΠΕ και για την εξοικονόμηση ενέργειας, σε όσο το δυνατόν περισσότερους, με συνδυασμό περιβαλλοντικών, κοινωνικών, και οικονομικών κριτηρίων.