Το πεδίο της ακρίβειας επιλέγουν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση για να διασταυρώσουν τα ξίφη τους, καθώς η στροφή της δημόσιας πολιτικής αντιπαράθεσης στα θέματα της καθημερινότητας θεωρείται σημαντική από Πειραιώς και Κουμουνδούρου, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές. Καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα προβάλλει τα δικά του επιχειρήματα και προσπαθεί να δείξει ότι ο πολιτικός του αντίπαλος έχει άδικο.
Ο στόχος του Αλέξη Τσίπρα
Η αξιωματική αντιπολίτευση διά του προέδρου της, Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος θα συνεχίσει τις περιοδείες του και τις συναντήσεις του με στοχευμένες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, έχει κάνει την ακρίβεια σημαία της αντιπολιτευτικής της ρητορικής.
Κατά τις συναντήσεις του με αγρότες και κτηνοτρόφους άκουσε τα προβλήματά τους και την αδυναμία τους να ανταπεξέλθουν στον πρωτογενή τομέα λόγω των εκρηκτικών αυξήσεων σε ρεύμα, καύσιμα και εφόδια και βρήκε την ευκαιρία να αναδείξει τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν και το δικό του μείγμα πολιτικής.
Ειδικότερα η Κουμουνδούρου προβάλλει ότι διά στόματος του κυβερνητικού βουλευτή Κυρανάκη επιβεβαίωσε αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει «νεοφιλελεύθερη εμμονή» πίσω από την άρνηση Μητσοτάκη να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα και τον ΕΦΚ στα καύσιμα.
«Μέχρι τώρα ξέραμε πως ο κ. Μητσοτάκης δεν μειώνει τον ΕΦΚ στα πιο ακριβά καύσιμα της Ευρώπης για να μην ευνοηθούν οι πλούσιοι που έχουν Καγιέν. Σήμερα μάθαμε από τον κ. Κυρανάκη πως δεν μειώνει και τον ΦΠΑ στα τρόφιμα, γιατί οι πλούσιοι καταναλώνουν περισσότερα μακαρόνια και έτσι με τα αυξημένα έσοδα από τον ΦΠΑ η κυβέρνησή του βοηθά όσους δεν μπορούν να ψωνίσουν λόγω ακρίβειας, που προκύπτει και από τον ΦΠΑ», αναφέρουν πηγές της Κουμουνδούρου, που προσθέτουν: «Το μόνο που τους έχει μείνει να πουν είναι ότι έχουμε το πιο ακριβό ρεύμα στην Ευρώπη για να τα παίρνουν από όσους έχουν βίλες και να κάνουν κοινωνική πολιτική».
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζουν ότι η ακρίβεια επί της ουσίας βοηθά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διότι παρέχει υπερέσοδα στα δημόσια ταμεία μέσα από τις αυξήσεις εσόδων λόγω ΦΠΑ, ώστε να μπορεί να επιστρέφει μέρος τους και να ισχυρίζεται ότι ασκεί επιδοματική πολιτική.
Τι καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ το Μαξίμου
Αντίθετα η κυβερνητική πλευρά καταλογίζει στην αντιπολίτευση «λογική που θυμίζει 2015», δηλαδή την τραυματική περίοδο που η Ελλάδα κινδύνευσε να βγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Υποστηρίζει ότι μετά τη συνάντηση Τσίπρα την Τετάρτη με την Ομοσπονδία Αρτοποιών, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είπε πως είναι «αδιανόητο ότι δεν έχουν μειωθεί ΦΠΑ και ΕΦΚ», ενώ ζήτησε επιδότηση στους αρτοποιούς.
Η Νέα Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης απέδειξε ότι συνεχίζει να πολιτεύεται τάζοντας εύκολες λύσεις σε δύσκολα, σύνθετα κι εξωγενή προβλήματα. «Επί πρωθυπουργίας του ακολουθήθηκε μία φορολογική πολιτική που εξόντωσε τον παραγωγικό κλάδο. Σήμερα, από το μετερίζι της αντιπολίτευσης, επιδίδεται σε ανεύθυνη παροχολογία», αναφέρουν πηγές της οδού Πειραιώς.
Και συνεχίζουν: «Η κυβέρνηση συνεχίζει τη στήριξη της κοινωνίας, αξιοποιώντας τους πόρους από την ανάπτυξη της οικονομίας και τις ευρωπαϊκές δυνατότητες. Ενισχύει τους ανθρώπους της παραγωγής και τα νοικοκυριά με ένα σημαντικό πρόγραμμα στήριξης που, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, είναι ένα από τα τρία μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Ειδικότερα, οι αρτοποιοί γνωρίζουν ότι με το πρόγραμμα στήριξης για τους λογαριασμούς του ρεύματος απορροφάται έως και το 80% των αυξήσεων, ανεξαρτήτως της ισχύος της παροχής και του ύψους της κατανάλωσης. Οσον αφορά τη μείωση του ΦΠΑ και του ΕΦΚ που ζητά ο κ. Τσίπρας, είναι φανερό ότι για πολλοστή φορά πλειοδοτεί εκ του ασφαλούς χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τη δημοσιονομική σταθερότητα που τόσο δύσκολα κατακτήθηκε, χάρη στις πολυετείς θυσίες των πολιτών».
Αλλοι κυβερνητικοί παράγοντες απαντούν στον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι το δημοσιονομικό κόστος μείωσης του ΦΠΑ στη διατροφή από το 13% στο 6% ανέρχεται σε περισσότερα από 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ τυχόν μετάταξη του ψωμιού θα ήταν αρκετή για ετήσιο κόστος της τάξης των 110 εκατομμυρίων. Την ίδια ώρα λένε ότι η μετακύλιση της όποιας μείωσης στον καταναλωτή είναι εξαιρετικά αμφίβολη, αλλά κι έτσι να είναι, μια μείωση του ΦΠΑ στο 6% θα οδηγούσε σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μόλις κατά 1,5% στην καλύτερη περίπτωση.
Οσο για τον ΕΦΚ στα καύσιμα, πηγές της κυβέρνησης αναφέρουν ότι πρόκειται για φόρο με μεγάλη σημασία για τη δημοσιονομική ισορροπία, συνεπώς τυχόν προσπάθεια κάλυψης των αυξήσεων ώστε οι τιμές να επανέλθουν πλασματικά στα προ ενεργειακής κρίσης επίπεδα θα απαιτούσε μείωση του ΦΠΑ και του ΕΦΚ καυσίμων της τάξης των 3,7 δισ. ευρώ, χρήματα που σήμερα αποτελούν μέρος του «οπλοστασίου» του κράτους για τη στήριξη της κοινωνίας και της οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ισοδύναμη αύξηση άλλων φόρων ή περικοπή δημόσιων δαπανών.
Ακολούθησε την Ημερησία στο Google News!